Ο Φαίδων, είναι ένας διάλογος του Φαίδωνα με τον Εχεκράτη, στον οποίο ο πρώτος αφηγείται στο δεύτερο τη συζήτηση που έκανε ο Σωκράτης με τους πιστούς του φίλους μέσα στη φυλακή τη μέρα που ήπιε το κώνειο.
Έπειτα από μια αρχική συζήτηση του Σωκράτη με τους μαθητές του - με αφορμή τη συμβουλή που δίνει ο πρώτος στον σοφιστή Εύηνο να τον ακολουθήσει στον θάνατο αν πιστεύει ότι είναι πραγματικός φιλόσοφος - όπου ο Σωκράτης ισχυρίζεται και προσπαθεί να αποδείξει ότι υπάρχει βαθιά συνάφεια μεταξύ του «ορθώς φιλοσοφείν και του αποθνήσκειν και τεθνάναι», το ζήτημα που τίθεται και πρέπει να αποδειχθεί προκειμένου να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί του είναι, το αν μετά θάνατο η ψυχή εξακολουθεί να υπάρχει ή εξαφανίζεται. Κύριο λοιπόν θέμα του διαλόγου από κει και πέρα είναι η αθανασία της ψυχής.
Στο χωρίο αυτό, ο Κέβης επαναφέρει τη θεωρία της ανάμνησης που για πρώτη φορά είχε παρουσιαστεί στο Μένων. Ενώ όμως στο Μένωνα ο Σωκράτης ξεκινά από μυθικές παραστάσεις και προλογίζει τη θεωρία της ανάμνησης με ένα χωρίο από τον Πίνδαρο, στο Φαίδων ακολουθείται αυστηρά επιστημονική πορεία. Εδώ η ανάμνηση ακολουθεί τους νόμους τους συνειρμού, δηλαδή το νόμο της ομοιότητας, (ένα αντικείμενο μας θυμίζει αυτόν στον οποίο ανήκει), το νόμο της αντίθεσης (ένας ήχος μας φέρνει στο νου μια εικόνα) και το νόμο της συνάφειας (μια εικόνα μας θυμίζει αυτόν που εικονίζεται). Εδώ ο Σωκράτης παρατηρεί ότι, όλοι ακόμα κι αν δεν έχουν πλήρη θεωρητική γνώση περί της ισότητας, οπωσδήποτε έχουν κάποια γνώση που αφορά στην ισότητα και η οποία επιτρέπει την κρίση αν δύο πράγματα είναι ίσα ή όχι και αναρωτιέται πώς έχει αποκτηθεί αυτή η γνώση. Επίσης παρατηρεί ότι δυο αντικείμενα που τη μια στιγμή φαίνονται ίσα την άλλη στιγμή μοιάζουν άνισα. Tέλος επισημαίνει ότι: μολονότι συγκρίνοντας δύο αντικείμενα είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί η παρουσία της ισότητας, αυτά από μόνα τους δεν παρουσιάζουν την ισότητα, οπότε αν από πριν δεν υπάρχει γνώση περί της ισότητας, η παρατήρηση και μόνο αυτών των αντικειμένων δεν θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι ίσα. Συνεπώς αφού μπορούμε να κρίνουμε ότι δύο πράγματα είναι ίσα
α) χωρίς να έχουμε αποκτήσει θεωρητική γνώση περί της ισότητας και
β) τα ίδια τα πράγματα από μόνα τους δεν μας παρουσιάζουν την ισότητα, τότε η γνώση αυτή από κάπου αλλού μας ήρθε και μάλιστα πριν γεννηθούμε (75c4-5).
Η επιχειρηματολογία που ο Σωκράτης χρησιμοποιεί στο Φαίδων εξελίσσεται ως εξής: ο άνθρωπος ήρθε κάποια στιγμή σε γνωσιολογική επαφή με έννοιες όπως η ισότητα, η ομορφιά, η δικαιοσύνη κλπ, αφού αυτή η επαφή δεν έγινε κατά τη διάρκεια της ζωής του, άρα έγινε πριν γεννηθεί. Η γνώση αυτή, στην αρχή της ζωής του παρέμενε λησμονημένη (75d), στη συνέχεια όμως καθώς ερχόταν σε επαφή με τα πράγματα μέσω των αισθήσεων του, τις οποίες είχε απ' την ώρα που γεννήθηκε (75c), ανέκτησε αυτή την λησμονημένη αλλά οικεία γνώση (76a). Η ανάκτηση αυτή κατά το Σωκράτη, είναι αυτό που όλοι ονομάζουν μάθηση. Άρα η μάθηση είναι ανάμνηση. Πριν γεννηθεί όμως ο άνθρωπος, δεν υπήρχε ούτε το σώμα του ούτε οι αισθήσεις του δηλαδή η όραση, η ακοή κλπ με τις οποίες έρχεται σε επαφή και αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τα πράγματα, άρα κάτι άλλο ήταν αυτό που ήρθε σε επαφή με αυτή τη γνώση. Κι αφού δεν είναι το σώμα, είναι λοιπόν η ψυχή. Επομένως οι ψυχές «υπήρχαν και προηγουμένως πριν υπάρξουν σε ανθρώπινη μορφή, χωρισμένες από το σώμα, και είχαν φρόνηση» (76c). Συνεπώς οι ψυχές είναι αθάνατες.
