Ορφική πινακίδα από το Ιππόνιο της Μεγάλης Ελλάδας.
|
Οι
ορφικές πινακίδες είναι λεπτά χρυσά ελάσματα, διπλωμένα ή τυλιγμένα και
τοποθετημένα κοντά στα χέρια ή στο στόμα του νεκρού, ή μέσα σε φυλακτήριο
δεμένο στο λαιμό. Είναι τυπωμένα με κείμενα που περιείχαν πληροφορίες και
οδηγίες προς το νεκρό για να περάσει με ασφάλεια στον άλλο κόσμο και να
αποκτήσει την ευμένεια των θεών. Βρέθηκαν κυρίως στην Μεγάλη Ελλάδα, στην
Βόρειο Ελλάδα και στην Κρήτη. Χρονολογούνται από τον -4ο αι. μέχρι τον -2ο αι. el.wikipedia
Μέχρι
και σήμερα πολλά είναι τα χρυσά Ορφικά ελάσματα [πινακίδες] που έχουν βρεθεί
τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στις αρχαίες αποικίες των αρχαίων Ελλήνων, όπως
στην Ν. Ιταλία και στον Εύξεινο Πόντο. Αυτές οι χρυσές πινακίδες εγχάρακτα
περιέχουν κείμενα – οδηγίες για τους νεκρούς και το ταξίδι τους στον Άδη.
Έχοντας
κατά νου κάποιος τα όσα λέγει ο Πλάτων στο 10ο βιβλίο της “Πολιτείας”[1] μπορεί
να κατατάξει τις πινακίδες αυτές σε δύο είδη, σε αυτές που απευθύνονται σε όσες
ψυχές ξέφυγαν τον θλιβερό τροχό των μετενσαρκώσεων και σε αυτές που
απευθύνονται σε όσες ψυχές θα μετενσαρκωθούν ξανά!
Για τις
ψυχές που ΔΕΝ θα ενσαρκωθούν ξανά – στον «χ» παρόντα ενιαυτό!
«17. Θα
βρεις αριστερά στο δώμα του Άδη μια κρήνη, και δίπλα της να στέκει λευκό
κυπαρίσσι. Σε αυτή την κρήνη μην τυχόν και πλησιάσεις. Θα βρεις και μιαν άλλη,
που τρέχει ψυχρό ύδωρ από την λίμνη της Μνημοσύνης. Μπροστά της υπάρχουν
φύλακες. Να πεις : “Της Γαίας είμαι παις και του έναστρου Ουρανού, το γένος μου
ουράνιο. Αυτό το ξέρετε κι εσείς. Έχω στεγνώσει από την δίψα, χάνομαι. Μόνο
δώστε μου τώρα ψυχρό ύδωρ που κυλάει από την λίμνη της Μνημοσύνης”. Κι αυτοί θα
σου δώσουν να πιείς από την θεϊκή κρήνη, και από τότε και μετά θα θρονιαστείς
μαζί με άλλους ήρωες. (17. εὑρήσσεις δ᾽ Ἀίδαο δόμων ἐπ᾽ ἀριστερὰ
κρήνην, παρ᾽ δ᾽ αὐτῆι λευκὴν ἑστηκυῖαν κυπάρισσον· ταύτης τῆς κρήνης μηδὲ σχεδὸν
ἐμπελάσειας. εὑρήσεις δ᾽ ἑτέραν, τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης ψυχρὸν ὕδωρ προρέον·
φύλακες δ᾽ ἐπίπροσθεν ἔασιν. εἰπεῖν· «Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος, αὐτὰρ
ἐμοὶ γένος οὐράνιον· τόδε δ᾽ ἴστε καὶ αὐτοί· δίψηι δ᾽ εἰμ(ὶ) αὔη καὶ ἀπόλλυμαι·
ἀλλὰ δότ᾽ αἶψα ψυχρὸν ὕδωρ προρέον τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης». καὐ<τοί>
σ<ο>ι δώσουσι πιεῖν θείης ἀπ<ὸ κρήν>ης, καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄ<λλοισι
μεθ᾽> ἡρώεσσι ἀνάξει<ς»[2].) (Βλ. Ορφικό απόσπασμα Νο. 17 ή I. G. XIV n. 638 Kaib. Harrison-Murray
Prolegomena 1. Auflage S. 661ff.
Comparetti Laminette Orfiche ( Fir.
1910) 32).
«17.a.
(Α). Έχει στεγνώσει το στόμα μου από τη δίψα, χάνομαι. (Β). Έλα και πιες από
την κρήνη της αστείρευτη, δεξιά από το κυπαρίσσι. Ποιος είσαι κι από πού ;; Α.
