Του Μ.
Καλόπουλου
Ο
Κοραής, υπήρξε σφοδρός επικριτής της θρησκευτικής υποκρισίας,
αλλά και τολμηρότατος αποκαλυπτής κάθε θεουργίας και έντεχνης θεοκαπηλίας.
Είχε παιδιόθεν, πράγματι, μια βαθύτατη θεολογική παιδεία και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συχνά στα κείμενα του, εκφράζεται ακριβώς όπως ένας τυπικός… αλλά βαθυστόχαστος χριστιανός.
Ο όποιος χριστιανισμός του όμως, δεν φαίνεται ποτέ να θόλωσε ή να παρέκαμψε τον ξεκάθαρο ορθολογισμό του.
Οι θρησκευτικές απεραντολογίες, οι αγιοπατερικές αλχημείες και οι ετσιθελικοί δογματισμοί, η ουρανόσταλτη ηθική, οι ανατολίτικες μεταθανατολογίες, οι αρχαιοεβραϊκές προφητείες και άλλες τέτοιες θεολογικές και μυστηριακές θολούρες, ποτέ δεν υποκατέστησαν τις ξεκάθαρες ελληνικές αρετές του Κοραή! Ο ορθός λόγος, η ιστορική ανάλυση και η επιστημονική κριτική, ήταν για τον Κοραή αξίες αδιαπραγμάτευτες.
Είχε παιδιόθεν, πράγματι, μια βαθύτατη θεολογική παιδεία και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συχνά στα κείμενα του, εκφράζεται ακριβώς όπως ένας τυπικός… αλλά βαθυστόχαστος χριστιανός.
Ο όποιος χριστιανισμός του όμως, δεν φαίνεται ποτέ να θόλωσε ή να παρέκαμψε τον ξεκάθαρο ορθολογισμό του.
Οι θρησκευτικές απεραντολογίες, οι αγιοπατερικές αλχημείες και οι ετσιθελικοί δογματισμοί, η ουρανόσταλτη ηθική, οι ανατολίτικες μεταθανατολογίες, οι αρχαιοεβραϊκές προφητείες και άλλες τέτοιες θεολογικές και μυστηριακές θολούρες, ποτέ δεν υποκατέστησαν τις ξεκάθαρες ελληνικές αρετές του Κοραή! Ο ορθός λόγος, η ιστορική ανάλυση και η επιστημονική κριτική, ήταν για τον Κοραή αξίες αδιαπραγμάτευτες.
Για
τους κατ’ όνομα θεοφοβούμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και για την
αισχρή διαχρονική συνέργια της εκκλησίας μαζί τους, γράφει
ο θαυμάσιος Κοραής: «Χριστιανοί έγιναν, για να φυλάξουν της εξουσίας το
βλάσφημον όνομα, Αυτοκράτωρ.
Ιδιοποιήθηκαν λοιπόν την εξουσία (δια) να τρέφονται απ’ τους ιδρώτες του λαού, χωρίς να σέβονται πλέον ούτε κτήματα, ούτε τιμή, μήτ’ αυτήν των υπηκόων την ζωή… Τόση καταδυνάστευση, φυσικά, (θα) έπρεπε να κινεί σε γογγυσμούς και κάποτε να διεγείρει και τον καταθλιβόμενο λαό σε εξεγέρσεις. Ευρέθη (όμως) και εις τούτο θεραπεία, η καθ’ υποκρισίαν ευλάβεια εις τα θεία και ακολούθως, η προς τους υπηρέτες των θείων (ιερείς) καταφυγή.
Και πολλούς των ιερωμένων, βλέπουμε να φορολογούν τον λαό, με την πρόφαση της εξάλειψης πάσας αδικίας, με τις προς τον θεόν πρεσβείες τους.
Ανήγειραν λοιπόν, από του αναστενάζοντος λαού τους ιδρώτες, μεγαλοπρεπέστατους ναούς… και μετέβαλαν τους ταπεινούς ευκτηρίους οίκους, σε πολυτελέστατα πολυπληθή ιερά.
