Αποσπάσματα
από το βιβλίο του Γαρδικιώτη Στρατηγού
Αθανάσιου Δ. Νικολοδήμου «Μέρες
Πολέμου». Ο ίδιος, ως Λοχαγός διοικούσε τον 1ο λόχο
του 22ου Συντάγματος Πεζικού της Vης Μεραρχίας Πεζικού και είχε την τιμή να
εισέλθει με το λόχο του πρώτος στο Κιλκίς και να εκδιώξει από εκεί τους
Βουλγάρους που υποχώρησαν άτακτα. Χάρη στην αυτοθυσία αυτή των προγόνων μας η
πατρίδα μας πορεύτηκε στην τροχιά εκπλήρωσης των εθνικών της οραμάτων.
«… Εις άλλον σημείον δεξιώτερα κατάκειται ένας άλλος Ρουμελιώτης,
πελώριος λεβέντης σαν εκείνους του μυθολογικούς Τιτάνας. Θραύσμα εχθρικής οβίδος του κατακερμάτισε
τα στήθη, τα οποία περιεβλήθησαν από φλογισμένον θώρακα. Με το δεξιόν του χέρι
μοι έκαμε νεύμα και επλησίασα.
- Τι
έχεις παλικάρι μου; Θέλεις τίποτε, να σε βοηθήσω;
-Όχι
παππουλάκιμ’ εγώ το λάδι μ’ τελειών’, μοι είπε με φωνήν διακοπτομένην. Μόνον
θέλου να μου πης αν πάμε καλά!
-
Θριαμβεύουμε, παλικάρι μου, δε βλέπεις γύρω σου τι γίνεται, τους ετσακίσαμε
τους δολοφόνους.
-Άι τότε Πααίνω φχαριστημένος, χαλάλι να
‘ναι για την πατρίδα!..
Έσκυψα
και εφίλησα το τιμημένον μέτωπον του μεγάλου αυτού ορσεσίβιου, ο οποίος ίσως
δεν εγνώριζε το αλφάβητον και ο οποίος από το αλληλοφάγωμα αυτό δεν είχε προσωπικώς
να κερδίση τίποτε, απ’ εναντίας συνετρίβη οικονομικώς και άφινεν ίσως οπίσω του
χήραν και ορφανά και δυστυχείς γέρους και όμως απέθνησκεν ευχαριστημένος, ολύμπιος εν τη υπερόχω γαλήνη του,
απέθνησκεν ως αρχαίος Έλλην με τοιούτον ηθικόν κάλλος εις τους λόγους της
τελευταίας του πνοής…».
«…Στρατιώτης του 22ου ετραυματίσθη
εις το βραχίονα.
-
Τυχερός ήσουνα συνάδελφε που πήρες το παράσημο, του λέγει ο παράπλευρός του,
άιντε τράβα τώρα στο χειρουργείο…
- Τι
έκαμε λέει; Με μία τσουγκρανιά να φύγω; το παλιοτόμαρό μου βαστάει ακόμα, έχω
να φάγω και άλλους απ’ αυτούς τους άτιμους που σφάξανε γυναικόπαιδα!
Και
συνέχισε τον αγώνα.
Παίρνει
δεύτερο βόλι και εξακολουθεί να μάχεται και το δεύτερον τραύμα γίνεται τρίτον
και έπειτα συνέχεια… Και όταν πλέον η δυνατή αιμοραγία τον αναγκάζει να πέσει
κάτω, οι τραυματιοφορείς όταν επλησίασαν να τον παραλάβουν επέδεσαν εν όλω επτά
τραύματα! Και παρεπονείτο ο Ρουμελιώτης στρατιώτης διότι δεν του ήτο δυνατόν
πλέον να συνεχίση τον αγώναν του.
- Μωρέ δεν μπορούσε να είχα κι άλλο παλιοτόμαρο,
να βγάλω αυτό το τρυπημένο και να βάλω το καινούριο!».
«… Είδα
τον Λοχαγόν Κυρίμην του 12ου Λόχου του 22ου Συντάγματος,
ένα ρουμελιώτικο λιοντάρι. Σφαίρα του εσακάτεψε το πόδι. Αιμοραγία δυνατή. Τι
με τούτο. Μ’ ένα κόκκινο παλιομάνδηλο έδεσε το πονεμένο πόδι του, εξηυτέλισε το
τραύμα και την αντισηψίαν και εξηκολούθησε την θυελλώδη του επίθεσιν. Με το
πονεμένο πόδι εις την προτροπήν ν’ αποχωρήση πλέον, απήντα στερεοτύπως.
- Ματαίως κοπιάζετε, ο Κυρίμης δεν φεύγει αν δεν
πέση το Κιλκίς.
Και εις
τας 21, μετά τριήμερον γιγαντομαχίαν, του Κυρίμη ο Λόχος εισήρχετο πρώτος εις
το Κιλκίς και μόνον τότε γεμάτος γαλήνην απεχώρει ο Ρουμελιώτης Λοχαγός εις την
Θεσσαλονίκην, δια να επανέλθη πριν επουλωθή το τραύμα του».
Ο
Ευθυμίου Δ. Ηλίας θυμάται και εξιστορεί: «Ο πατέρας μου Μίμης πολέμησε στη μάχη
του Λαχανά και μολόγαγε ότι τα πτώματα των Βουλγάρων που έπεσαν στο πεδίο της
μάχης ήταν τόσα πολλά, ώστε σχημάτιζαν στρώματα ολόκληρα και οι στρατιώτες μας
δυσκολεύονταν να περπατήσουν! Αναγκάζονταν πολλές φορές να καθίσουν πάνω τους
για να ξεκουραστούν!».
Ο
αγροφύλακας Κορέλης Γεώργιος άκουσε και διηγείται την εξής ιστορία:
«Ο Μητσάκης Βασίλειος πολέμησε στη μάχη του
Λαχανά εφόπλου λόγχης για τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Ύστερα αναγκάστηκαν να κοιμηθούν από την
κούραση πάνω στα πτώματα των εχθρών, που ήταν κατάσπαρτα σε μεγάλη έκταση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.