Της Γαίας είμαι υιός και του Ουρανού του
αστροφώτιστου. (17a. {Α.} δίψαι αὖος ἐγὼ καὶ ἀπόλλυμαι.
{Β.} ἀλλὰ πιέ μοι κράνας αἰενάω ἐπὶ δεξιά, τῆ κυφάρισσος. τίς δ᾽ ἐσί; πῶ δ᾽ ἐσί;
{Α.} Γᾶς υἱός ἠμι καὶ Ὠρανῶ ἀστερόεντος»[3]. (Βλ. Ορφικό απόπασμα Νο. 17 ή B. C. Hell. XVII 121. Harr.-Murr. 662.
Comp. 37).
«18.
Έρχομαι από καθαρούς, καθάρια των χθονίων βασίλισσα, Ευκλή, Ευβουλέα και άλλοι
αθάνατοι θεοί. Γιατί και εγώ καυχιέμαι πως είμαι από τη δική σας γενιά τη
μακάρια, αλλά με δάμασε η Μοίρα και άλλοι αθάνατοι θεοί … και τον αστερόβολο
κεραυνό. Και πέταξα μακριά από το πονεμένο, πολυβάσανο κύκλο κι ανέβηκα στο
ποθητό στεφάνι με γρήγορα πόδια. Στην αγκαλιά της Δέσποινας της χθόνιας
βασίλισσας, κρύφτηκα, κι από το ποθητό στεφάνι κατέβηκα με γρήγορα πόδια.
“Όλβιε και μακαριστέ, θεός θα είσαι αντί βροτός”. Ερίφιο[4] έπεσα στο γάλα». (ἔρχομαι
ἐκ κοθαρῶ<ν>, κοθαρὰ χθονί<ων> βασίλεια, Εὐκλῆς, Εὐβουλεύς τε καὶ ἀθάνατοι
θεοὶ ἄλλοι· καὶ γὰρ ἐγὼν ὑμῶν γένος ὄλβιον εὔχομαι εἶμεν, ἀλλά με Μοῖρ(α) ἐδάμασσε
καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι <…> καὶ ἀστεροβλῆτα κεραυνόν. κύκλου δ᾽ ἐξέπταν
βαρυπενθέος ἀργαλέοιο, ἱμερτοῦ δ᾽ ἐπέβαν στεφάνου ποσὶ καρπαλίμοισι, Δεσποίνας
δ(ὲ) ὑπὸ κόλπον ἔδυν χθονίας βασιλείας· ἱμερτοῦ δ᾽ ἀπέβαν στεφάνου ποσὶ καρπαλίμοισι.
«ὄλβιε καὶ μακαριστέ, θεὸς δ᾽ ἔσηι ἀντὶ βροτοῖο». ἔριφος ἐς γάλ᾽ ἔπετον.»[5]. )
(Βλ. Ορφικό απόσπασμα Νο. 18 ή I. G.
XIV 641, 1).
«19.
Έρχομαι από καθαρούς καθαρή, των χθονίων βασίλισσα, Ευκλή, Ευβουλέα και όσοι
άλλοι θεοί δαίμονες. Γιατί και εγώ καυχιέμαι πως είμαι από τη δική σας γενιά τη
μακάρια, πλήρωσα όμως για τις πράξεις μου τις άδικες, κι η Μοίρα με δάμασε …
με αστερόβολο κεραυνό. Τώρα έχω έρθει
ικέτιδα στην ευγενή Περσεφόνη, για να με στείλει πρόθυμα στον τόπο των καθαρών.
(ἔρχομαι ἐκ καθαρῶν [χθονίων] καθαρά, χθονίων βασίλεια, Εὖκλε καὶ
Εὐβουλεῦ καὶ <ὅσοι> θεοὶ δαίμονες ἄλλοι· καὶ γὰρ ἐγὼν ὑμῶν γένος εὔχομαι ὄλβιον
εἶναι, ποινὰν δ᾽ ἀνταπέτεισ(α) ἔργων ἕνεκ(α) οὔτι δικαίων, εἴτε με Μοῖρ(α) ἐδαμάσατο <…> στεροπῆτι κεραυνῶι. νῦν δ᾽ ἱκέτι<ς
ἥ>κω παρ᾽ ἀγαυὴν Φερσεφόνειαν, ὥς με πρόφρων πέμψηι ἕδρας εἰς εὐαγε<όν>τω<ν>»[6].
(Βλ. Ορφικό απόσπασμα Νο. 19 ή I. G.
XIV 641, 2).
«19.a.
