Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

ΠΕΡΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ #4 (περιληπτικώς)

Το Αξίωμα του Κοιαισίτωρος (Quaesitor)
Ένα αξίωμα τύπου Κοιαίστωρος (Quaestor) απαντάται στην Ανατολική Ρω­μαϊκή Αυτο­κρα­τορία από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. 
Αυτός ο Koι­αίσ­τωρ λοιπόν, ήταν κρατι­κός υπάλλη­λος, με βασική αρμοδιότητα τον έλεγχο της διακί­νησης των επαρχιωτών στις μεγά­λες πό­λεις. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν ο περιο­ρι­σμός της αστυφιλίας. Κατά την κλασική Ρω­μαϊκή εποχή το αξίωμα με αυτόν τον τί­τ­λο είχε αρ­μοδιό­τητες δι­καστού ειρηνο­δικείου, ή εισαγ­γε­λέως επί ορισμένων ποινι­κών αδι­κη­μάτων, ή ακό­μα επέ­βλε­πε τις υποθέ­σεις του κρα­τικού τα­μείου, κλπ.
Την εποχή του Ιουστιανιανού όμως, πέραν της γραπτής νομοθεσίας περί Κοιαίστωρος  (βλέπε: Νεαρά 80, έτους 539) συναντάμε και τον Κοιαισίτωρα (Quaesitor). Οι δύο λέ­ξεις δια­φέ­ρουν μόνο κατά ένα «ιώτα» και προέρχονται από το λατινι­κό ρήμα “quaero = ψάχνω, ανα­ζη­τώ, ερωτώ ή ζητώ να μάθω πληρο­φορί­ες, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω συστη­μα­τικώς, ανα­κρί­νω”.
Αν και υπάρχει η άποψη ότι πρόκειται για τον ίδιο ακριβώς λειτουργό, εν τού­τοις αν ερευνήσομε το θέμα εις βάθος βλέπομε ότι ο Κοιαισίτωρ είχε και μερικές αρμοδιότητες που δεν συνέπιπταν μ’ αυτές του Koιαίστωρος. Ο Κοιαίστωρ ανελάμβανε υποθέσεις κυρίως δη­μοσίου χαρακτήρα (οικονομικά, στρατιωτικά, εργασιακά), ενώ ο Κοιαισίτωρ, όπως βλέπομε, λειτουρ­γούσε και ως δικαστής επί διαφορετικών ζητη­μά­των, κυρίως ηθικής και θρησκευτικής φύσεως. Το λεξικό «Λεξικό LewisandShort», αναφέρει τον Κοιαισίτωρα και ως ανακριτή και ιεροεξε­τα­στή. [Βλέπε λήμμα quaesītor, -ōris, m. id., http://www.perseus.tufts.edu/hopper/morph?l=quaesitor&la=la].
Σύμφωνα με τον Βυζαντινό Ιστορικό Προκόπιο «Απόκρυφη Ιστορία», παράγ­ραφοι ΧΧ 9 – ΧΧ 12, ο Ιουστινιανός είχε ιδρύσει μερικά «παραϋπουργεία», και σε ένα εξ αυτών είχε ανα­θέ­σει αρμοδιότητες αστυνόμευσης και ορισμένων εγκλημάτων, παρ’ όλον ότι η αστυνόμευση και τα σχετικά εγκλήματα καλύπτονταν θεσμικά και προ πολλού από τον Έπαρχο (Praefectus) της Πόλεως. Όπως μας πληροφορεί εν συ­νεχεία ο Προκόπιος, σ’ αυτό το παραϋπουργείο «έδωσε την δικαιο­δοσία επί των παιδεραστούντων, και επ’ εκείνων που είχαν μη νόμιμες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και επί οιουδήποτε δεν ελάτρευε το θείον κατά τον ορθόδοξο τρόπο, δίνοντας σ’ αυτόν τον υπουργό το όνομα τού “κοιαισίτωρος”( Quaesitor)».
