O
ΕΥΡΥΛΟΧΟΣ ηγεμών της
Λάρισας έστειλε πρεσβεία να σώσει τους δυο διασημότερους Αθηναίους,
τον ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ και τον ΣΩΚΡΑΤΗ, ζητώντας να τους φέρει στην
Θεσσαλία με τις οικογένειές τους. Ούτε ο ένας δέχτηκε, ούτε ο άλλος. Πάλι
δοκίμασε η ΞΑΝΘΙΠΠΗ να γυρίσει το κεφάλι του άνδρα της. Ο Σωκράτης
αποκρίθηκε πως, αφού στρατεύτηκε, δεν γινόταν να λιποτακτήσει.
- «Στείλε τότε τα παιδιά, να σωθούν εκείνα τουλάχιστον. Εγώ θα μείνω κοντά σου».
- «Πώς να δώσω πρώτος εγώ παράδειγμα πανικού; Να γίνω αιτία να χάσουν το θάρρος τους οι συμπολίτες; Το θέλεις;»
Η Ξανθίππη τα πάντα ήθελε, αρκεί να γλύτωναν τα παιδιά της, μα δεν επέμεινε. Αναστέναξε μόνο και ψιθύρισε:
- «Θα μου τα σκοτώσουν...»
- «Όχι, έκανε με πεποίθηση ο φιλόσοφος, κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Το Δαιμόνιο μου το μήνυσε κι αυτό είναι θεϊκό, ξέρει καλύτερα από σένα τα μελλούμενα».
- «Στείλε τότε τα παιδιά, να σωθούν εκείνα τουλάχιστον. Εγώ θα μείνω κοντά σου».
- «Πώς να δώσω πρώτος εγώ παράδειγμα πανικού; Να γίνω αιτία να χάσουν το θάρρος τους οι συμπολίτες; Το θέλεις;»
Η Ξανθίππη τα πάντα ήθελε, αρκεί να γλύτωναν τα παιδιά της, μα δεν επέμεινε. Αναστέναξε μόνο και ψιθύρισε:
- «Θα μου τα σκοτώσουν...»
- «Όχι, έκανε με πεποίθηση ο φιλόσοφος, κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Το Δαιμόνιο μου το μήνυσε κι αυτό είναι θεϊκό, ξέρει καλύτερα από σένα τα μελλούμενα».
Η
άρνηση του Σωκράτη να φύγει εκείνες τις ώρες της απελπισίας, έκανε σπουδαία
εντύπωση. Ένας σεβαστός πολίτης, ο ΓΛΑΥΚΟΝΙΔΗΣ, σηκώθηκε στην Πνύκα και
ζήτησε ν’ ανακηρύξει ο Δήμος τον Σωκράτη όν εξαιρετικό, για το οποίο έπρεπε να
υπερηφανεύονται οι Αθηναίοι.
- «Όταν όλοι μας, είπε, παραλογιστήκαμε και σκοτώσαμε τους καλούς μας ναυάρχους, μόνον ο Σωκράτης είχε το θάρρος ν’ αντισταθεί στην τρέλα μας. Η πανωλεθρία των Αιγός Ποταμών δε θα γινόταν, αν ζούσαν οι νικητές ναύαρχοι στις Αργινούσες. Ο Σωκράτης είναι όν υπερφυσικό. Προτείνω...»
Δεν πρόφτασε ο Γλαυκονίδης να διατυπώσει την πρότασή του. Από μια γωνιά της Πνύκας πετάχτηκε ορθός ο Σωκράτης κι είπε πως αρνείται οποιαδήποτε τιμή, πως δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τους άλλους, και δεν του άξιζε καμία διάκριση. Και η συζήτηση σταμάτησε.
- «Όταν όλοι μας, είπε, παραλογιστήκαμε και σκοτώσαμε τους καλούς μας ναυάρχους, μόνον ο Σωκράτης είχε το θάρρος ν’ αντισταθεί στην τρέλα μας. Η πανωλεθρία των Αιγός Ποταμών δε θα γινόταν, αν ζούσαν οι νικητές ναύαρχοι στις Αργινούσες. Ο Σωκράτης είναι όν υπερφυσικό. Προτείνω...»