Κατεστόλισαν τους ιερουργούντας τα μυστήρια, με χρυσοΰφαντα και ποικιλτά ενδύματα, πολυτελέστερα της στολής του Ααρών, μ’ όλον ότι, η θρησκεία έπαυσε να είναι πλέον κατά την τάξιν Ααρών.
Τους κατεπλούτισαν με σατραπικά εισοδήματα και τους εκραταίωσαν υπέρ τους σατράπας, συγχώρησαν δε εις αυτούς, τέτοια μερίδα εξουσίας, που με τον καιρόν έμελλε τόσο ν’ αυξηθεί, ώστε να κατασταθεί φοβερά και εις αυτούς ακόμα τους βασιλείς.
Δεν ηρκέσθησαν δε εις τούτο, αλλ’ έκτισαν και φρούρια, ονομάσαντες αυτά Μοναστήρια και τα επροίκισαν από τα κοινά των πολιτών κτήματα, δια να κατοικούν σ’ αυτά όχι στρατιώτες φύλακες της κοινής ελευθερίας, ή εργάτες αναγκαίοι εις την προκοπήν της βιομηχανίας, αλλ’ άνθρωποι αργοί, επαγγελόμενοι άρνησιν του κόσμου, οι οποίοι άλλην αμοιβή δεν έμελλε να δώσουν στον εργαζόμενο γι’ αυτούς ταλαίπωρο λαό, παρά να κολακεύουν τους τυράννους του και να συμμερίζονται την βία και τον δόλο των τυράννων κατά του λαού και να κυβερνούν και αυτοί… αναγκαστικώς και αισχροκερδώς, ως κοσμικοί τύραννοι, τον λαόν…»
Ιδιοποιήθηκαν λοιπόν την εξουσία (δια) να τρέφονται απ’ τους ιδρώτες του λαού, χωρίς να σέβονται πλέον ούτε κτήματα, ούτε τιμή, μήτ’ αυτήν των υπηκόων την ζωή… Τόση καταδυνάστευση, φυσικά, (θα) έπρεπε να κινεί σε γογγυσμούς και κάποτε να διεγείρει και τον καταθλιβόμενο λαό σε εξεγέρσεις. Ευρέθη (όμως) και εις τούτο θεραπεία, η καθ’ υποκρισίαν ευλάβεια εις τα θεία και ακολούθως, η προς τους υπηρέτες των θείων (ιερείς) καταφυγή.
Και πολλούς των ιερωμένων, βλέπουμε να φορολογούν τον λαό, με την πρόφαση της εξάλειψης πάσας αδικίας, με τις προς τον θεόν πρεσβείες τους.
Ανήγειραν λοιπόν, από του αναστενάζοντος λαού τους ιδρώτες, μεγαλοπρεπέστατους ναούς… και μετέβαλαν τους ταπεινούς ευκτηρίους οίκους, σε πολυτελέστατα πολυπληθή ιερά.
Κατεστόλισαν τους ιερουργούντας τα μυστήρια, με χρυσοΰφαντα και ποικιλτά ενδύματα, πολυτελέστερα της στολής του Ααρών, μ’ όλον ότι, η θρησκεία έπαυσε να είναι πλέον κατά την τάξιν Ααρών.
Τους κατεπλούτισαν με σατραπικά εισοδήματα και τους εκραταίωσαν υπέρ τους σατράπας, συγχώρησαν δε εις αυτούς, τέτοια μερίδα εξουσίας, που με τον καιρόν έμελλε τόσο ν’ αυξηθεί, ώστε να κατασταθεί φοβερά και εις αυτούς ακόμα τους βασιλείς.
