Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Η ΑΡΠΑΓΗ (Αρπάγη) ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΗ (ΒΙΝΤΕΟ: ψηφιακή απεικόνιση)

Πριν είκοσι τρεις αιώνες, ο Έλληνας μαθηματικός Αρχιμήδης κλήθηκε από τον βασιλέα των Συρακουσών Ιέρωνα Β’ να κατασκευάσει πολεμικές μηχανές που θα μπορούσαν να αποκρούσουν τους εχθρούς της Ελληνικής αποικίας. Μεταξύ των πολυάριθμων μηχανών που σχεδιάστηκαν, ήταν η περιώνυμη Σιδηρά Αρπάγη, ή Σιδηρά Χείρα, μια συσκευή τόσο αποτελεσματική που απετέλεσε το φόβητρο των Ρωμαίων και το κύριο μέσο άμυνας των Συρακουσών κατά την ναυτική πολιορκία από τον Ρωμαϊκό στόλο το -213.
Σύμφωνα με Αρχαίους ιστορικούς, η Αρπάγη του Αρχιμήδη (όπως είναι ευρύτερα γνωστή) ήταν ένας τεράστιος γάντζος ο οποίος κρεμόταν από έναν μοχλό και «αγκίστρωνε» την πλώρη του πλοίου καθώς αυτό πλησίαζε τα τείχη της πόλης. Κατόπιν το ανύψωνε και στην συνέχεια το απελευθέρωνε απότομα προκαλώντας την συντριβή είτε στο νερό, είτε στους βράχους. Έτσι το πλοίο καταστρεφόταν και το πλήρωμα βρισκόταν στην θάλασσα. Η Σιδηρά Αρπάγη ήταν τόσο αποτελεσματική, ώστε οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ναυτική πολιορκία και να στραφούν στον αποκλεισμό από ξηράς. Σημειώνεται ότι με την πάροδο του χρόνου, οι ιστορίες για τον Αρχιμήδη και την άμυνα των Συρακουσών ελάμβαναν μυθικές διαστάσεις.
Τα γραπτά των Πολύβιου, Λίβιου και Πλούταρχου, περιγράφουν επακριβώς την Αρπάγη, ως ένα μεγάλο μοχλό με γάντζο ο οποίος ήταν προσαρμοσμένος στο άκρο αλυσίδας, η οποία κρεμόταν από το ένα άκρο της δοκού – μοχλού. Η μηχανή ήταν κρυμμένη, πιθανώς τοποθετημένη παράλληλα με τον τοίχο, μέχρις ότου το πλοίο εισέλθει στο δραστικό βεληνεκές. Τότε ο άξονας περιστρεφόταν κατεβάζοντας τον γάντζο ο οποίος αγκίστρωνε το εχθρικό πλοίο. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι πριν την αγκίστρωση του πλοίου, ρίχνονταν πέτρες στην πλώρη, προκειμένου να απομακρυνθούν οι επιβαίνοντες πεζοναύτες πριν κατέβει το άγκιστρο. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν οι πέτρες ρίχνονταν από την Αρπάγη, ή από κάποιο άλλο μηχάνημα των τειχών. Μόλις το πλοίο εγκλωβιζόταν, το αντίθετο άκρο του μοχλού χαμήλωνε με αποτέλεσμα την ανύψωση του πλοίου. Το πλοίο στη συνέχεια κατακλυζόταν από το νερό που πλημμύριζε την πρύμνη, ή κλονιζόμενο αφηνόταν να πέσει στην θάλασσα, ή στα βράχια στη βάση των τειχών της πόλης.
Οι Πολύβιος και Πλούταρχος δεν διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο κινητήριος βραχίονας (στο αντίθετο άκρο του μοχλού) χαμήλωνε προκειμένου να ανυψώσει τον γάντζο και κατά συνέπεια το πλοίο, αλλά ο Λίβιος αναφέρει ότι μόλις το πλοίο αγκιστρωνόταν στην μια άκρη του βραχίονα, «η άλλη άκρη χαμήλωνε απότομα προς το έδαφος λόγω του μολύβδινου βάρους το οποίο ήταν τοποθετημένο σε αυτήν».