Έρχεται από καθαρούς καθαρή, των χθονίων βασίλισσα, Ευκλή, Ευβουλέα, του Δία
τέκνα λαμπρά. Κι εγώ έχω της Μνημοσύνης αυτό το δώρο το ξακουστό στους
ανθρώπους. “Καικιλία Σκουνδείνα, στο όνομα του νόμου πήγαινε, έγινες δια”. (19.a. ἔρχεται
ἐκ καθαρῶν καθαρά, χθονίων βασίλεια, Εὔκλεες Εὐβουλεῦ τε, Διὸς τέκος ἀγλά᾽, ἔχω
δὲ Μνημοσύνης τόδε δῶρον ἀοίδιμον ἀνθρώποισιν. «Καικιλία Σκουνδεῖνα, νόμωι ἴθι
δῖα γεγῶσα«»[7].) (Βλ. Ορφικό απόσπασμα Νο. 19a ή Harr.-Murr. ή Diels Kleinerts Philotesia (Berl. 1907)
39. Comp. 43).
«20.
Όταν η ψυχή σου εγκαταλείψει το φώς του ήλιου, μπες στα δεξιά εκεί που πρέπει,
προσέχοντας πολύ καλά τα πάντα. Να χαίρεσαι που σου έτυχε ότι σου έτυχε. Ποτέ
δεν σου έτυχε πριν. Θεός έγινες από άνθρωπος. Ερίφιο έτρεξες στο γάλα. Χαίρε,
χαίρε, βαδίζοντας στα δεξιά, στους ιερούς λειμώνες και στα άλση της Περσεφόνης.
(20. ἀλλ᾽ ὁπόταμ ψυχὴ προλίπηι φάος ἀελίοιο, δεξιὸν ε<ἴ>σ<ι>θι
ἇς δεῖ τινα πεφυλαγμένον εὖ μάλα πάντα. χαῖρε παθὼν τὸ πάθημα· τὸ δ᾽ οὔπω πρόσθ(ε)
ἐπεπόνθεις· θεὸς ἐγένου ἐξ ἀνθρώπου· ἔριφος ἐς γάλα ἔπετες. χαῖρε, χαῖρε, δεξιὰν
ὁδοιπορ<ῶν> λειμῶνάς τ(ε) ἱεροὺς καὶ ἄλσεα Φερσεφονείας»[8]. (Βλ. Ορφικό
απόσπασμα Νο. 20 ή I. G. XIV 642).
Για τις
ψυχές που θα ενσαρκωθούν ξανά – στον «χ» παρόντα ενιαυτό!
«Θα
βρεις στα δεξιά του οίκου του Άδη μια πηγή, που δίπλα της στέκει λευκό
κυπαρίσσι. Σε αυτή την πηγή καθόλου μην πλησιάσεις. Αλλά θα βρεις μπροστά μια
άλλη στης Μνημοσύνης τη λίμνη από την οποία ρέει ψυχρό ύδωρ και φύλακες την
φυλάνε, που θα σου πουν προς τα πού πρέπει να βαδίσεις. Σε αυτούς εδώ να πεις
όλη την αλήθεια. Πες : “Της Γαίας παις είμαι και του έναστρου ουρανού, Αστέριος
το όνομά μου. Από την δίψα φλέγομαι. Αλλά δώστε μου να πιώ από την πηγή”. (εύρήσεις
Άΐδαο δόμοις ένδέξια κρήνην, παρ ‘ δ ‘ αύτήι λευκήν εστηκυϊαν κυπάρισσον ταύτης
της κρήνης μηδέ σχεδόθεν πελάσηισθα· πρόσσω δ ‘ εύρήσεις το Μνημοσύνης από
λίμνης ψυχρον ϋδωρ προ<ρέον>· φύλακεςίι} δ’ έπύπερθεν έασιν οι δέ ο’
είρήσονται ο τι χρέος είσαφικάνεις. τοις δέ σύ εϋ μάλα πασαν άληθείην καταλέξαι{ιι}·
ειπείν «Γης παις ειμί και Ουρανού αστ<ερόεντος>· Άστέριος όνομα· δίψηι δ’
είμ’ αϋος· αλλά δότε μοι πιεν από της κρήνης».
_________________________________
Πηγές
Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι : «Περί Ορφέως», τόμος πρώτος – Εκδόσεις
Κάκτος.
Λατρείες στην Κρήτη: η περίπτωση των διονυσιακών-ορφικών
ελασμάτων (Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης)
[1] Πολιτεία, 614. b.8 –
d.1 : “Άμα βγήκε η ψυχή του από το σώμα του [του Ήρος από την Παμφυλία] έφυγε
μαζί με πολλούς άλλους και έφθασαν σε έναν τόπο δαιμόνιον όπου ήσαν δύο χάσματα
της γης συγκρατητά μεταξύ τους, και ακριβώς αντίκρυ τους επάνω στον ουρανό άλλα
δύο. Μεταξύ αυτών καθόταν δικαστές, και αυτοί, άμα τελείωναν κάθε δίκη,
διέτασσαν τους δίκαιους να πορευθούν τον δρόμο που ήταν δεξιά και προς τα άνω
δια μέσω του ουρανού, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν μια πινακίδα μπροστά
τους, σαν φυλαχτό, που έγραφε όλες την
απόφασή τους, τους αδίκους πάλι τους διέτασσαν να πορευθούν τον δρόμο
που ήταν αριστερά και προς τα κάτω, αφού και σε αυτούς κρεμούσαν μια πινακίδα,
αλλά από πίσω τους, που έγραφε όλες τις πράξεις που είχε κάνει ο καθένας. ( ἔφη
δέ, ἐπειδὴ οὗ ἐκβῆναι, τὴν ψυχὴν πορεύεσθαι μετὰ πολλῶν, καὶ ἀφικνεῖσθαι σφᾶς εἰς
τόπον τινὰ δαιμόνιον, ἐν ᾧ τῆς τε γῆς δύ᾽ εἶναι χάσματα ἐχομένω ἀλλήλοιν καὶ τοῦ
οὐρανοῦ αὖ ἐν τῷ ἄνω ἄλλα καταντικρύ. δικαστὰς δὲ μεταξὺ τούτων καθῆσθαι, οὕς, ἐπειδὴ
διαδικάσειαν, τοὺς μὲν δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι τὴν εἰς δεξιάν τε καὶ ἄνω
διὰ τοῦ οὐρανοῦ, σημεῖα περιάψαντας τῶν δεδικασμένων ἐν τῷ πρόσθεν, τοὺς δὲ ἀδίκους
τὴν εἰς ἀριστεράν τε καὶ κάτω, ἔχοντας καὶ τούτους ἐν τῷ ὄπισθεν σημεῖα πάντων ὧν
ἔπραξαν”).
[2] Το απόσπασμα προέρχεται από μια χρυσή πλάκα από την Πετηλία
(ή Πετελεία), πόλη του Βρουττίου της Ν. Ιταλίας, η οποία χρονολογείται στον 4ον
– 3ον αιώνα π. Χ. Οι χρυσές αυτές πλάκες, που βρέθηκαν σε τάφους, παρέχουν
οδηγίες στους νεκρούς. Μία άλλη πλάκα σαν και αυτή, από το Ιππώνιο, του 4ου
αιώνα π.Χ. περίπου (Βλ. G.P. Carratelli, Parola den Passato 29 [1974) 108 – 126
και 31 (1976) 458 – 466] 10-16),
ανάλογου περιεχομένου με αυτή, τελειώνει με τους ακόλουθους στίχους: “Και δρόμο
παίρνεις πολυσύχναστο, δρόμο ιερό, που και άλλοι μύστες έχουν πάρει και βακχευτές
ένδοξοι”.
[3] Χρυσή πλάκα από την Ελευθέρνα της επαρχίας Μυλοπόταμου
Ρεθύμνου Κρήτης, που χρονολογείται στον 2ον αιώνα π.Χ.
[4] Ως Έριφος χαρακτηρίζεται ο μύστης λόγω της σχέσης του με τον
Διόνυσο, ο οποίος στο Μεταπόντιο ονομάζονταν «Ερίφιος». Επομένως ο έριφος είναι
ο νέος βάκχος . Στον μύθο, μάλιστα, του Διονύσου, ο Δίας μεταμορφώνει τον υιό
του σε κατσίκι για να γλυτώσει από την ζήλια της Ήρας.
[5] Το απόσπασμα προέρχεται από χρυσή πλάκα που βρέθηκε κοντά
στην Νάπολη της Ιταλία, στο κτήμα του Βαρόνου Κομπάνιο, του 4ου πΧ αιώνα.
[6] Το απόσπασμα προέρχεται από χρυσή πλάκα που βρέθηκε κοντά
στην Νάπολη της Ιταλία, στο κτήμα του Βαρόνου Κομπάνιο, του 4ου πΧ αιώνα.
[7] Το απόσπασμα προέρχεται από την χρυσή πλάκα της Καικιλίας
Σκουνδείνας, πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Καμπαρέτι [D. Comparetti].
[8] Το απόσπασμα προέρχεται από την 1η χρυσή πλάκα της Συβάρεως,
στην περιοχή του «Timpone Grande [μεγάλος τάφος]», του 4ου πΧ αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.