Δεν ηρκέσθησαν δε εις τούτο, αλλ’ έκτισαν και φρούρια, ονομάσαντες αυτά Μοναστήρια και τα επροίκισαν από τα κοινά των πολιτών κτήματα, δια να κατοικούν σ’ αυτά όχι στρατιώτες φύλακες της κοινής ελευθερίας, ή εργάτες αναγκαίοι εις την προκοπήν της βιομηχανίας, αλλ’ άνθρωποι αργοί, επαγγελόμενοι άρνησιν του κόσμου, οι οποίοι άλλην αμοιβή δεν έμελλε να δώσουν στον εργαζόμενο γι’ αυτούς ταλαίπωρο λαό, παρά να κολακεύουν τους τυράννους του και να συμμερίζονται την βία και τον δόλο των τυράννων κατά του λαού και να κυβερνούν και αυτοί… αναγκαστικώς και αισχροκερδώς, ως κοσμικοί τύραννοι, τον λαόν…»
Για όλα
τα ανωτέρω, αλλά και για την σκανδαλώδη αγαμία του κλήρου, ακάθεκτος καταλήγει
ο Κοραής: «η
τοιαύτη δε δίψα (πλουτισμού) γίνεται έτι φλογεροτέρα όταν (οι κληρικοί)
επαγγέλλονται την αγαμία… Όστις έχει τέκνα και γυναίκα, μετριάζει τα
πάθη… αλλ’ ο άγαμος (ιερέας) οπλισμένος με χρυσάφι και εξουσία, σπουδάζει ν’
απολαύσει κατακόρως όλες του χρυσού και της εξουσίας τις ηδονές… Τέτοια
ψυχική διάθεση, έχει φυσικά σύντροφο την βία και επειδή η βία, όσον
κραταιά και αν είναι, απαντά πολλάκις απροσδόκητα εμπόδια, αναγκάζεται (ο
ιερέας) να
προσλάβει σύμμαχον αυτής τον δόλο και την υποκρισία και τότε γίνεται
αληθής λύκος, ενδεδυμένος
δέρμα προβάτου και όχι ιερεύς στολισμένος δικαιοσύνη.
Από τέτοια δε ελεεινή μεταμόρφωση, εγεννήθησαν πολλές (ψευδείς) ιεροπραξίες… επλάσθησαν πολλά λείψανα μαρτύρων και θαύματα ετολμήθησαν άγνωστα… και το χειρότερο, αμελήθη παντάπασιν η παιδεία του λαού. Εις ανθρώπους, οι οποίοι έκαμαν πορισμόν την ευσέβειαν (βιοποριστικό επάγγελμα) και την εκκλησία μετέβαλαν εις μεταπράτου εργαστήριον, δεν εσύμφερε πλέον λαός φωτισμένος».
Άτακτα Προλεγόμενα Γ΄ τόμου.
Από τέτοια δε ελεεινή μεταμόρφωση, εγεννήθησαν πολλές (ψευδείς) ιεροπραξίες… επλάσθησαν πολλά λείψανα μαρτύρων και θαύματα ετολμήθησαν άγνωστα… και το χειρότερο, αμελήθη παντάπασιν η παιδεία του λαού. Εις ανθρώπους, οι οποίοι έκαμαν πορισμόν την ευσέβειαν (βιοποριστικό επάγγελμα) και την εκκλησία μετέβαλαν εις μεταπράτου εργαστήριον, δεν εσύμφερε πλέον λαός φωτισμένος».
Άτακτα Προλεγόμενα Γ΄ τόμου.
Το θέμα
που θίγει ο Κοραής είναι τεράστιο! Οι ιερείς θα έπρεπε να έχουν
ξεχωριστό βιοποριστικό επάγγελμα και να ασκούν δωρεάν το λειτούργημα του
ιερέως!
Αυτό θα ήταν και ένα καλό μέτρο εξακρίβωσης αγνών προθέσεων.
Η δικαιολογία ότι δεν θα μπορούσε ένας ιερέας να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ενοριτών του είναι πλασματική, αφού θα μπορούσαν στην ίδια περιοχή να υπάρχουν πολλοί τέτοιοι εθελοντές ιερείς.
Το επαγγελματικό ιερατείο, είναι δόλια συντεχνία που λυμαίνεται την λαϊκή ευσέβεια.