Δεν πρόφτασε ο Γλαυκονίδης να διατυπώσει την πρότασή του. Από μια γωνιά της Πνύκας πετάχτηκε ορθός ο Σωκράτης κι είπε πως αρνείται οποιαδήποτε τιμή, πως δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τους άλλους, και δεν του άξιζε καμία διάκριση. Και η συζήτηση σταμάτησε.
Ο
Σωκράτης όταν δεν εκτελούσε υπηρεσία οπλίτη, εξακολουθούσε το
απλό καθημερινό του έργο, να τελειοποιεί τους ανθρώπους, ή δοκίμαζε
να ψυχώνει κανέναν λιγοκαρδισμένο. Και πάντα ήθελε να μιλά γι’ ανώτερα πράγματα
με τους δυο νεαρούς μαθητές του, που τους ακριβαγαπούσε, τον ΠΛΑΤΩΝΑ και
τον ΦΑΙΔΩΝΑ. Μ’ αυτόν τον τελευταίο, που η εξυπνάδα του τον ανέβασε από δούλο
σε φιλόσοφο, αρεσκόταν ο Σωκράτης να συζητεί. Ο Πλάτωνας πάλι δε δίσταζε να
σπαταλά χρήματα για να οικονομά κανένα τρόφιμο να το πάει στην Ξανθίππη,
που τ’ άρπαζε, χωρίς πια να νοιάζεται αν ο άντρας της απόκρουε τα δώρα.
Κάποιο
απόγευμα ο Σωκράτης γύρισε σπίτι του από περίπολο και βρήκε την Ξανθίππη
δακρυσμένη.
- «Τι έχεις;» τη ρώτησε.
- «Τίποτα σπουδαίο, του αποκρίθηκε, μα σήμερα άρχισα να κόβω κλώνους της συκιάς μας, για να κρατήσω τη φωτιά της ΕΣΤΙΑΣ, γιατί θα μας βρει γρουσουζιά άμα σβήσει. Έκοψα τον κλώνο που καθόταν και λαλούσε πουλί, από το θυμό μου, καταλαβαίνεις; Αυτό να τσιμπάει σπόρους στην αυλή μας κι εγώ να μην έχω τίποτα να δώσω στα παιδιά...».
Έγειρε στον ώμο του η Ξανθίππη, για να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα ωχρά μάγουλά της. Αυτή η λεβεντογυναίκα έμοιαζε ξεθεωμένη. Ο Σωκράτης τη συμπόνεσε. Κάτι θέλησε να πει. Πέρασε από το μυαλό του να παινέσει την παλιά τους λιτότητα:
- «Βλέπεις, γυναίκα, της είπε, πόσο δίκιο είχα να μάθουν τα παιδιά μας να ζουν απλά τον καλό καιρό; Τώρα υποφέρουν λιγότερο από τα πλουσιόπαιδα».
Έλαβε όμως αμέσως την απάντηση:
- «Όταν αδυνατίσουν τα πλουσιόπαιδα, που προς το παρόν τρών ακόμη, τα δικά μας θάχουν πεθάνει, Σωκράτη». Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, τόν βοήθησε να βγάλει το θώρακα και τις κνημίδες του.
- «Τι έχεις;» τη ρώτησε.
- «Τίποτα σπουδαίο, του αποκρίθηκε, μα σήμερα άρχισα να κόβω κλώνους της συκιάς μας, για να κρατήσω τη φωτιά της ΕΣΤΙΑΣ, γιατί θα μας βρει γρουσουζιά άμα σβήσει. Έκοψα τον κλώνο που καθόταν και λαλούσε πουλί, από το θυμό μου, καταλαβαίνεις; Αυτό να τσιμπάει σπόρους στην αυλή μας κι εγώ να μην έχω τίποτα να δώσω στα παιδιά...».
