Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΨΥΧΩΝ ΠΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Η ψυχή του φιλοσόφου που έχει ανέβει στο νοητό και αναγκαστικά κατεβαίνει προς τα κάτω, «γνωρίζει πόση είναι η πλάνη (=περιπλάνηση) της ψυχής, όχι μόνο στις αισθήσεις, στις φαντασίες και στις δόξες (=γνώμες) αλλά και στις ίδιες τις ανελίξεις των διανοητικών λόγων (=λογισμών) ∙ γνωρίζοντας αυτό και ενθυμούμενος τους δικούς του άθλους, φοβάται να κατέβει και πάλι σε μία τέτοια πλάνη (=περιπλάνηση), σαν ένας νέος Οδυσσεύς, ο οποίος, αφού επέστρεψε στην πατρίδα του και κατέχει πλέον το οικείο αγαθό[1], δέχεται παρακλήσεις για κάποιους πολέμους εναντίον των βαρβάρων, όμοιους με αυτούς που είχε διεξάγει και με την εμπειρία του δεν επιλέγει να φύγει από την πατρίδα του, επειδή θυμάται τις περιπέτειες που πέρασε στους πολέμους και στην πλάνη (=περιπλάνηση) για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αφού, λοιπόν, ανέβηκε από τις φαντασίες και από τις αισθήσεις, στο λογισμό, και από το λογισμό στο νου, δικαιολογημένα φοβάται την κάθοδο στο λογισμό και την πλάνη (=περιπλάνηση) μέσα από την διάνοια, μήπως χωρίς να το καταλάβει υποπέσει στις φαντασίες και τις αισθήσεις.
Διότι η κάθοδος από το νου δεν είναι ασφαλής ούτε πρέπει να απομακρύνεται κανείς από τα πρώτα, μήπως χωρίς να το καταλάβει μείνει στα κατώτερα.
Έτσι και ο Σωκράτης στον «Φαίδρο», αφού πιέστηκε από τον Φαίδρο, περιέγραψε την φυσική ομορφιά, καθώς και την ομορφιά που παρατηρείται στις μεσαίες βαθμίδες των Ιδεών, και αφού έφυγε και από αυτά, μέσω του Θείου Έρωτος ανεβάζει τις ψυχές προς το νοητό κάλλος και αποκαλεί τόλμη, ασέβεια και αμάρτημα την κάθοδο από αυτό στα κατώτερα και την υποβάθμιση της νοήσεως του πρωτίστου κάλλους.
Επειδή, λοιπόν, και ο Παρμενίδης αποφεύγει αυτά και επειδή θυμάται την πλάνη (=περιπλάνηση) του και επειδή έχει βρεθεί σε λιμάνι, διστάζει να κατέβει στο πλήθος των λόγων από το νοερό και απλό είδος της ενέργειας∙ ωστόσο κατεβαίνει χάριν του αγαθού και για την ευεργεσία των κατωτέρων∙ διότι αυτή η χάρη είναι μίμηση της πρόνοιας των Θεών.
Τέτοιες, λοιπόν, είναι οι κάθοδοι των Θείων Ψυχών από το νοητό, να κρατιούνται από τα Θεία, να γνωρίζουν καλώς τα κακά της πλάνης (=περιπλανήση), να κατεβαίνουν μόνο για ευεργεσία και όχι για ικανοποίηση της αγάπης για τον κόσμο της γένεσης, να μην πέφτουν στα βαθιά και να μην προσκολλώνται στα αόριστα είδη ζωής»
(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην» 1029.34 – 1030.35)
Τέτοιες Θείες Ψυχές, είναι για παράδειγμα:
ο Θείος Παρμενίδης, όπως μας αναφέρει ο Πρόκλος στο απόσπασμα αυτό.
ο Θείος Σωκράτης, που ἐπὶ εὐεργεσίᾳ τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους καὶ τῶν ψυχῶν τῶν νέων κατεπέμφθη εἰς γένεσιν·[2]
ο Θείος Πλάτων, που οι Θεοί των έδωσαν στους ανθρώπους [3]
ο Θείος Συριανός, δάσκαλος του Πρόκλου, υπήρξε αληθινός συγχορευτής του Πλάτωνα που συμπληρώθηκε πλήρως από την Θεία Αλήθεια και κατέστη για εμάς οδηγός αυτής της θεωρίας και αληθινός ιεροφάντης τούτων των Θείων Λόγων και ήρθε στους ανθρώπους σαν πρότυπο της φιλοσοφίας, προς όφελος των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την λατρεία στο σύνολο της, επικεφαλής της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον [4]
______________________________________________________
[1] Δηλαδή το οικείο αγαθό του Οδυσσέως είναι η Πηνελόπη
[2] (Βλ., Ερμείας «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Φαίδρον» 1.1 – 1.2)
[3]
“ἤματι τῷδε Πλάτωνα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν” (Βλ., «Ανώνυμα προλεγόμενα στην Πλατωνική Φιλοσοφία» 6.1 – 6.22)
[4] «
ὁ τῷ Πλάτωνι μὲν συμβακχεύσας ὡς ἀληθῶς καὶ ὁ μεστὸς καταστὰς τῆς θείας ἀληθείας, τῆς δὲ θεωρίας ἡμῖν γενόμενος ταύτης ἡγεμὼν καὶ τῶν θείων τούτων λόγων ὄντως ἱεροφάντης· ὃν ἐγὼ ϕαίην ἂν ϕιλοσοϕίας τύπον εἰς ἀνθρώπους ἐλθεῖν ἐπ’ εὐεργεσίᾳ τῶν τῇδε ψυχῶν, ἀντὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἀντὶ τῶν ἱερῶν, ἀντὶ τῆς ὅλης ἁγιστείας αὐτῆς, καὶ σωτηρίας ἀρχηγὸν τοῖς γε νῦν οὖσι ἀνθρώποις καὶ τοῖς εἰσαῦθις γενησομένοις»
(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην» 620.15 – 620.24)
Γουλέτας Παναγιώτης (Αλκίνοος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.