Εξελίχθηκε δε σε κοινωνική μάστιγα και πραγματική λυκοφιλία, γιατί αυτοί οι ερωτευμένοι με τα πρόβατα λύκοι, έχουν κάθε λόγο να προωθούν την θεοκρατία και να πουλάνε κοινωνική γοητεία, τυλίγοντάς την σε υπέροχα μεταθανάτια οράματα!
Αυτό θα ήταν και ένα καλό μέτρο εξακρίβωσης αγνών προθέσεων.
Η δικαιολογία ότι δεν θα μπορούσε ένας ιερέας να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ενοριτών του είναι πλασματική, αφού θα μπορούσαν στην ίδια περιοχή να υπάρχουν πολλοί τέτοιοι εθελοντές ιερείς.
Το επαγγελματικό ιερατείο, είναι δόλια συντεχνία που λυμαίνεται την λαϊκή ευσέβεια.
Εξελίχθηκε δε σε κοινωνική μάστιγα και πραγματική λυκοφιλία, γιατί αυτοί οι ερωτευμένοι με τα πρόβατα λύκοι, έχουν κάθε λόγο να προωθούν την θεοκρατία και να πουλάνε κοινωνική γοητεία, τυλίγοντάς την σε υπέροχα μεταθανάτια οράματα!
Ο
Κοραής δεν μασούσε τα λόγια του, οι λυκοφιλίες ήταν ύποπτες!
Οι «λύκοι με ένδυμα πρόβατου» που κατασπάραζαν τον Ελληνισμό, φορούσαν το πρόσχημα του σωτήρα… την ‘‘προβιά’‘ (εδώ άμφια) του κληρικού και του μοναχού!
Οι «λύκοι με ένδυμα πρόβατου» που κατασπάραζαν τον Ελληνισμό, φορούσαν το πρόσχημα του σωτήρα… την ‘‘προβιά’‘ (εδώ άμφια) του κληρικού και του μοναχού!
Στην
«ιστορία Ιωνίων Νήσων» έγραφε ο Γ. Μαυρογιάννης: «Οι μεγαλύτεροι εχθροί της ελευθερίας των Ελλήνων δεν είναι οι
Τούρκοι αλλά οι
Έλληνες λαϊκοί και κληρικοί του Φαναρίου».
«Οι εκατό χιλιάδες ρασοφόροι της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, ήταν ο καλύτερος σουλτανικός στρατός, που ασκούσε την φοβερότερη τρομοκρατία στους ραγιάδες, διατηρώντας και μακραίνοντας την σκλαβιά εκμεταλλευόμενοι την θρησκοληψία, την αμάθεια και την (κακοποιημένη) θεοσέβεια ενός τόσο τυραννισμένου λαού».
«Οι εκατό χιλιάδες ρασοφόροι της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, ήταν ο καλύτερος σουλτανικός στρατός, που ασκούσε την φοβερότερη τρομοκρατία στους ραγιάδες, διατηρώντας και μακραίνοντας την σκλαβιά εκμεταλλευόμενοι την θρησκοληψία, την αμάθεια και την (κακοποιημένη) θεοσέβεια ενός τόσο τυραννισμένου λαού».
Ο
Κοραής γράφει για μια ολόκληρη στρατιά καλογέρων: «ο ενθουσιασμός της μοναχικής ζωής εξήφθη
και εις την Ανατολήν και εις την Δύσην εις αληθή μανία ώστε από τους
αναρίθμητους μοναχούς, ως μαρτυρεί η ιστορία, ήτο δυνατόν να στρατολογηθώσιν
ολόκληρα πολεμικά τάγματα, με ανεπαίσθητον ελάττωσιν του αριθμού» Προλεγόμενα προς
Τιμόθεον και Τίτον.