Έγειρε στον ώμο του η Ξανθίππη, για να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα ωχρά μάγουλά της. Αυτή η λεβεντογυναίκα έμοιαζε ξεθεωμένη. Ο Σωκράτης τη συμπόνεσε. Κάτι θέλησε να πει. Πέρασε από το μυαλό του να παινέσει την παλιά τους λιτότητα:
- «Βλέπεις, γυναίκα, της είπε, πόσο δίκιο είχα να μάθουν τα παιδιά μας να ζουν απλά τον καλό καιρό; Τώρα υποφέρουν λιγότερο από τα πλουσιόπαιδα».
Έλαβε όμως αμέσως την απάντηση:
- «Όταν αδυνατίσουν τα πλουσιόπαιδα, που προς το παρόν τρών ακόμη, τα δικά μας θάχουν πεθάνει, Σωκράτη». Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, τόν βοήθησε να βγάλει το θώρακα και τις κνημίδες του.
Ρώτησε
ο Φαίδρος το Σωκράτη να μάθει τη γνώμη του για τα γενόμενα:
- «Οι Θεοί, παιδί μου, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, πάντα τιμωρούν την ύβρη. Εμείς προσβάλαμε τ’ ανθρώπινα αισθήματα, σκοτώνοντας άδικα τους ΜΗΛΙΟΥΣ. Έπρεπε η Αθήνα να πληρώσει...».
- «Οι Θεοί, παιδί μου, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, πάντα τιμωρούν την ύβρη. Εμείς προσβάλαμε τ’ ανθρώπινα αισθήματα, σκοτώνοντας άδικα τους ΜΗΛΙΟΥΣ. Έπρεπε η Αθήνα να πληρώσει...».
Η
ανταπόκριση που έβρισκαν στο λαό οι κατηγόριες του Σωκράτη εναντίον της
τυραννίας των Τριάκοντα, ανησύχησε έναν απ’ αυτούς, τον ΧΑΡΙΚΛΗ. Έτρεξε
και ειδοποίησε τον Κριτία, που αμέσως έβγαλε διαταγή και απαγόρευε να γίνονται
διδασκαλίες στην αγορά ή στα γυμναστήρια. Μην μπορώντας να βλάψει κατ’ ευθείαν
το φιλόσοφο και μην έχοντας από πού να τον πιάσει, δοκίμασε με τη νέα διαταγή
να του φιμώσει το στόμα. Αλλά ο φιλόσοφος δεν άλλαξε τον τρόπο του. Έτσι, όπως
συνήθιζε να διαλέγεται, έτσι εξακολουθούσε να μιλά, όπου κι αν βρισκόταν. Μια
μέρα, καταμεσής στην αγορά, τον άκουσε ο ίδιος ο Χαρικλής να λέει τούτα:
- «Εγώ, φίλοι μου, πιστεύω πως, αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα ομολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόμουν ακόμα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή μιας χώρας κι έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθεί από μόνος του».
Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους με τις περιουσίες που δήμευαν. Πάλι πήγε κι ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάσει, είπε:
- «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τέτοιον πλανευτή».
- «Εγώ, φίλοι μου, πιστεύω πως, αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα ομολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόμουν ακόμα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή μιας χώρας κι έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθεί από μόνος του».
Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους με τις περιουσίες που δήμευαν. Πάλι πήγε κι ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάσει, είπε:
- «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τέτοιον πλανευτή».
