Ήτανε
που λες κάποτε ένας τοκογλύφος. Και το χωριό του το λέγανε Μαύρη Τρύπα. Μα
έσπρωξε κι αυτός τον οφειλέτη του στην απόγνωση. Κρεμάστηκε στην πόρτα του
σπιτιού του. Δεν άφησε καν παιδάκια πίσω. Να τον κλάψουν. Μόνο τον τοκογλύφο.
Που σαν έμαθε τα καθέκαστα πήγε να κρεπάρει από το κακό του. Κι αγαναχτισμένος
σήκωσε τα χέρια του και φώναξε:
- Ποιος
θα μου δώσει τα λεφτά μου τώρα;
Από τη
σύγχυση και την οργή του πήγε ο ψυχοβγάλτης στα εικονίσματα ν' ανάψει τσιγάρο
στη φλόγα του καντηλιού. Να γλιτώσει και το σπίρτο.
Εκεί
ήταν που λαδώθηκε το χαρτί στην άκρη του τσιγάρου του από το λάδι του
καντηλιού. Σαν το είδε ο τοκογλύφος γονάτισε κι άρχισε να ικετεύει:
-
Συχώρα με, Χριστέ! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, κι αρτεύτηκα. Οι καμπάνες χτυπούν
λυπητερά το σταυρό σου, κι εγώ κατάλυσα τη νηστεία. Ήμαρτον ο αμαρτωλός.
Μια από
τις παραβολές που μας άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης. Για να εξηγήσει το odi et
amo. Και ο καθένας τη διαβάζει κατά την περίσταση που τον απασχολεί. Ειδικά
εκείνο για τα λεφτά. Που δεν είναι ανάγκη να είναι λεφτά. Ούτε και ο τοκογλύφος
να είναι τοκογλύφος.
Έτσι κι
αλλιώς περισσεύουν εκείνοι που θαρρούν ότι επένδυσαν και έχουν να λαμβάνουν.
Και νευριάζουν και θυμώνουν πολύ όταν η επένδυση πάει στράφι. Και γίνονται
λύκοι. Και ορμάνε.
Πού να
ακουστεί πια το αηδόνι; Μέσα στα ουρλιαχτά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.