Ο
βιογράφος του Κοραή Θερινός γράφει: «οι
ιεροί αυτοί δάσκαλοι (καλόγεροι και μεγαλο-κληρικοί) έθιζαν τους χριστιανούς
στην ελπίδα της θειας πρόνοιας και (προέτρεπαν) μόνο εξ αυτής να
προσδοκούν την γιατρειά των συμφορών, να υπομένουν τις συμφορές
αγογγύστως και να την επικαλούνται μετά δακρύων… σε όλα οι χριστιανοί
να δέχονται την ειμαρμένη (μοίρα) και να υποκλίνονται προς την κρατούσα
τάξη»!
Ποιόν ελληνισμό λοιπόν και ποια γλώσσα, μπορεί να διέσωσαν αυτοί… οι κολασμένοι ζήτουλες του παραδείσου… οι προβατόγλωσσοι αυτοί προδότες;
Ποιόν ελληνισμό λοιπόν και ποια γλώσσα, μπορεί να διέσωσαν αυτοί… οι κολασμένοι ζήτουλες του παραδείσου… οι προβατόγλωσσοι αυτοί προδότες;
Ο
Απόστολος Παπαγιαννόπουλος γράφει: «τα
μοναστήρια είχαν κατακλυσθεί από καλόγερους, που μέσα σ’ ένα περιβάλλον
ασφάλειας και σιγουριάς, με τον επιούσιο απόλυτα εξασφαλισμένο,
ζητούσαν νυχθημερόν με προσευχές την εξ ουρανού σωτηρία, όχι της πατρίδας τους, αλλά του εαυτού τους».
Στην συνέχεια παρουσιάζει τις τότε οδηγίες προς τους ησυχάζοντες μοναχούς: «κάτσε στο κελί σου όλη την εβδομάδα και μόνο το Σάββατο βγες για τις απαραίτητες δουλειές σου. Προσκύνα λίγες μετάνοιες ή διάβαζε κάτι απ’ το ψαλτήρι και ξανακάτσε στο εργόχειρό σου… μετά φάγε, σήκω, ευχαρίστησε τον θεό και ησύχαζε λέγοντας, Κύριε ελέησον… μετά ψάλλε το απόδειπνο κάνε προσκυνήματα και… κοιμήσου».
«Ρωσσαγγλογάλλος» σελ, 62.
Στην συνέχεια παρουσιάζει τις τότε οδηγίες προς τους ησυχάζοντες μοναχούς: «κάτσε στο κελί σου όλη την εβδομάδα και μόνο το Σάββατο βγες για τις απαραίτητες δουλειές σου. Προσκύνα λίγες μετάνοιες ή διάβαζε κάτι απ’ το ψαλτήρι και ξανακάτσε στο εργόχειρό σου… μετά φάγε, σήκω, ευχαρίστησε τον θεό και ησύχαζε λέγοντας, Κύριε ελέησον… μετά ψάλλε το απόδειπνο κάνε προσκυνήματα και… κοιμήσου».
«Ρωσσαγγλογάλλος» σελ, 62.
Στο
έργο του Βυζαντινός πολιτισμός ο Δ. Έσσαλιγκ γράφει
για τους θρησκευόμενους: «Τίποτε
άλλο δεν θα μπορούσε να τους ξυπνήσει απ’ την διανοητική τους αποχαύνωση, εκτός
αν θεωρούσαν κάτι (δίκαια ή άδικα) προσβλητικό για την θρησκεία
τους».
Διαφθορεία ψυχών και σπήλαια οκνηρίας, ήταν λοιπόν αυτά τα μοναστήρια, στα μάτια του Κοραή, που δεν δίστασε να τα ονομάσει: «εργαστήρια μεταπρατών» της εμπορεύσιμης σωτηρίας!
Τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια, ήταν επισήμως θεολογικά εργαστήρια παραγωγής πνευματικής αποχαύνωσης αλλά και θεϊκής ηδονής: «οι ησυχάζοντες (μοναχοί) προσευχόμενοι αθορύβως, αγαλλίασιν τε τινά και άρρητον ηδονήν και θείαν επιδέχονται εν τη ψυχή και φως ορώσι τοις σωματικοίς οφθαλμοίς αστράπτον περί αυτούς».