Όσο για την «Απόκρυφη Ιστορία» (ή τα «Ανέκδοτα») του Ιστορικού Προκο­πί­ου, αυτή εί­ναι ιδιαίτερα επικριτική προς τον Ιουστινιανό, σε αντίθεση με προηγούμε­να έργα του. Γι’ αυ­τόν τον λόγο από πολλούς επιχειρείται υποβάθμισή της και προω­θείται η άποψη ότι ο Προκό­πι­ος δεν είναι αξιόπιστος Ιστορικός. Όμως, ο πανεπιστη­μιακός καθηγητής του πανεπιστημίου της Μελ­βούρνης της Αυστραλίας, Roger D. Scott, στην εργασία του: «Malalas, TheSecretHistoryandJustinian’sPropaganda», παρουσιάζει ισχυρούς λόγους διατί η Απόκρυφη Ιστορία είναι «ένα σοβαρό έργο από έναν σοβαρό ιστορικό». (Συμβουλευτείτε το εν λόγω άρθρο.).
Παρατηρούμε λοιπόν ότι, ο Προκόπιος γράφει Κοιαισίτωρ και όχι Κοιαίστωρ. Όπως εξη­γεί και ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, στο Appendix των σελί­δων 519-537 του σπου­δαίου ερευνητικού συγγράμματός του: History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (200), Fifth Revised Edition, C. V. Waite & Co., Chicago 1900 – 1992, και ιδιαίτερα στην σελίδα 532, και έχομε και εμείς αναφέρει στο μέρος του εδώ κεφαλαίου υπό τον τίτλο Κωνσταντίνος – Θεοδόσιος, καθώς και πολλοί νόμοι και πολλά πεπραγμένα της εποχής εκείνης το κα­ταμαρτυρούν, η Ιερά Εξέτασις και ο Ιεροεξεταστής (Ιnquisition και Ιnquisitors γράφει ο Waite στα αγγλι­κά) αρχίζει εν τοις πράγμασιν, δηλαδή de facto, ήδη με τον Κωνσταντίνον «τον μέγα άγιο» και αναφέρεται συχνά επί Θεοδοσίου και εφεξής. Κατά την εδώ μαρτυρία του Προ­κοπίου, ο Ιουστινιανός έφτιαξε ειδικό υπουργείο και αξίωμα για τον πρώην αόρι­στο Ιεροεξετασ­τή και τον ονόμασε Κοιαισίτορα (Quaesitor). Δηλαδή τώρα λαμβάνει επί πλέον και de juro ισ­χύν.
Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα αναφέρει ο Προκόπιος, ο Κοιαισίτωρ ουσιαστικά ανελάμβα­νε και καθήκοντα ιεροεξεταστού, καθώς ασκούσε διώξεις εναντίον οιουδήποτε «ει τω τα ες το θείον ουκ ορθώς ήσκηται» (στην γλώσσα που ακριβώς γράφει).
Μετά ο Προκόπιος συνεχίζει λέγοντας (μετάφραση): «Ο κοιαισίτωρ, όταν συνελάμβανε με την δύναμη του αυτούς που έκαναν τα σφάλματα εντός της δικαιοδοσίας του, θα παρέδιδε στον αυτοκράτορα οτιδήποτε ήθελε να πα­ραχωρήσει, ενώ ο ίδιος θα γινόταν πλούσιος παρ’ όλα ταύτα, και κατά παραβίαση του νόμου, με την περιουσία των άλλων ανθρώπων. Για τους υποκειμένους αυτών των υπουργών δεν χρειαζόταν ούτε να φέρουν κατηγόρους μήτε να προσκομίσουν μαρτυρίες για το ότι είχε γίνει, αλλά κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου οι άτυχοι που έπεφταν στον δρόμο τους συνέχιζαν, χωρίς να έχουν κατηγορηθεί ή καταδικαστεί, και με μεγαλύτερη μυστικότητα, να φονεύ­ονται καθώς και να τους αφαιρούνται τα χρήματά τους».