Μόνος
του έτρεχε ο Σωκράτης από την αγορά στις στοές κι από τις στοές στα
γυμναστήρια, μα κάθε μέρα μιαν απόδειξη έπαιρνε: Πως δε γινόταν πιο αχάριστο
έργο από το να ελέγχει τους Αθηναίους. Η προσπάθειά του ήταν παράλογη σε μιαν
αδιάφορη πόλη, μα ο Σωκράτης ένιωθε πως, όσο κι αν δεν έκαμε τίποτα για το
παρόν, εκτελούσε έργο χρήσιμο μελλοντικά. Ξόδευε τη ζωή του για τους κατοπινούς
ανθρώπους, χωρίς αμοιβή, χωρίς ελπίδα πως η θυσία του θ’ αναγνωριζόταν όσο
ζούσε. Και τριγύριζε καταφρονεμένος εξ αιτίας της αφοσίωσης πού δειχνε σ’ ένα
μεγάλο ιδανικό. Ο ποιητής Εύπολις στην κωμωδία του «ΒΑΠΤΕΣ» έγραψε: «Μισώ τον Σωκράτη, τον αδιάντροπο φτωχό, που σε
όλα ανακατώνεται, ενώ παραμελεί το σπίτι του». Οι Αθηναίοι αντιπάθησαν τον Σωκράτη ακριβώς επειδή
θαύμασαν τη διδαχή του, στάθηκαν όμως ανίκανοι να την ακολουθήσουν και
ξαναγύρισαν στις αδυναμίες τους. Άλλωστε οι Δημοκρατικοί, που διοικούσαν τώρα την πόλη, εχθρεύονταν
τη φιλοσοφία, γιατί
τη θεωρούσαν προνόμιο αριστοκρατικό. Μήπως οι τρεις αρχηγοί των ολιγαρχικών,
Κριτίας, Θηραμένης και Χαρικλής, δεν είχαν γερή φιλοσοφική κατάρτιση;;
Μια
μέρα που βάδιζε ο Σωκράτης κατά την ΠΟΙΚΙΛΗ Στοά ένας φανατικός
δημοκράτης τον πλησίασε και, χωρίς αιτία, του δωσε μια κλωτσιά. Ο φιλόσοφος τον
κοίταξε και, καθώς ο άγνωστος απομακρυνόταν άφωνος, κούνησε το κεφάλι κι
εξακολούθησε το δρόμο του. Ο σοφιστής Αντιφών, που είδε τούτη τη
σκηνή, τον ρώτησε:
- «Έφαγες κλωτσιά και δεν είπες λέξη;»
- «Τι να πω; αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Αν σε κλωτσούσε γαϊδούρι, θα του ανταπόδιδες την κλωτσιά;»
- «Έφαγες κλωτσιά και δεν είπες λέξη;»
- «Τι να πω; αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Αν σε κλωτσούσε γαϊδούρι, θα του ανταπόδιδες την κλωτσιά;»
Ένα
πρωί του Απρίλη το -399, την ώρα που συζητούσε στην αγορά ο Σωκράτης περί επιστήμης
με τον ΘΕΑΙΤΗΤΟ, σπουδαίο μαθηματικό, θεμελιωτή της θεωρίας των
ασυμμέτρων, τον πλησίασε κάποιος νεαρός ποιητής, ΜΕΛΗΤΟΣ τ’ όνομα, με
μαλλιά άγρια, αραιό γενάκι, στραβή μύτη, και μπροστά σε δυο μάρτυρες που
κουβαλούσε μαζί, είπε στον Σωκράτη με την ψιλή φωνή του:
- «Μάθε πως τώρα πηγαίνω στη ΒΑΣΙΛΕΙΟ Στοά να σε καταγγείλω στον Άρχοντα – Βασιλιά πως ασεβείς προς τους Θεούς, εισάγεις νέα δαιμόνια και διαφθείρεις τους νέους. Ζητάω ποινή θανάτου. Σε καλώ μετά τέσσερις μέρες, τέτοια ώρα, να βρεθούμε στον Άρχοντα, για να ορίσει δίκη».
Ο Σωκράτης τον κοίταξε με απορία.
- «Τι λες, Μέλητε; Συ τόσο νέος κατάλαβες κιόλας όσα καταγγέλλεις; Και λες πως το κακό το κάνω με τη θέλησή μου;»
- «Βεβαιότατα. Μα όλα αυτά θα τα πούμε στον Άρχοντα. Μην αμελήσεις να είσαι κεί την ορισμένη ώρα». Είπε κι έφυγε με τους μάρτυρές του. Ο Θεαίτητος σάστισε ν’ ακούσει μια τόσο βαρειά κατηγορία, για τον άνθρωπο που εκτιμούσε στην Αθήνα περισσότερο κι από τους καλύτερους.