Ιωανν. Καντακουζηνός 1.544.
Διαφθορεία ψυχών και σπήλαια οκνηρίας, ήταν λοιπόν αυτά τα μοναστήρια, στα μάτια του Κοραή, που δεν δίστασε να τα ονομάσει: «εργαστήρια μεταπρατών» της εμπορεύσιμης σωτηρίας!
Τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια, ήταν επισήμως θεολογικά εργαστήρια παραγωγής πνευματικής αποχαύνωσης αλλά και θεϊκής ηδονής: «οι ησυχάζοντες (μοναχοί) προσευχόμενοι αθορύβως, αγαλλίασιν τε τινά και άρρητον ηδονήν και θείαν επιδέχονται εν τη ψυχή και φως ορώσι τοις σωματικοίς οφθαλμοίς αστράπτον περί αυτούς».
Ιωανν. Καντακουζηνός 1.544.
Γνωρίζατε
ότι η θεολογία ηδονίζει; Ναι,
είναι πλέον και επιστημονικά αποδεκτό, ότι με την αέναη επανάληψη ύμνων
και ευχών, η πνευματική χαλάρωση που επιτυγχάνεται, είναι ανάλογη των
ηδονιστικών ουσιών!
Η απόλυτη και πολυποίκιλη ψευδαίσθηση (που παρέχει αφειδώς κάθε θρησκεία) σε συνδυασμό με την καθημερινή επικοινωνία, απευθείας με το υπέρτατο Ον, προκαλεί αισθήματα άκρατης εφορίας, ανάλογα με αυτά που προκαλούν οι χημικές ηδονιστικές ουσίες.
Στο λυκόφως της παρατεταμένης νύστας, αν προσθέσετε τις νανουριστικές ψαλμωδίες και τις πιθανές παραισθήσεις απ’ τα εθιστικά παραισθησιογόνα θυμιάματα, τότε καταλαβαίνετε ότι στον κόσμο των ησυχαστών, υπάρχει πράγματι μια παράξενη θεϊκή ηδονή, που δένει πολλούς από τους ομφαλοσκόπους αυτούς με τις ηδονές του μοναχισμού!
Το μόνο που δεν μας αποκαλύπτουν είναι, αν βλέπουν το θεϊκό φως να περιβάλει το τεμπέλικο κορμί τους, πριν, ή μετά τον μακάριο ύπνο τους!
Η απόλυτη και πολυποίκιλη ψευδαίσθηση (που παρέχει αφειδώς κάθε θρησκεία) σε συνδυασμό με την καθημερινή επικοινωνία, απευθείας με το υπέρτατο Ον, προκαλεί αισθήματα άκρατης εφορίας, ανάλογα με αυτά που προκαλούν οι χημικές ηδονιστικές ουσίες.
Στο λυκόφως της παρατεταμένης νύστας, αν προσθέσετε τις νανουριστικές ψαλμωδίες και τις πιθανές παραισθήσεις απ’ τα εθιστικά παραισθησιογόνα θυμιάματα, τότε καταλαβαίνετε ότι στον κόσμο των ησυχαστών, υπάρχει πράγματι μια παράξενη θεϊκή ηδονή, που δένει πολλούς από τους ομφαλοσκόπους αυτούς με τις ηδονές του μοναχισμού!
Το μόνο που δεν μας αποκαλύπτουν είναι, αν βλέπουν το θεϊκό φως να περιβάλει το τεμπέλικο κορμί τους, πριν, ή μετά τον μακάριο ύπνο τους!
Το 14ο
αιώνα, ένας Έλληνας αποστάτης μοναχός,με το καθαρόαιμο εβραϊκό όνομα Βαρλαάμ, από
την Καλαβρία της Ιταλίας, αφού απηύδησε απ’ την αθλιότητα της μοναστικής ζωής,
κατέληξε να διευθύνει σχολή φιλοσοφίας στην Θεσσαλονίκη!