Η Αρπάγη δεν χρειαζόταν να είναι ευμεγέθης για να επιτελέσει το έργο της. Λόγω του μήκους της πεντήρους, η πλώρη χρειαζόταν να ανυψωθεί λίγο, πριν η πρύμνη αρχίσει να πλημμυρίζει. Επιπλέον, εάν το πλοίο εγκλωβιζόταν πλευρικά (π.χ εξωτερικά της ακάτου, ή στα κουπιά,) τότε ήταν εύκολο να ανατραπεί λόγω της εγγενούς αστάθειας. Ο Αρχιμήδης είχε επίσης τοποθετήσει Αρπάγες κατά μήκος του τείχους της ενδοχώρας οι οποίες έκαναν επίσης αρκετή ζημιά στους επιτιθέμενους (Πολύβιος [8.7.4]: «Οι πολιορκούμενοι, προκάλεσαν μεγάλη φθορά με τις προαναφερθείσες Αρπάγες, οι οποίες ανύψωναν στρατιώτες και στην συνέχεια τους άφηναν στο κενό»).
«Είχαν επίσης εντοπίσει «Σιδηρές χείρες» στις οποίες αντέταξαν τεντωμένα δέρματα στις πλώρες και σε μεγάλο τμήμα των σκαφών τους, ώστε όταν ρίχνονται οι αρπάγες, να γλιστρούν χωρίς να αγκιστρώνονται». Αυτό το απόσπασμα δείχνει ότι ήταν σχετικά εύκολο να αγκιστρωθεί ένα απροστάτευτο πλοίο (σε αυτή την περίπτωση μια τριήρη).
Οι Πολύβιος, Λίβιος και Πλούταρχος χρησιμοποιούν την ίδια ορολογία όπως ο Διόδωρος και ο Θουκυδίδης περιγράφοντας την συσκευή του Αρχιμήδη ως «σιδερένιο χέρι».
Ο Πλούταρχος, αναφέρεται επιπρόσθετα και σε ένα άλλο εξάρτημα που χρησιμοποιήθηκε στις μηχανές του Αρχιμήδη. Ο ίδιος αναφέρει ότι τα Ρωμαϊκά πλοία «εγκλωβίσθηκαν στην πλώρη από σιδερένια νύχια, ή ράμφη όπως τα ράμφη των γερανών» [Μάρκελλος, 15.2]. Αυτά τα ράμφη αφορούν σε μεγάλους γάντζους, όπως αυτούς που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στις σανίδες επιβίβασης. Με βάση την μαρτυρία του Πλουτάρχου, είναι πιθανόν οι μηχανές του Αρχιμήδη να ήσαν εξοπλισμένες με γάντζους και αιχμές, ή ενδεχομένως με μια τροποποιημένη αρπάγη, ώστε να έχει μεγαλύτερη ευελιξία επιλογής στον εγκλωβισμό των εχθρικών πλοίων.
Στο βίντεο που ακολουθεί προβάλλεται σε ψηφιακή απεικόνιση η λειτουργία της Αρπάγης. Το εν λόγω βίντεο αποτελεί τμήμα ντοκυμαντέρ του History Channel, αφιερωμένο στις εφευρέσεις του Αρχιμήδη.
Παρατίθενται αποσπάσματα των Πολύβιου, Λίβιου και Πλουτάρχου στα οποία περιγράφεται η Αρπάγη του Αρχιμήδη:
Πολύβιος [8.6.1-6]:
«Υπήρξαν επίσης κάποιες αμυντικές μηχανές που έβαλλαν κατά των αντιπάλων, οι οποίες ήσαν τοποθετημένες σε τυφλά σημεία, για να προστατεύονται από τις βολές του εχθρού. Οι μηχανές αυτές, αφενός εκσφενδόνιζαν μεγάλες πέτρες για να απομακρύνουν το πλήρωμα από την πλώρη και ταυτόχρονα απελευθέρωναν ένα Σιδερένιο Χέρι σιδήρου που συνδεόταν με μια αλυσίδα, την οποία όταν ο χειριστής του μοχλού αγκίστρωνε στο πλοίο από την πλώρη, πίεζε προς τα κάτω το αντίθετο άκρο της μηχανής που ήταν εντός των τειχών. Στη συνέχεια, όταν είχε ανασηκώσει την πλώρη του πλοίου, μετέβαινε γρήγορα στο αντίθετο άκρο του μηχανήματος και με τη βοήθεια ενός σχοινιού και μιας τροχαλίας απελευθέρωνε την αλυσίδα και άφηνε την αλυσίδα να πέσει από αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν τα πλοίο να ανατραπεί, ή να συντριβεί και τελικά να βυθισθεί. Ο Μάρκελλος ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει «την επινοητικότητα του Αρχιμήδη» και βλέποντας ότι οι πολιορκούμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις του, προκαλώντας όχι μόνο μεγάλες απώλειες για τον εαυτό του, αλλά και χλευασμό, εξοργίστηκε, λέγοντας επιτιμητικά στις ομάδες που επάνδρωναν τις sambucaes (μεταφερόμενες κλίμακες – εξέδρες πολιορκίας για την αναρρίχηση στρατιωτών): Ο Αρχιμήδης χρησιμοποιεί τα πλοία μου, σαν κουτάλες για να γεμίζει τα κρασοπότηρά του με θαλασσινό νερό, αλλά τα πληρώματα των εξέδρων θα μαστιγωθούν έξω από το συμπόσιο».
Λίβιος [24.34.10-12]:
«Όσον αφορά στα πλοία που πλησίαζαν αρκετά, ώστε να εισέλθουν στο βεληνεκές των αμυντικών μηχανών του τείχους του, αντιμετωπίζονταν με μία σιδερένια αρπαγή, που ήταν στερεωμένη σε αλυσίδα, η οποία αφηνόταν μέσω ενός δοκού ταλάντευσης που προεξείχε από τον τοίχο. Όταν αυτή αγκίστρωνε το πλοίο στην πλώρη, λόγω της μετατόπισης ενός μολύβδινου βάρους, το ανασήκωνε στον αέρα. Τότε, ξαφνικά απελευθέρωνε το πλοίο, το οποίο έπεφτε με ορμή στην θάλασσα, ή στο τοίχο και βυθιζόταν».
Πλούταρχος [Marcellus 15.2-3]:
Ταυτόχρονα τεράστια δοκάρια εμφανίζονταν ξαφνικά από τα τείχη, τα οποία βύθιζαν τα πλοία χρησιμοποιώντας μεγάλα βάρη, ενώ άλλα συντρίβονταν γαντζωμένα από σιδερένια νύχια, ή ράμφη όπως τα ράμφη των γερανών, που τα σήκωναν στον αέρα και στη συνέχεια τα καταβύθιζαν, ή τα γύριζαν γύρω γύρω με τη βοήθεια μηχανής και τα συνέτριβαν στα απόκρημνα βράχια που υπήρχαν κάτω από το τείχος της πόλης, με μεγάλες απώλειες των ανδρών του σκάφους, οι οποίοι έχαναν την ζωή τους. Συχνά, επίσης, ένα πλοίο σηκωνόταν έξω από το νερό, στροβιλίζονταν εδώ και εκεί, δημιουργώντας ένα φοβερό θέαμα, μέχρι το πλήρωμά του πεταχτεί έξω και να διασκορπιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις, πριν το πλοίο πέσει άδειο πάνω στα τείχη, ή να απαγκιστρωθεί από την αρπάγη.

1 σχόλιο:

Σείριος είπε...

Ο όρος «σιδερένιο χέρι» χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν την εποχή του Αρχιμήδη για να περιγράψει έναν γάντζο – αρπάγη.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης περιγράφει την χρήση αρπαγών – γάντζων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου τον -5ο αιώνα, σε μάχες «πλοίου εναντίον πλοίου» [13.16.1, 13.67.2, 13.99.4] οι οποίες έσερναν τα αγκυροβολημένα εχθρικά πλοία στην θάλασσα [13.50.5].

Σε όλες τις περιπτώσεις η εν λόγω αρπάγη αναφέρεται ως «Σιδηρά χείρα».

Ο Θουκυδίδης τις αναφέρει επίσης στην περιγραφή του Πελοποννησιακού Πολέμου, κατά τις ναυμαχίες «πλοίου εναντίον πλοίου» μεταξύ Αθηναίων και Συρακούσιων [7.62.3].

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου