Ένας παπάς, και Κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
- Τι βλέπεις παπά;
- Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψηλός, και βάλε.
- Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
- Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
- Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο;
- Μα… για τις «Προς Κορινθίους» ντε!
- Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
- Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
- Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
- Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
- Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
- …
- Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
- Εμ, λέω κι εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω, μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
- Τι βλέπεις παπά;
- Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψηλός, και βάλε.
- Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
- Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
- Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο;
- Μα… για τις «Προς Κορινθίους» ντε!
- Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
- Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
- Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
- Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
- Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
- …
- Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
- Εμ, λέω κι εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω, μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των Νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί ‘ναι μαγαρισμένες, λέει.
Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε Εβραίοι. Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.
Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες. Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα Ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την Ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της Ελληνικής Ιδέας.
Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των Ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε Εβραιοέλληνες αλλά έμειναν Ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι: «ΓιατΙ τα σπΑσαμε τ’ αγΑλματα των, γιατί τους διΩξαμεν απ’ τους ναοΥς των, διΟλου δεν πΕθαναν γι’ αυτΟ οι θεοΙ».
Καβάφης ειν’ αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται ΙωνικΟν. Δε λέγεται Χερουβικόν. Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη, κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας» Πηγή: Πάρε-Δώσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.