Ο
Λαοκόων και οι γιοί του (Βατικανό)
|
Μια
τελευταία προσπάθεια να προειδοποιήσει τους Τρώες κάνει ο θείος του Αινεία και
ιερέας του Απόλλωνα στην Θύμβρα, ο
Λαοκόοντας, που
χτυπά τον Δούρειο Ίππο με το κοντάρι του στην κοιλιά ξεσηκώνοντας νέους
δισταγμούς.
Ορισμένοι
μεμονωμένοι Τρώες θεώρησαν ότι είναι καταραμένο και πρέπει να το ρίξουν στον
γκρεμό ή να το κάψουν. Η Κασσάνδρα και ο Λαοκόων προειδοποίησαν ότι μόνο
συμφορά θα φέρει για την πόλη. Ο Λαοκόων φώναξε «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», δηλαδή να φοβάστε τους Δαναούς ακόμα κι
όταν φέρνουν δώρα. Αλλά η Κασσάνδρα ενώ είχε την διόραση, από τον Απόλλωνα να
μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είχε και την κατάρα της Αθηνάς, να μην καταφέρνει
να πείθει κανέναν.
Ο
Αινείας και οι οπαδοί του πιστεύοντας αυτές τις προβλέψεις αποτραβήχτηκαν στο
όρος Ίδα.
Οι
περισσότεροι Τρώες όμως έχουν πια πειστεί για την ορθότητα της απόφασής τους
και οι επιφυλάξεις του Λαοκόοντα πέφτουν στο κενό. Τότε ο ιερέας πηγαίνει με
τους δυο γιους του στην παραλία για να θυσιάσει έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Εκεί
βρίσκει όμως φριχτό θάνατο μαζί με τους γιούς του από δυο πελώρια φίδια, που βγαίνουν
από τη θάλασσα και τους κατασπαράζουν. Ο θάνατος του Λαοκόοντα παραμερίζει και
τους τελευταίους δισταγμούς, καθώς οι Τρώες τον ερμηνεύουν ως τιμωρία για την
ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιέρωμα στην Αθηνά. Έτσι ρίχνονται
όλοι στα γλέντια για τη λήξη του πολέμου...
Οι
Τρώες τελικά γεμάτοι ενθουσιασμό αποφάσισαν να μεταφέρουν εντός των τειχών τον
Δούρειο Ίππο. Μάλιστα επειδή ήταν αρκετά μεγάλο κατασκεύασμα, αναγκάστηκαν να
γκρεμίσουν και τμήμα από την κεντρική πύλη της πόλης, τις «σκαιές πύλες».
Αμέσως μετά ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης για να γιορτάσουν την επιτυχή
έκβαση του πολέμου…
Για το
άγαλμα έχουν
προταθεί διάφορες χρονολογίες, ξεκινώντας από το 160 π.Χ. (οι πιο πρώιμες)
μέχρι το 20 π.Χ. Επιγραφές από τη Λίνδο της Ρόδου, τοποθετούν τους γλύπτες
Αγήσανδρο και Αθηνόδωρο στην περίοδο μετά το 42 π.Χ., καθιστώντας την περίοδο
42 έως 20 π.Χ. την πιο πιθανή για τη δημιουργία του αγάλματος.
Δεν
είναι γνωστό αν πρόκειται για πρωτότυπο έργο ή αντίγραφο παλαιότερου γλυπτού.
Έχει προταθεί πως οι τρεις Ρόδιοι καλλιτέχνες που το φιλοτέχνησαν ήταν
αντιγραφείς, πιθανά ενός ορειχάλκινου αγάλματος από την Πέργαμο, το οποίο θα δημιουργήθηκε
γύρω στο 200 π.Χ. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική Ιστορία (Historia
Naturalis, XXXVI, 37) υποστηρίζει ότι το έργο ήταν τοποθετημένο στο παλάτι του
αυτοκράτορα Τίτου. Ο ίδιος υποστηρίζει επίσης ότι είχε σκαλιστεί από
μονοκόμματο μάρμαρο, αν και κατά την ανεύρεσή του ήταν φανερό ότι αποτελούνταν
από 7 αλληλοσυνδεδεμένα κομμάτια.
Το
άγαλμα πιθανά παραγγέλθηκε για να κοσμήσει την κατοικία κάποιου πλούσιου
Ρωμαίου. Αποκαλύφθηκε το 1506, κοντά στη θέση του Χρυσού Παλατιού (Domus aurea)
του Νέρωνα, σε ένα αμπελώνα. Μόλις το έμαθε ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο οποίος ήταν
ενθουσιώδης κλασικιστής, το αγόρασε και το τοποθέτησε στον κήπο Μπελβεντέρε
(τώρα μέρος των Μουσείων του Βατικανού).
Το
1799, ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης, με την κατάκτηση της Ιταλίας, μετέφερε το
άγαλμα στο Παρίσι και το εγκατέστησε σε τιμητική θέση στο Μουσείο Ναπολέοντα
στο Λούβρο. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, οι Βρεττανοί το επέστρεψαν στο
Βατικανό, το 1816.
Το
2005, ο Lynn Catterson υποστήριξε ότι το άγαλμα ήταν πλαστό και κατασκευάστηκε
από τον Μιχαήλ Άγγελο. Ο Richard Brilliant, συγγραφέας του βιβλίου My Laocoön,
περιέγραψε τις θέσεις του Catterson ως "εντελώς αναξιόπιστες".
Όχι διαφημιστικά σχόλια
ΑπάντησηΔιαγραφήNot promotional comments