Όταν έμαθε ότι οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, αυτοσυγκεντρώνονται κοιτώντας τον αφαλό τους, για να δουν το θεϊκό φως να βγαίνει απ’ το κορμί τους, εξοργισμένος τους αποκάλεσε «Ευχίτες», «Μασσαλιανούς απατεώνες», «Ομφαλόψυχους» και «Ομφαλοσκόπους»!
Με το πρόσχημα λοιπόν, της σωτηρίας, εαυτών και αλλήλων, τα ρασοφορεμένα ρεμάλια, συναγωνιζόταν στην παραγωγή θεολογικής αποβλάκωσης, απομυζώντας εντέχνως τους μόχθους και το ταπεινό υστέρημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Όλα δείχνουν ότι, (σε αντίθεση με πολλούς σήμερα), ο Κοραής έβλεπε καθαρά, ποιός είναι τι και με τους κεραυνούς της κριτικής του, ήθελε να δείξει στις ξεσαλωμένες ορδές των θεολόγων, ότι πρέπει να παραμερίσουν, ή να τεθούν στην υπηρεσία του έθνους και της παιδείας και όχι το αντίθετο. Για τον οξυδερκή Κοραή, οι θεοκάπηλες μεγαλοστομίες και η ακατάσχετη αγιολογία, δεν αποτελούσαν, ικανές δικαιολογίες, για ελέω θεού απρέπειες.
Ο Κοραής μισούσε αφάνταστα τα σωτηριακά ψεύδη και την θεολογική υποκρισία.
Σε κάθε ευκαιρία, αποκάλυπτε τις ιερατικές απάτες, που καλλιεργούσαν την λαϊκή δεισιδαιμονία και έκλεβαν την προσοχή και τις οικονομίες των απλών, φιλόθεων και απονήρευτων Ελλήνων.
Όταν έμαθε ότι οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, αυτοσυγκεντρώνονται κοιτώντας τον αφαλό τους, για να δουν το θεϊκό φως να βγαίνει απ’ το κορμί τους, εξοργισμένος τους αποκάλεσε «Ευχίτες», «Μασσαλιανούς απατεώνες», «Ομφαλόψυχους» και «Ομφαλοσκόπους»!
Με το πρόσχημα λοιπόν, της σωτηρίας, εαυτών και αλλήλων, τα ρασοφορεμένα ρεμάλια, συναγωνιζόταν στην παραγωγή θεολογικής αποβλάκωσης, απομυζώντας εντέχνως τους μόχθους και το ταπεινό υστέρημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Όλα δείχνουν ότι, (σε αντίθεση με πολλούς σήμερα), ο Κοραής έβλεπε καθαρά, ποιός είναι τι και με τους κεραυνούς της κριτικής του, ήθελε να δείξει στις ξεσαλωμένες ορδές των θεολόγων, ότι πρέπει να παραμερίσουν, ή να τεθούν στην υπηρεσία του έθνους και της παιδείας και όχι το αντίθετο. Για τον οξυδερκή Κοραή, οι θεοκάπηλες μεγαλοστομίες και η ακατάσχετη αγιολογία, δεν αποτελούσαν, ικανές δικαιολογίες, για ελέω θεού απρέπειες.
Ο Κοραής μισούσε αφάνταστα τα σωτηριακά ψεύδη και την θεολογική υποκρισία.
Σε κάθε ευκαιρία, αποκάλυπτε τις ιερατικές απάτες, που καλλιεργούσαν την λαϊκή δεισιδαιμονία και έκλεβαν την προσοχή και τις οικονομίες των απλών, φιλόθεων και απονήρευτων Ελλήνων.
Πηγή: http://greatlie.com
Η ιεροσύνη θα έπρεπε να ήταν κλίση και όχι επάγγελμα εφόσον έτσι λένε και τα ..ιερά βιβλία "δωρεάν λάβατε, δωρεάν δότε" όπως πολύ ορθά το είχε πεί και ο Κοραής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο άρθο είναι πολύ σπουδαίο.
Α.