Ο
χορικός ύμνος στον Ίακχο αποτελεί ένα απ' τα ομορφότερα θρησκευτικά τραγούδια
του Αριστοφάνη. Είναι μια προσευχή στον θεό που χαρίζει το ξανάνιωμα και το
σφρίγος.
Ἴακχε,
πολύτιμε, Ἴακχε, ἔλα καί χόρεψε στούς χλοερούς λειμῶνες παρέα μέ τούς ὅσιους
τούς μύστες καί τούς εὐσεβεῖς προσκυνητές.
Στεφάνωσε τήν κεφαλήν σου μέ τούς καρπούς τῆς θάλλουσας μυρτιᾶς.
Χτύπα γερά τό πόδι σου στή γῆ καί πάρε τό ρυθμό της καί χόρεψε τόν ἱερό τόν ἄψογο χορό τόν ἔμορφο χορό τῶν Χαρίτων τόν ὅσιο χορό τῶν μυημένων.
Ἴακχε, στόν μυστκό μας ὅμιλο προχωρεῖ καί φτάνει, κρατώντας τόν πυρσό, τό πανάγιο φῶς πού καταυγάζει λαμπρό τίς νύχτες τῆς Μεγάλης Ἀγρύπνιας.
Στόν ἱερό λειμώνα τά πάντα λούζει τό φέγγος ἱλαρό.
Φτερώνουν τῶν γερόντων τά γεγονότα κι ἡ ἱερά πανήγυρις τοῦ μόχθου καί τῆς θλίψης ἀλαφρώνει τό φορτίο.
Σηκώνει τό βάρος τοῦ πένθους πού σώρευσεν ὁ Χρόνος ὁ πολύς.
Μέ τή λαμπάδα στό χέρι, Μακάριε, σύρε μπροστάρης τό χορό, τό χορό τῶν ἐφἠβων στό χοροστάσι πού τό πνίγουν τά χαμολούλουδα καί τά μυριστικά.
Σκορπίστε ὅλοι στίς ὁλάνθιστες χαράδρες καί στίς δασώδεις τίς πλαγιές, πηδώντας καί χορεύοντας μέ γέλια, χωρατά καί μέ πειράγματα.
Μέ πονηρούς ὑπαινιγμούς καί ἐρωτικά παιχνίδια.
Χορτάσαμε τά δῶρα τῆς γιορτῆς, χορτάσαμε τή βρώση καί τήν πόση.
Ἀνέβα τῶν ὕμων τήν κλίμακα καί βάλε μέσα στή φωνή σου τόν γλυκασμό της μελωδίας.
Τραγούδησε τή σώτειρα θεά, τήν Ἀθηνᾶ, τήν πολιοῦχο στρατηγό.
Τραγούδησε τήν ἄνασσα, τήν Δήμητρα, πού φέρνει τῶν καρπῶν τήν εὐφορία.
Ὑμνῆστε τούς κελαϊδισμούς πού τή γόνιμη γῆ πλημμυρίζουν καί στό ρυθμό χορέψτε τοῦ σύμπαντος.
Δήμητρα, ἐσύ, πού ἐποπτεύεις τίς τελετές τῶν ἱερῶν ὀργίων , δεῖξε μας τό χορό τῶν μυστηρίων, στό γέλιο τῶν ἀθώων, στόν αὐτοσαρκασμό πού ξαλαφρώνει καί στόν χλευαστικό ἐξορκισμό τῆς ἀδικίας.
Στεφάνωσε τήν κεφαλήν σου μέ τούς καρπούς τῆς θάλλουσας μυρτιᾶς.
Χτύπα γερά τό πόδι σου στή γῆ καί πάρε τό ρυθμό της καί χόρεψε τόν ἱερό τόν ἄψογο χορό τόν ἔμορφο χορό τῶν Χαρίτων τόν ὅσιο χορό τῶν μυημένων.
Ἴακχε, στόν μυστκό μας ὅμιλο προχωρεῖ καί φτάνει, κρατώντας τόν πυρσό, τό πανάγιο φῶς πού καταυγάζει λαμπρό τίς νύχτες τῆς Μεγάλης Ἀγρύπνιας.
Στόν ἱερό λειμώνα τά πάντα λούζει τό φέγγος ἱλαρό.
Φτερώνουν τῶν γερόντων τά γεγονότα κι ἡ ἱερά πανήγυρις τοῦ μόχθου καί τῆς θλίψης ἀλαφρώνει τό φορτίο.
Σηκώνει τό βάρος τοῦ πένθους πού σώρευσεν ὁ Χρόνος ὁ πολύς.
Μέ τή λαμπάδα στό χέρι, Μακάριε, σύρε μπροστάρης τό χορό, τό χορό τῶν ἐφἠβων στό χοροστάσι πού τό πνίγουν τά χαμολούλουδα καί τά μυριστικά.
Σκορπίστε ὅλοι στίς ὁλάνθιστες χαράδρες καί στίς δασώδεις τίς πλαγιές, πηδώντας καί χορεύοντας μέ γέλια, χωρατά καί μέ πειράγματα.
Μέ πονηρούς ὑπαινιγμούς καί ἐρωτικά παιχνίδια.
Χορτάσαμε τά δῶρα τῆς γιορτῆς, χορτάσαμε τή βρώση καί τήν πόση.
Ἀνέβα τῶν ὕμων τήν κλίμακα καί βάλε μέσα στή φωνή σου τόν γλυκασμό της μελωδίας.
Τραγούδησε τή σώτειρα θεά, τήν Ἀθηνᾶ, τήν πολιοῦχο στρατηγό.
Τραγούδησε τήν ἄνασσα, τήν Δήμητρα, πού φέρνει τῶν καρπῶν τήν εὐφορία.
Ὑμνῆστε τούς κελαϊδισμούς πού τή γόνιμη γῆ πλημμυρίζουν καί στό ρυθμό χορέψτε τοῦ σύμπαντος.
Δήμητρα, ἐσύ, πού ἐποπτεύεις τίς τελετές τῶν ἱερῶν ὀργίων , δεῖξε μας τό χορό τῶν μυστηρίων, στό γέλιο τῶν ἀθώων, στόν αὐτοσαρκασμό πού ξαλαφρώνει καί στόν χλευαστικό ἐξορκισμό τῆς ἀδικίας.
Απόδοση
Κ. Γεωργουσόπουλος
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ κωμωδία παρουσιάστηκε το -405
Περίληψη
Ο Διόνυσος, ο θεός του θεάτρου, κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για να επαναφέρει στην Αθήνα τον αγαπημένο του ποιητή Ευριπίδη που είχε πεθάνει τον περασμένο χρόνο. Μόλις όμως φτάνει εκεί, βρίσκει τον Άδη σε αναστάτωση: ο Ευριπίδης προσπαθεί να διεκδικήσει από τον Αισχύλο το θρόνο της τραγικής ποίησης (ο Σοφοκλής που είχε πεθάνει επίσης το -406, λίγο μετά τον Ευριπίδη, παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία στον Αισχύλο). Στον αγώνα που ακολουθεί τη θέση του κριτή αναλαμβάνει ο ίδιος ο Διόνυσος. Παρόλη την προτίμηση του Διόνυσου προς τον Ευριπίδη τελικά κλίνει προς τον Αισχύλο. Ο Αισχύλος οδηγείται στον κόσμο των ζωντανών για να βοηθήσει την Αθήνα, όπως έκανε όσο ζούσε.