Σύμφωνα με το Πλάτωνα οι αισθήσεις είναι αυτές που φέρνουν τον άνθρωπο σε μια πρώτη επαφή με τα πράγματα και του προσφέρουν μια εμπειρική γνώση, αντίθετα ο νους είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις έννοιες. Αν το σώμα είναι η έδρα των αισθήσεων, τότε η ψυχή είναι η έδρα της νόησης. Αφού λοιπόν οι ιδέες είναι αμετάβλητες (αθάνατες), άρα και η νόηση είναι αμετάβλητη (αθάνατη), επομένως και η έδρα αυτής θα πρέπει να είναι αμετάβλητη, συνεπώς αθάνατη.
Τόσο στο Μένωνα όσο και στο Φαίδωνα, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη θεωρία της ανάμνησης προκειμένου να αποδείξει
α) από πού κατέχουμε τη γνώση των άφθαρτων όντων (ιδεών), την οποία δεν μας προσφέρει η επαφή μας με τα αισθητά και
β) ότι η ψυχή προϋπάρχει και είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με το είναι το ιδεών.
Η ποιοτική ανωτερότητα της ψυχής, σε σύγκριση με το σώμα, και η συγγένεια της με τις ιδέες, αποτελεί και στους δύο διαλόγους (λιγότερο στο Μένωνα περισσότερο στο Φαίδωνα) τη βασική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. Η ψυχή είναι αιώνια και αθάνατη όπως οι ιδέες. Όσο η ψυχή βρίσκεται στην παρούσα ζωή, το σώμα και οι αισθήσεις λειτουργούν ως ένα παραπέτασμα καπνού ανάμεσα σε αυτή και στην αληθινή γνώση. Με τον αποχωρισμό της από το σώμα μπορεί να απολαύσει την αλήθεια των ιδεών.
Στο Μένωνα, η πρόταση του Σωκράτη περιορίζεται στην απόκτηση γνώσης, με σκοπό την προσωπική βελτίωση του καθενός και πιστεύει ότι βασική προϋπόθεση για την κατάκτηση της είναι το να αντιληφθούμε την άγνοιά μας.
Διότι μόνο αυτός που κατανοεί την άγνοιά του είναι έτοιμος να ερευνήσει, να κατανοήσει και να φτάσει στην αληθινή γνώση και κατά συνέπεια στη βελτίωση της ψυχής του. http://fereniki1.pblogs.gr/
Έπειτα από μια αρχική συζήτηση του Σωκράτη με τους μαθητές του - με αφορμή τη συμβουλή που δίνει ο πρώτος στον σοφιστή Εύηνο να τον ακολουθήσει στον θάνατο αν πιστεύει ότι είναι πραγματικός φιλόσοφος - όπου ο Σωκράτης ισχυρίζεται και προσπαθεί να αποδείξει ότι υπάρχει βαθιά συνάφεια μεταξύ του «ορθώς φιλοσοφείν και του αποθνήσκειν και τεθνάναι», το ζήτημα που τίθεται και πρέπει να αποδειχθεί προκειμένου να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί του είναι, το αν μετά θάνατο η ψυχή εξακολουθεί να υπάρχει ή εξαφανίζεται. Κύριο λοιπόν θέμα του διαλόγου από κει και πέρα είναι η αθανασία της ψυχής.
Στο χωρίο αυτό, ο Κέβης επαναφέρει τη θεωρία της ανάμνησης που για πρώτη φορά είχε παρουσιαστεί στο Μένων. Ενώ όμως στο Μένωνα ο Σωκράτης ξεκινά από μυθικές παραστάσεις και προλογίζει τη θεωρία της ανάμνησης με ένα χωρίο από τον Πίνδαρο, στο Φαίδων ακολουθείται αυστηρά επιστημονική πορεία. Εδώ η ανάμνηση ακολουθεί τους νόμους τους συνειρμού, δηλαδή το νόμο της ομοιότητας, (ένα αντικείμενο μας θυμίζει αυτόν στον οποίο ανήκει), το νόμο της αντίθεσης (ένας ήχος μας φέρνει στο νου μια εικόνα) και το νόμο της συνάφειας (μια εικόνα μας θυμίζει αυτόν που εικονίζεται). Εδώ ο Σωκράτης παρατηρεί ότι, όλοι ακόμα κι αν δεν έχουν πλήρη θεωρητική γνώση περί της ισότητας, οπωσδήποτε έχουν κάποια γνώση που αφορά στην ισότητα και η οποία επιτρέπει την κρίση αν δύο πράγματα είναι ίσα ή όχι και αναρωτιέται πώς έχει αποκτηθεί αυτή η γνώση. Επίσης παρατηρεί ότι δυο αντικείμενα που τη μια στιγμή φαίνονται ίσα την άλλη στιγμή μοιάζουν άνισα. Tέλος επισημαίνει ότι: μολονότι συγκρίνοντας δύο αντικείμενα είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί η παρουσία της ισότητας, αυτά από μόνα τους δεν παρουσιάζουν την ισότητα, οπότε αν από πριν δεν υπάρχει γνώση περί της ισότητας, η παρατήρηση και μόνο αυτών των αντικειμένων δεν θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι ίσα. Συνεπώς αφού μπορούμε να κρίνουμε ότι δύο πράγματα είναι ίσα
α) χωρίς να έχουμε αποκτήσει θεωρητική γνώση περί της ισότητας και
β) τα ίδια τα πράγματα από μόνα τους δεν μας παρουσιάζουν την ισότητα, τότε η γνώση αυτή από κάπου αλλού μας ήρθε και μάλιστα πριν γεννηθούμε (75c4-5).