- «Μάθε πως τώρα πηγαίνω στη ΒΑΣΙΛΕΙΟ Στοά να σε καταγγείλω στον Άρχοντα – Βασιλιά πως ασεβείς προς τους Θεούς, εισάγεις νέα δαιμόνια και διαφθείρεις τους νέους. Ζητάω ποινή θανάτου. Σε καλώ μετά τέσσερις μέρες, τέτοια ώρα, να βρεθούμε στον Άρχοντα, για να ορίσει δίκη».
Ο Σωκράτης τον κοίταξε με απορία.
- «Τι λες, Μέλητε; Συ τόσο νέος κατάλαβες κιόλας όσα καταγγέλλεις; Και λες πως το κακό το κάνω με τη θέλησή μου;»
- «Βεβαιότατα. Μα όλα αυτά θα τα πούμε στον Άρχοντα. Μην αμελήσεις να είσαι κεί την ορισμένη ώρα». Είπε κι έφυγε με τους μάρτυρές του. Ο Θεαίτητος σάστισε ν’ ακούσει μια τόσο βαρειά κατηγορία, για τον άνθρωπο που εκτιμούσε στην Αθήνα περισσότερο κι από τους καλύτερους.
Την
κατηγορία κατά του Σωκράτη την προσυπέγραφαν άλλοι δύο. Ο ΑΝΥΤΟΣ αρχηγός των δημοκρατικών και ο ΛΥΚΩΝ, αρχηγός των προοδευτικών. Ο Άνυτος χόλιαζε όταν άκουγε τον Σωκράτη
να λέει:
- «Είναι τρέλα να επιτρέπεται στη Δημοκρατία να εκλέγει τους άρχοντές της με κλήρο. Ενώ ποτέ δε θα εμπιστευτείτε την Τύχη να ορίσει τον καπετάνιο ενός πλοίου, ή το γιατρό που θα σας γιατρέψει, εν τούτοις, αφήνεται τον κλήρο να σας βρει τους άρχοντες, που μόνο τα δικά τους λάθη μπορεί να φέρουν καταστροφή».
- «Είναι τρέλα να επιτρέπεται στη Δημοκρατία να εκλέγει τους άρχοντές της με κλήρο. Ενώ ποτέ δε θα εμπιστευτείτε την Τύχη να ορίσει τον καπετάνιο ενός πλοίου, ή το γιατρό που θα σας γιατρέψει, εν τούτοις, αφήνεται τον κλήρο να σας βρει τους άρχοντες, που μόνο τα δικά τους λάθη μπορεί να φέρουν καταστροφή».
Η
δίκη ορίστηκε. Ο Πλάτωνας στην «ΑΠΟΛΟΓΙΑ του Σωκράτη»
περιγράφει με λεπτομέρειες την εξέλιξή της.
Η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο, και οι τελευταίες του ώρες στην φυλακή πριν να πιεί το κώνειο περιγράφονται στον διάλογο του ΠΛΑΤΩΝΑ «Φαίδων».
Ο σπόρος που φύτεψε ο φιλόσοφος μέσα στον κήπο της ΑΘΗΝΑΣ δεν χάθηκε. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία του ΠΛΑΤΩΝΑ και του ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗ και αργότερα διαδόθηκε ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο, και οι τελευταίες του ώρες στην φυλακή πριν να πιεί το κώνειο περιγράφονται στον διάλογο του ΠΛΑΤΩΝΑ «Φαίδων».
Ο σπόρος που φύτεψε ο φιλόσοφος μέσα στον κήπο της ΑΘΗΝΑΣ δεν χάθηκε. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία του ΠΛΑΤΩΝΑ και του ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗ και αργότερα διαδόθηκε ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Περισσότερα: http://www.angelfire.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.