Βασανιστήρια διά Μεταλλικών Οργάνων
Ήδη από το + 472 ο Λέων 1ος χαρακτηρίζει επισήμως την Ελληνική λα­τρεία ως δημόσιο έγκλημα. Μόνον η υποψία τελέσεως, εις κάποιον χώρο, οποιασδήποτε Ελληνικής ή παραδοσιακής ιερουργίας έχει ως απο­τέλεσμα την κατάσχεση του χώρου αυτού και βα­σα­νισμό του ιδιοκτήτου διά με­ταλλι­κών οργάνων. Ούτος εφ’ όσον επι­ζήσει εξορίζεται διά παντός και παραμένει ισοβίως ανάπηρος και παραμορφωμένος.
Τα μεταλλικά όργανα βασανισμού ήταν πολύ συνηθισμένα στο Βυζάντιο και είχαν έναν συγκεκριμένο στόχο. Εφ’ όσον το άτομο επιζούσε όλων των βασανιστηρί­ων επρόκειτο να εξέλθει εξ’ αυτών παραμορφωμένο και ανάπηρο ισοβίως. Πρόκειται διά στυγερά και πρωτοφανή κακουργήματα στην ιστορία του ανθρώπου που καλύ­πτονται και επικυρώνονται από τους νόμους του ίδιου του κράτους.
Ιδού ένα μόνο «παραδειγ­ματάκι» χριστιανικής αγάπης της άρτι νομιμο­ποιηθείσης Εκκλησίας του 4ου αιώνος και της νομοθετημένης ποινικής διώξεως των πιστών της Ελληνικής θρησ­κεί­ας και των άλλων θρησκειών: Απόσπασμα του νόμου του έτους + 472, με αριθμό καταλόγου Ιουστι­νι­ανείου Κώδι­κος 1.11.8 στα λατινικά, των Αυτοκρατόρων Λέοντος Α΄ και Αν­θεμίου προς Διό­σκωρον, Έπαρ­χο του Πραι­τωρίου, που είδαμε παραπάνω. Απο­λαύστε το!:
 “… si quidem dignitate vel militia quadam decorantur, amissiore militiae vel dignoitatis nec non rerum suarum proscriprione plectentur, privatae vero condicionis vel plebeii constituti post cruciatus corporis operibus metallorum perpetuo deputabuntur exilio.”.
ΜετάφρασηΕάν κάποιος απ’ αυτούς [δηλαδή τους πιστεύοντας στην Ελληνική θρη­σκεία] έχει πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα, θα απο­πεμφθεί από το αξίωμά του και δεν θα χάσει μόνον την περιουσία του η οποία θα προγραφεί, αλλά αφού υποστεί σωματικά βασανιστήρια διά μεταλλικών οργάνων [δηλαδή θα καταστεί ανάπη­ρος και δυσειδής ισοβίως αν επιζήσει], ως ορίζει το δη­μόσιο και ιδιωτικό δί­καιο, θα οδη­γηθεί σε διαρ­κή εξορία. 