Η επιχειρηματολογία που ο Σωκράτης χρησιμοποιεί στο Φαίδων εξελίσσεται ως εξής: ο άνθρωπος ήρθε κάποια στιγμή σε γνωσιολογική επαφή με έννοιες όπως η ισότητα, η ομορφιά, η δικαιοσύνη κλπ, αφού αυτή η επαφή δεν έγινε κατά τη διάρκεια της ζωής του, άρα έγινε πριν γεννηθεί. Η γνώση αυτή, στην αρχή της ζωής του παρέμενε λησμονημένη (75d), στη συνέχεια όμως καθώς ερχόταν σε επαφή με τα πράγματα μέσω των αισθήσεων του, τις οποίες είχε απ' την ώρα που γεννήθηκε (75c), ανέκτησε αυτή την λησμονημένη αλλά οικεία γνώση (76a). Η ανάκτηση αυτή κατά το Σωκράτη, είναι αυτό που όλοι ονομάζουν μάθηση. Άρα η μάθηση είναι ανάμνηση. Πριν γεννηθεί όμως ο άνθρωπος, δεν υπήρχε ούτε το σώμα του ούτε οι αισθήσεις του δηλαδή η όραση, η ακοή κλπ με τις οποίες έρχεται σε επαφή και αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τα πράγματα, άρα κάτι άλλο ήταν αυτό που ήρθε σε επαφή με αυτή τη γνώση. Κι αφού δεν είναι το σώμα, είναι λοιπόν η ψυχή. Επομένως οι ψυχές «υπήρχαν και προηγουμένως πριν υπάρξουν σε ανθρώπινη μορφή, χωρισμένες από το σώμα, και είχαν φρόνηση» (76c). Συνεπώς οι ψυχές είναι αθάνατες.
Σύμφωνα με το Πλάτωνα οι αισθήσεις είναι αυτές που φέρνουν τον άνθρωπο σε μια πρώτη επαφή με τα πράγματα και του προσφέρουν μια εμπειρική γνώση, αντίθετα ο νους είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις έννοιες. Αν το σώμα είναι η έδρα των αισθήσεων, τότε η ψυχή είναι η έδρα της νόησης. Αφού λοιπόν οι ιδέες είναι αμετάβλητες (αθάνατες), άρα και η νόηση είναι αμετάβλητη (αθάνατη), επομένως και η έδρα αυτής θα πρέπει να είναι αμετάβλητη, συνεπώς αθάνατη.
Τόσο στο Μένωνα όσο και στο Φαίδωνα, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη θεωρία της ανάμνησης προκειμένου να αποδείξει
α) από πού κατέχουμε τη γνώση των άφθαρτων όντων (ιδεών), την οποία δεν μας προσφέρει η επαφή μας με τα αισθητά και
β) ότι η ψυχή προϋπάρχει και είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με το είναι το ιδεών.
Η ποιοτική ανωτερότητα της ψυχής, σε σύγκριση με το σώμα, και η συγγένεια της με τις ιδέες, αποτελεί και στους δύο διαλόγους (λιγότερο στο Μένωνα περισσότερο στο Φαίδωνα) τη βασική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. Η ψυχή είναι αιώνια και αθάνατη όπως οι ιδέες. Όσο η ψυχή βρίσκεται στην παρούσα ζωή, το σώμα και οι αισθήσεις λειτουργούν ως ένα παραπέτασμα καπνού ανάμεσα σε αυτή και στην αληθινή γνώση. Με τον αποχωρισμό της από το σώμα μπορεί να απολαύσει την αλήθεια των ιδεών.
Στο Μένωνα, η πρόταση του Σωκράτη περιορίζεται στην απόκτηση γνώσης, με σκοπό την προσωπική βελτίωση του καθενός και πιστεύει ότι βασική προϋπόθεση για την κατάκτηση της είναι το να αντιληφθούμε την άγνοιά μας.
Διότι μόνο αυτός που κατανοεί την άγνοιά του είναι έτοιμος να ερευνήσει, να κατανοήσει και να φτάσει στην αληθινή γνώση και κατά συνέπεια στη βελτίωση της ψυχής του. http://fereniki1.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.