«με την
ουσία μας συνυπάρχει και μια περί θεών έμφυτη γνώση και αυτή η γνώση είναι
ανώτερη από κάθε κρίση και προαίρεση, καθώς προϋπάρχει κάθε λογικής και
αποδείξεως. Επίσης, είναι συνενωμένη εξαρχής με την οικεία της αιτία και
συνυπάρχει με την ουσιαστικότερη έφεση της ψυχής, την έφεση προς τ’Αγαθό. Εάν
λοιπόν πρέπει να πούμε την αλήθεια, η προς το θείο συναφή δεν είναι καν γνώση.
Διότι, η γνώση διακρίνεται κατά κάποιο τρόπο από το γνωστικό αντικείμενό της,
εξαιτίας της ετερότητας. Μάλιστα, πριν από τη γνώση – που ως κάτι άλλο γνωρίζει
το διαφορετικό – υπάρχει η αυτοφυής γνώση, η από τους θεούς εξαρτώμενη
μονοειδής συμπλοκή. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την
ύπαρξη των θεών εάν δεν είναι ούτε να τη θεωρούμε αμφίβολη (διότι παραμένει
αιώνια κατ’ ενέργεια ενοειδώς). Ούτε είμαστε άξιοι να την κρίνουμε και να την
διαχωρίσουμε, ως να ήμασταν άξιοι να την εξετάσουμε. Διότι, εμείς, περιεχόμαστε
σε αυτή ή, μάλλον, ολοκληρωνόμαστε από αυτή και κατέχουμε το ειδέναι (=αυτό που
είμαστε) δια της γνώσεως των θεών.»
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.1 – 1.3.18»
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.1 – 1.3.18»
«η
ανθρώπινη ψυχή συνάπτεται με τους θεούς – με τον τρόπο που οι θεοί πάντοτε
υπάρχουν, χωρίς να αλλοιώνονται, έτσι, δια της γνώσης – σύμφωνα με την
ομοιότητα της υπάρξεως, χωρίς την βοήθεια κάποιας εικασίας ή γνώσης ή
συλλογισμού – πραγμάτων δηλ. που προκύπτουν με τον χρόνο – αλλά με τη βοήθεια
μιας ουσίας που βρίσκεται πέραν αυτών και που βρίσκεται μέσα στις καθαρές και
άμεμπτες νοήσεις, τις οποίες η ψυχή έλαβε από τους θεούς εκ του αΐδιου, και που
είναι συναρτημένη με αυτούς.»
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.32 – 1.3.38»
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.32 – 1.3.38»
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.1 – 1.3.18»
ΑπάντησηΔιαγραφή1.3.18 Φῂς τοίνυν πρῶτον διδόναι εἶναι θεούς· τὸ δ᾽ ἐστὶν οὐκ ὀρθὸν οὑτωσὶ λεγόμενον. Συνυπάρχει γὰρ ἡμῶν αὐτῇ τῇ οὐσίᾳ ἡ περὶ θεῶν ἔμφυτος γνῶσις, κρίσεώς τε πάσης ἐστὶ κρείττων καὶ προαιρέσεως, λόγου τε καὶ ἀποδείξεως προϋπάρχει· συνήνωταί τε ἐξ ἀρχῆς πρὸς τὴν οἰκείαν αἰτίαν, καὶ τῇ πρὸς τἀγαθὸν οὐσιώδει τῆς ψυχῆς ἐφέσει συνυφέστηκεν. Εἰ δὲ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν, οὐδὲ γνῶσίς ἐστιν ἡ πρὸς τὸ θεῖον συναφή. Διείργεται γὰρ αὕτη πως ἑτερότητι. Πρὸ δὲ τῆς ὡς ἑτέρας ἕτερον γιγνωσκούσης αὐτοφυής ἐστιν … ἡ τῶν θεῶν ἐξηρτημένη μονοειδὴς συμπλοκή. Οὐκ ἄρα συγχωρεῖν χρὴ ὡς δυναμένους αὐτὴν καὶ διδόναι καὶ μὴ διδόναι, οὐδ᾽ ὡς ἀμφίβολον τίθεσθαι (ἕστηκε γὰρ ἀεὶ κατ᾽ ἐνέργειαν ἑνοειδῶς), οὐδ᾽ ὡς κυρίους ὄντας τοῦ κρίνειν τε καὶ ἀποκρίνειν οὕτως αὐτὴν δοκιμών ἄξιον· περιεχόμεθα γὰρ ἐν αὐτῇ μᾶλλον ἡμεῖς καὶ πληρούμεθα ὑπ᾽ αὐτῆς, καὶ αὐτὸ ὅπερ ἐσμὲν ἐν τῷ τοὺς θεοὺς εἰδέναι ἔχομεν.
Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.32 – 1.3.38» :
ΑπάντησηΔιαγραφήοὕτω καὶ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ κατὰ τὰ αὐτὰ τῇ γνώσει πρὸς αὐτοὺς συναπτέσθω, εἰκασίᾳ μὲν ἢ δόξῃ ἢ συλλογισμῷ τινι, ἀρχομένοις ποτὲ ἀπὸ χρόνου, μηδαμῶς τὴν ὑπὲρ ταῦτα πάντα οὐσίαν μεταδιώκουσα, ταῖς δὲ καθαραῖς καὶ ἀμέμπτοις νοήσεσιν αἷς εἴληφεν ἐξ ἀιδίου παρὰ τῶν θεῶν, ταύταις αὐ τοῖς συνηρτημένη·