 Άλλα Βασανιστήρια και η Σιδηρά Προσωπίς
Τα βυζαντινά βασανιστήρια περιελάμβαναν κάθε προσβολή, κακοποίηση και εξόντωση του ανθρωπίνου σώματος. Αυτά ήταν: Αποκεφαλισμός, κάψιμο στην πυρά, απαγχονισμός, στραγγαλισμός, λιθοβολισμός, ψήσιμο στη θράκα, γδάρσιμο, καταποντισμός σε ποτάμια ή στη θάλασσα πολλές φορές εντός ραμμένων σάκων γεμάτων με φίδια, ανά­ποδη σταύρωση, θανάτωση με βραστό νερό ή καυτό λάδι ή υπέρθερμη πίσσα, παλού­κωμα, εγκαύματα με πυρωμένα σίδερα, δηλητηρίαση, τύφλωση, ακρω­τηριασμός, αποκοπή ρινός, ωτίων, γλώσσης, γεννη­τι­κών οργάνων (ο όρος ήταν καυ­λοτόμησις) πολλές φορές μετ’ εμπηγμού αιχμηρών αντικειμένων μέσα στην τομή, ευ­νουχισμός, διαπόμπευση, ο επί δημοσίας θέας δι’ αιμορ­ρα­γί­ας θάνατος, στρεβλώσεις, εξαρθρώσεις, δουλεία, ισό­βια κάτεργα σε λατομεία και καταναγκαστικά έργα, ισόβια εξορία, ισόβια κρά­τηση εντός μοναστη­ρί­ων, και άλλα.
Ένα παράδειγμα μεταλλικού οργάνου βασανισμού ανάμεσα στα αναρίθμητα άλλα ήταν η σι­δηρά προσωπίς! Αυ­τή ερυ­θρο­πυρούτο και κατόπι ετίθετο επ’ ολίγον χρόνον επί του προσώπου του βασα­νι­ζο­μέ­νου ατόμου. Αυ­τό υφί­στατο εγκαύ­ματα δευτέρου ή τρίτου βαθμού τα οποία επουλώ­νοντο διά δυσει­δών ου­λών οπότε πλέον έφερε εις το διηνεκές το στίγμα του «αιρετι­κού ή ετεροδόξου ή ετε­ροθρή­σκου»!
Είχαμε βεβαίως και διάφορα άλλα όργανα βασανισμού όπως τους στρε­βλω­τή­ρες, τους εξαρθρωτήρες, τα σιδερένια νύχια, κλπ. Εκείνο το αισχρότατο, από­κρυφο, ψευδε­πί­γραφο, υστε­ρό­γραφο (1ος - 2ος αιών Κ. Ε., και όχι προ Χριστού που λένε οι Χρι­σ­τιανοί), κακοηθέστατο βι­βλίο Δ΄ Μακκαβαί­ων, το οποίο η Χρι­στιανική Βίβλος το πα­ραθέτει ως παράρτημα και «θέλει και δεν θέ­λει» να το θέσει εν­τός του κανόνος της, έχει κα­ταγράψει έναν κατά­λογο τέτοιων φρι­κιαστικών οργά­νων και ιδιαζόντως ειδεχθών βασανι­στηρίων αποδίδοντας τα στον Αντίοχον Δ΄ τον Επι­φανή. Δεν πρόκειται για την αρετή και την πίστη του παραμυθένιου και ενδεδυμένου με τον μανδύα της αγνότητος Εβραίου Ελεαζάρου όπως το ίδιο ανα­φέρει, αλλά πρόκειται για μία ψευδή προπαγάνδα η οποία αφ’ ενός δη­μι­ουργούσε εθι­σμό και εφ’ ετέρου προοιωνι­ζόταν και προετοίμαζε τον δρόμο για την επέλαση των επερ­χομένων χριστιανικών βασανιστηρίων, διαστρο­φών, ψυχο­πα­θειών, κακοη­θει­ών και σχεδίων. (Περί αυτού του σημείου βλέπε: The Christ Conspiracy the Greatest Story ever Sold, by Acharya S, AUP, σελίδες 6, 10, και τις σχετικές παρα­πομπές στις εργα­σίες και έρευνες πολλών άλλων ερευνητών που το βιβλίο αυτό λε­π­τομερώς ανα­φέρει.).
Ιωάννης Νεοκλής Φιλάδελφος Μ. Ρούσσος
Δρ. Καθηγητής Μαθηματικών
Ερευνητής βιβλικών και χριστιανικών ζητημάτων.
  (Συνεχίζεται…)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου