Οι
χριστιανοί στη ζωή και στα δώρα της αντίταξαν το θάνατο και τη θυσία. Στον
κόσμο των αισθήσεων και των χειροπιαστών πραγμάτων αντιπρότειναν το χάος της
φαντασίας και τους υποθετικούς λόγους.
Στην
υγεία επρόβαλλαν την αδυναμία και την αρρώστεια. Στα δρώμενα των Ευαγγελίων
πρωταγωνιστές είναι οι χωλοί και οι τυφλοί, οι σεληνιακοί και οι παράλυτοι, οι
μουγγοί οι λεπροί, οι δαιμονόβλαβοι και οι πεθαμένοι.
Τυφλοί
αναβλέπουσι καί χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί
εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται, λέει ο Λουκάς.
Στον
πλούτο αντίταξαν τη φτώχεια. Την αδερφή και τη νύμφη του άγιου Φραγκίσκου. Η
καμήλα της ερήμου δεν περνάει την τρύπα της βελόνας, είπανε.
Στην τιμή και τη δόξα απάντησαν με την ασημότητα και την ταπεινοφροσύνη. Οι έσχατοι θα γίνουνε πρώτοι, είπανε. Και οι λιβρέες των υπηρετών πορφύρες και στέμματα. Χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
Στην τιμή και τη δόξα απάντησαν με την ασημότητα και την ταπεινοφροσύνη. Οι έσχατοι θα γίνουνε πρώτοι, είπανε. Και οι λιβρέες των υπηρετών πορφύρες και στέμματα. Χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
Στην
περηφάνεια και στο φιλότιμο προβάλλανε τον εξευτελισμό και το ντρόπιασμα.
Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς, είπανε.
Στη
χάρη του στόματος και στη νοστιμιά της τροφής απάντησαν με τη νηστεία και τις
σαρακοστές.
Στη
μέριμνα και στην πρόνοια του φρόνιμου, στην ευθύνη της πολιτείας για το αύριο
που απαιτεί, στη σοφή δηλαδή προμήθεια του Προμηθέα, αποκρίθηκαν με τις φωνές
των πουλιών και τα σινιάλα των δέντρων. Για ιδέστε τα πετεινό του ουρανού,
είπανε. Ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν. Και νύχτα μέρα κελαηδούν.
Στην
εμορφιά των αισθημάτων και στην ηδονή της ζωής απάντησαν με την τύψη της
σάρκας, και τη σπίλωση της σωματικής έκφρασης. Κατασυκοφάντησαν το άνθος της
νεότητας. Εγέννησαν από την παρθενία και την αγνότητα τη νεύρωση. Και τα
τρυφερά αισθήματα των σωμάτων τα πέταξαν βορά στα συμπόσια των διαβόλων και
στον ανεμορούφουλα του δεύτερου κύκλου της Κόλασης.
Στη δύναμη
αποκρίθηκαν με την παραίτηση. Το «ευχαριστώ» των αδύνατων το κάμανε θήκη στο
σπαθί του ραπίσματος των δυνατών. Ωσάν σε κολαφίσουν στο μάγουλο, είπανε, να
τους φιλήσεις το χέρι. Μακάριοι οι πραείς.
Στη
χαρά και στη λάμψη του κόσμου, στο μεθύσι της άνοιξης και την ηρωική λευκότη
του χιονιού απάντησαν με την κατήφεια και τα μαύρα της χηρείας. Μακάριοι οι
πενθούντες, είπανε.
Στην
αρετή και την καταλύτρα δύναμη της γνώσης απάντησαν με την αμάθεια και τα
σκοτάδια. Εκήρυξαν
γενική απεργία του νου δια παντός. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, είπανε. Και φέρανε το Μεσαίωνα
που για πολλούς ξαναγύρισε τον κόσμο στο σπηλαιάνθρωπο της Τανζανίας και της
Ιάβας. Και το χειρότερο ήρθε η Ιερή Εξέταση και στήθηκε φράγμα πύρας και ύψωμα
σκότους απέναντι στην ανθρωπιά και το φως των Τζορντάνο Μπρούνο και των
Γαλιλαίων.
Τέλος
την πείνα και τη δίψα τη βαφτίσανε λαχτάρα μιας δικαιοσύνης άφαντης, και
χορτασμό των πεινασμένων με ομίχλη και όνειρο. Μακάριοι οι πεινώντες και
διψώντες την δικαιοσύνην, είπανε.
Δακάνια
δηλαδή και στρατηγήματα. Γιατί πείνα και δίψα πρώτα σημαίνει στομάχι και στόμα.
Και ύστερα όλα τα άλλα. Κανείς δεν
είδε να ρητορεύουν στην Αγορά και να δικάζουν στο Πραιτώριο άνθρωποι με κεφάλια
κομμένα.
Δάσκαλοι
οι έλληνες με τη στενή έννοια του σχολαστικού και του φτωχολόγου δεν υπήρξαν.
Ποτέ δε συμβούλεψαν καθώς οι μεμψίμοιρες γριές. Ούτε κατέβηκαν στους ανθρώπους
σαν εντολοδόχοι του νόμου και κανόναρχοι βλοσυροί, για να το παίξουν πανάκειες
και αυθεντίες της γης.
Καλλιτέχνες
προσεχτικά ατημέλητοι, νυχτακουστές και αστροθεάμονες, φωτολόγοι, συζητητές
αυτοσχέδιοι στον ιερό δρόμο για την Ελευσίνα, αθλητές εφήμεροι, ισόβιοι
ερωτομανείς και φιλέρωτες. Αυτοί
υπήρξαν στην βάση τους οι έλληνες. Θυσίαζαν στην εμορφιά, όπως θυσιάζουν τα λουλούδια στον ήλιο.
Θέλω να ειπώ πως ζαλίζουν τον αγέρα με τα χρώματα και τις μυρωδιές, και την
άλλη μέρα μαραίνουνται.
Οι
έλληνες ήσαν άσωτοι στην πενία τους, θρυμματικοί στην εμμονή τους, και
χαρούμενα μελαγχολικοί. Τους βρίσκουμε να προτιμούν τη φιλόκαλη σπατάλη του
σήμερα από την εξοικονόμηση του υστερόβουλου αύριο. Κι εδώ διαφέρουν από τους εβραίους και τους άλλους ανατολίτες
των θρησκειών και των δογμάτων.
Η
αλυσίδα που κόπηκε με τελευταίο κρίκο τα Φυσικά του Αριστοτέλη, ξαναδέθηκε με
πρώτο κρίκο Philosophiae naturalis principia mathematica του Νεύτωνα.
Στο
μακρόσυρτο αναμεταξύ η φιλοσοφία εφόρεσε τα φαιά. Εντύθηκε τους λερωμένους
τρίβωνες, τα ράσα, τα πολυτρίχια και τις καλύπτρες. Έγινε δμωή, θεραπαινίδα, αύρα και
κλησάρισσα, αλλά ποτέ πια εκκλησιάζουσα. Ancilla theologiae, όπως την είπαν
τυπικά. Και εμόνασε στις μονές μόνη. Κλεισμένη σε κελλιά καλύβες και κελλάρια
κλειστά.
"Πολυχρόνιο
- Στοά και Ρώμη" Δημήτρης Λιαντίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.