Του Μ. Γ. Μερακλή | Απόσπασμα από το βιβλίο Η Οδύσσεια του
Ομήρου, εκδόσεις Πατάκη
Στη
διάρκεια αυτών των αιματοβαμμένων περιστατικών [εννοεί τη Μνηστηροφονία] η
Πηνελόπη κοιμάται τον ύπνο που της έστειλε ο θεός.
Όταν
όλα τέλειωσαν, ανέβηκε η Ευρύκλεια και την ξύπνησε. Της είπε, με λίγα λόγια, τι
συνέβη: ο Οδυσσέας είναι εδώ, οι μνηστήρες δεν υπάρχουν πια. Ας δει επιτέλους
με τα μάτια της ό,τι ποθούσε να δει τόσα χρόνια.
Η πρώτη
σκέψη της Πηνελόπης είναι πως η δούλα της έχασε τα μυαλά της. Θύμωσε μάλιστα
που την ξύπνησε, γιατί ποτέ άλλοτε δεν κοιμήθηκε τόσο γλυκά, αφότου ο άντρας
της έφυγε για το κακό Ίλιο, το φριχτό τούτο όνομα.
Όμως οι
απτές αλήθειες δεν αμφισβητούνται για πολύ. Η Ευρύκλεια περιγράφει πλέον
γεγονότα, έστω και αν δεν έχει την αυτοψία των μεγάλων στιγμών:
Δεν
είδα, δεν παρακολούθησα, μόνο τα βογκητά άκουγα εκείνων που θανατώνονταν· εμείς
οι γυναίκες μέναμε τρέμοντας και ζαρωμένες στα βάθη των θαλάμων,
κλειδομανταλωμένες, ώσπου με φώναξε ο Τηλέμαχος με εντολή του πατέρα του.
Βρήκα
τον Οδυσσέα να στέκεται όρθιος ανάμεσα στα κουφάρια των σκοτωμένων, γύρω του
πεταμένα, σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο. Θα χαιρόταν η καρδιά σου βλέποντας…
Η Ευρύκλεια τρέφει πάντα τη χαρά της με την εκδίκηση και το μίσος.
Κατεβαίνουν
στον Τηλέμαχο, αλλά βρίσκονται μπροστά στον Οδυσσέα, που καθισμένος κοντά σ’
έναν κίονα στην εστία έχει ριγμένο το βλέμμα στη γη και περιμένει κάποια λέξη
από εκείνη, που τον είδε με τα μάτια της.
Όμως
αυτή μένει άφωνη, αμήχανη, αδρανής. Ο Τηλέμαχος τη μαλώνει, η αντίδρασή της
πρέπει να είναι διαφορετική· καμιά άλλη γυναίκα δεν θα στεκόταν έτσι απόμακρη
απ’ τον άντρα της, που επιστρέφει ύστερα από είκοσι χρόνια· «η δική σου καρδιά
είναι πάντα πιο σκληρή από πέτρα».
Είναι
νέος ο Τηλέμαχος, όσο κι αν τον έχουν ωριμάσει οι περιστάσεις, δεν μπορεί να
ξέρει, να καταλαβαίνει τι σημαίνει ακριβώς η σιωπή (αλλά και το χαμηλωμένο
βλέμμα του πατέρα του, μια άλλη έκφραση σιωπής), σε κάποιες στιγμές.
Απέναντί
της κάθεται εκείνος που μπορεί να είναι και ο Οδυσσέας. Σε τόνο απολογητικό θ’
απαντήσει στον γιο της πως έχει αποσβολωθεί, (…) –είναι σαν να μαρμάρωσε η ψυχή
μου και δεν μπορώ ούτε να μιλήσω ούτε να τον κοιτάξω κατάματα–, ωστόσο, αν ο
ξένος απέναντί της είναι πραγματικά ο Οδυσσέας που γύρισε, τότε αυτοί οι δύο,
μόνοι τους, θα γνωριστούν καλύτερα, έχουμε κάποια κρυφά σημάδια μεταξύ μας, τα
κρατάμε μυστικά, δεν τα γνωρίζουν οι άλλοι.
Χαμογέλασε
ο Οδυσσέας (το δικό του χαμηλωμένο βλέμμα ήταν κιόλας λοιπόν, ως ένα βαθμό
τουλάχιστον, σκηνοθετημένο), λέει στον γιο του ν’ αποσυρθεί, για να τον
εξετάσει η Πηνελόπη!
Λουσμένος
ο Οδυσσέας, περιχυμένος κι από μια πρόσθετην ομορφιά που του χαρίζει η Αθηνά,
όμοιος με έργο τέχνης σκαλισμένο στο ασήμι και το χρυσάφι από τον Ήφαιστο, θα
επιτιμήσει τη γυναίκα του, ξανακαθισμένος στο σκαμνί του, πως την έδωσαν οι
θεοί την πιο σκληρή καρδιά απ’ όλες τις γυναίκες, αφού –επαναλαμβάνει τα λόγια
του γιου του– δεν πλησιάζει τον άντρα της ύστερα από τόσα χρόνια χωρισμού.
Ζητεί
απ’ τις δούλες να του στρώσουν να πλαγιάσει μόνος. Η Πηνελόπη δεν θα κυλήσει σε
συναισθηματισμούς. Αν οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν την αγάπη και την αφοσίωσή της
και τα λένε αυτά σκληρότητα, υπάρχει η ίδια, που τα βίωσε.
Δεν
υπάρχει σκληρότητα, του λέει, δεν υπάρχει καμιά έπαρση. Στο βάθος θέλει ακόμα
κάποιες αποδείξεις, ότι ο ξένος είναι ο Οδυσσέας. Δέχεται λοιπόν να του στρώσει
το κρεβάτι χωριστά, έξω από τον θάλαμό τους, γιατί αυτό είναι κι ένα έξυπνο
τέχνασμά της, αυτή η δήθεν μετακίνηση του κρεβατιού, που δεν είναι δυνατό να
μετακινηθεί από τη θέση του: ήταν φτιαγμένο με βάση τον κορμό μιας ελιάς, που
έμεινε ριζωμένος. Πρώτα έγινε το κρεβάτι, ύστερα το δωμάτιο.
Τα θυμίζει
αυτά ο άντρας οργισμένος: Ποιος έβγαλε το κρεβάτι έξω, παραβιάζοντας, θα
λέγαμε, το συζυγικό άδυτο;
Δεν
υπάρχουν πια αμφιβολίες, η Πηνελόπη αγκαλιάζει με τα λευκά της χέρια τον λαιμό
του Οδυσσέα πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλάει το κεφάλι, δεν σε αγκάλιασα από την
πρώτη στιγμή που σε είδα, του λέει, γιατί φοβόμουν πως κάποιος ήρθε δω, για να
με ξεγελάσει με λόγια ψεύτικα, αφού ο κόσμος είναι γεμάτος από εκείνους που
σκέφτονται το κακό.
Η
Πηνελόπη μάς διδάσκει πως η αληθινή αγάπη αγνοεί τον εαυτό της· αγαπάει τους
άλλους. Η αγάπη αυτή, της οποίας το βάθος και την αξία γνωρίζει τώρα για πρώτη
φορά ο Οδυσσέας, τον συγκλονίζει, ξεσηκώνει μέσα του τον πόθο ενός γοερού
θρήνου, (…) που μεταδίδεται και στην αγαπημένη του.
Και η
ροδοδάχτυλη αυγή θα τους έβρισκε ακόμα να κλαίνε –οι αληθινοί εραστές πρώτα
ταράσσονται ψυχικά κι ύστερα δίνονται στον έρωτα–, αν δεν παρενέβαινε, άλλη μια
φορά η Αθηνά: άργησε να φέρει το ξημέρωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.