Στο
βιβλίο του Πλουτάρχου «Περί της Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής» υπάρχει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, με
το οποίο ολοκληρώνεται το αρχαίο κείμενο, το οποίο με την ζωηρότατη περιγραφή
του, μας επιτρέπει να μεταφερθούμε στην εποχή εκείνη και να βρεθούμε θεατές
μπροστά στις αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πολεμούσε τις περισσότερες
φορές σώμα με σώμα, στην «πρώτη γραμμή», ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ας δούμε το
εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο σε νεοελληνική απόδοση:
Ο
μεγαλύτερος από τους κινδύνους που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος, ήταν ότι, καθώς
υπερασπιζόταν τον εαυτό του απέναντι σε εκείνους που του επιτίθονταν από
μπροστά, αυτός που τον χτύπησε τόλμησε να τον πλησιάσει κρατώντας ξίφος, αλλά ο
Αλέξανδρος πρόλαβε να τον χτυπήσει με το μαχαίρι του και τον σκότωσε.
Την ώρα
που συνέβαιναν αυτά, κάποιος βγήκε από ένα μύλο και τον χτύπησε στον αυχένα με
ρόπαλο από πίσω. Το χτύπημα αυτό, θόλωσε τις αισθήσεις του και έχασε το φως
του.
Η
Αρετή όμως βρισκόταν κοντά του και έδωσε σε αυτόν τόλμη και στους συντρόφους του
δύναμη και ζήλο.
Άνθρωποι
δηλαδή όπως ο Λιμναίος,
ο Πτολεμαίος και ο Λεοννάτος και
όσοι, υπερπηδώντας το τείχος ή γκρεμίζοντάς το, στάθηκαν εμπρός του, αποτέλεσαν
ένα «τείχος αρετής», εκθέτοντας στον κίνδυνο τα σώματά τους,
τα πρόσωπά τους και τις ζωές τους, από την αφοσίωση και την αγάπη τους στον
βασιλιά.
Δεν
οφείλεται βέβαια στην τύχη το ότι οι σύντροφοι ενός καλού βασιλιά πεθαίνουν ή
κινδυνεύουν για λογαριασμό του με την θέλησή τους, αλλά ΣΤΟΝ ΈΡΩΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΡΕΤΗ, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μέλισσες, που πλησιάζουν και πλαισιώνουν
την βασίλισσά τους, οδηγημένες από την αγάπη τους για αυτήν.
Θα
μπορούσε όμως να υπάρχει κάποιος από τους παραβρισκόμενους, που παρακολουθούσε
την μάχη χωρίς να κινδυνεύει, που δεν θα έλεγε ότι παρακολουθεί την μεγάλη μάχη
της Τύχης εναντίον της Αρετής, και ότι το βαρβαρικό στοιχείο επικρατεί παρά την
αξία του, λόγω της Τύχης, ενώ το Ελληνικό αντέχει πάνω από τις δυνάμεις του,
λόγω της Αρετής;
Στην
περίπτωση λοιπόν που επικρατούσαν οι βάρβαροι, δεν θα έλεγε ότι πρόκειται για
έργο της Τύχης και κάποιου φθονερού δαίμονα ή της Νέμεσης, ενώ αν νικούσαν οι
Έλληνες, ότι το νικητήριο τρόπαιο κέρδισαν η Αρετή, η Τόλμη η Φιλία και η
Πίστη;
Αυτά
και μόνο διέθετε ο Αλέξανδρος, γιατί κατά το παραπάνω γεγονός η Τύχη παρενέβαλε
τείχος, ανάμεσα σε εκείνον και στις υπόλοιπες δυνάμεις και τα εφόδιά του, στους
στόλους, τα άλογα και τα στρατόπεδα.
Τελικά
οι Μακεδόνες νίκησαν τους βάρβαρους και όταν εκείνοι έπεσαν κατέστρεψαν
ολοκληρωτικά την πόλη τους.
Το γεγονός
αυτό όμως δεν βοήθησε τον Αλέξανδρο (που είχε τραυματιστεί).
Μεταφέρθηκε
αμέσως από το πεδίο της μάχης, ενώ το στέλεχος του βέλους που τον τραυμάτισε,
βρισκόταν ακόμα μέσα στα σπλάχνα του και ήταν σαν δεσμός και καρφί που στερέωνε
τον θώρακα με το σώμα του.
Προσπάθησαν
να τραβήξουν το βέλος με δύναμη από την ρίζα του τραύματος, αλλά το σίδερο δεν
υπάκουσε, καθώς ήταν στερεωμένο στο οστέινο μέρος μπροστά από την καρδιά.
Δεν
τόλμησαν να πριονίσουν το μέρος του βέλους που εξείχε, επειδή φοβόταν μήπως
διαλυθεί το κόκαλο από τον κραδασμό και του προκαλέσει αφόρητους πόνους και
μήπως αιμορραγήσει το εσωτερικό του σώματός του.
Όταν
όμως ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε τη σύγχυση και τους δισταγμούς τους, προσπάθησε ο
ίδιος να κόψει με το μαχαίρι του το βέλος, σύριζα στον θώρακα.
Το χέρι
του όμως ήταν αδύναμο, καθώς το βάραινε η νάρκη από την φλεγμονή του τραύματος.
Έτσι
ενθάρρυνε εκείνους που δεν ήταν τραυματισμένοι να μη φοβούνται και να το
κάνουν.
Κορόιδευε
κάποιους που έκλαιγαν και δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν, και τους άλλους που
δεν είχαν το θάρρος να τον βοηθήσουν τους έλεγε λιποτάκτες.
Φώναζε
μάλιστα στους συντρόφους του: «Κανείς
σας να μην δειλιάσει, έστω κι αν πρόκειται για μένα. Δεν θα με πιστέψουν ότι
δεν φοβάμαι τον θάνατο, αν εσείς φοβάστε για τον δικό μου θάνατο».
________________________
ΤΟ ΙΔΙΟ
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ, ΤΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΣΤΑΤΑ ο Αρριανός στο Έκτο Βιβλίο του έργου του «Αλεξάνδρου Ανάβασις», ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΜΕΓΕΘΥΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΕΙΚΟΝΕΣ. Σκεφθείτε μόνο το γεγονός ότι μόνος του ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο
τείχος όταν είδε ότι οι άλλοι δεν εκμεταλλεύονταν τις σκάλες όπως έπρεπε, και όταν
βρέθηκε μόνος του πάνω στο τείχος σε δυσχερέστατη θέση, σκεφτείτε, αυτός προτίμησε
να πηδήξει μέσα στους αντιπάλους, πάλι μόνος.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ» ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ :
ΑπάντησηΔιαγραφή__________________________
…ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺς κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφους αὐτὸς τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσας κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν•
344D ἐν τούτῳ δέ τις δραμὼν ἐκ μυλῶνος ὑπέρῳ κατὰ τοῦ αὐχένος ὄπισθεν πληγὴν κατήνεγκεν, ἣ συνέχεε τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ σκοτωθέντος•
ἡ δ’ Ἀρετὴ παρῆν, θάρσος μὲν αὐτῷ ῥώμην δὲ καὶ σπουδὴν τοῖς περὶ αὐτὸν ἐμποιοῦσα.
Λιμναῖοι γὰρ καὶ Πτολεμαῖοι καὶ Λεοννάτοι, καὶ ὅσοι τὸ τεῖχος ὑπερκαταβάντες ἢ ῥήξαντες ἔστησαν πρὸ αὐτοῦ, τεῖχος ἀρετῆς ἦσαν, εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς προβαλλόμενοι.
οὐ γὰρ διὰ Τύχην ἀγαθῶν βασιλέων ἑταῖροι προαποθνήσκουσιν ἑκουσίως καὶ προκινδυνεύουσιν,
344E ἀλλ’ ἔρωτι τῆς Ἀρετῆς ὥσπερ ὑπὸ φίλτρων μέλιτται τῷ ἄρχοντι προσέχονται καὶ προσπεφύκασι.
τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τότε παρὼν ἀκίνδυνος θεατής, ὅτι Τύχης μέγαν ἀγῶνα κατ’ Ἀρετῆς θεᾶται,
καὶ τὸ μὲν βάρβαρον παρ’ ἀξίαν ἐπικρατεῖ διὰ Τύχην, τὸ δ’ Ἑλληνικὸν ἀντέχει παρὰ δύναμιν δι’ Ἀρετήν,
κἂν μὲν ἐκεῖνοι περιγένωνται, Τύχης καὶ δαίμονος φθονεροῦ καὶ νεμέσεως ἔσται τὸ ἔργον•
ἂν δ’ οὗτοι κρατήσωσιν, Ἀρετὴ καὶ τόλμα καὶ φιλία καὶ πίστις ἐξοίσεται τὸ νικητήριον;
ταῦτα γὰρ μόνα παρῆν Ἀλεξάνδρῳ, τῆς δ’ ἄλλης δυνάμεως καὶ παρασκευῆς στόλων καὶ ἵππων καὶ στρατοπέδων μέσον ἔθηκεν ἡ Τύχη τὸ τεῖχος. 344F
ἐτρέψαντο μὲν οὖν τοὺς βαρβάρους οἱ Μακεδόνες, καὶ πεσοῦσιν αὐτοῖς ἐπικατέσκαψαν τὴν πόλιν.
Ἀλεξάνδρῳ δ’ οὐδὲν ἦν ὄφελος•
ήρπαστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα.
345Α καὶ σπάσαι μὲν ὥσπερ ἐκ ῥίζης τοῦ τραύματος βιαζομένοις οὐχ ὑπήκουεν ὁ σίδηρος, ἕδραν ἔχων τὰ πρὸ τῆς καρδίας στερεὰ τοῦ στήθους•
ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος οὐκ ἐθάρρουν τὸ προῦχον, ἀλλ’ ἐφοβοῦντο, μήπως σπαραγμῷ σχιζόμενον τὸ ὀστέον ὑπερβολὰς ἀλγηδόνων παράσχῃ καὶ ῥῆξις αἵματος ἐκ βάθους γένηται.
πολλὴν δ’ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν•
ἠτόνει δ’ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος.
ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους•
345B καὶ τοῖς μὲν ἐλοιδορεῖτο κλαίουσι καὶ περιπαθοῦσι, τοὺς δὲ λιποτάκτας ἀπεκάλει, μὴ τολμῶντας αὐτῷ βοηθεῖν•
ἐβόα δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους "μηδεὶς ἔστω μηδ’ ὑπὲρ ἐμοῦ δειλός• ἀπιστοῦμαι μὴ φοβεῖσθαι θάνατον, εἰ τὸν ἐμὸν φοβεῖσθ’ ὑμεῖς".