Ο Πατριάρχης
Διονύσιος (1671-1673) και ο Άνθιμος ΣΤ’ (1854), όπως μας βεβαιώνει ο Γάλλος περιηγητής J. Galland και ο Π.
Καρολίδης στην ιστορία του, «δέονταν
στο Θεό και παρακαλούσαν τον Ύψιστο για τον σουλτάνο, για την νίκη των
τουρκικών όπλων και τον αφανισμό των σκλαβωμένων Ελλήνων, που αγωνίζονταν τότε
για τη λευτεριά τους στον καιρό της Ηπειροθεσσαλικής επανάστασης».
Η
ελληνική εφημερίδα «Αθηνά» της 16/5/1836 γράφει για το ιερατείο: «Ας θυμηθούμε τι ήταν επί τουρκικής τυραννίας
οι αρχιερείς μας. Εάν εξαιρέσουμε πολύ λίγους, όλοι οι άλλοι ήταν δεσπότες, τύραννοι
των χριστιανών. Ψηφίζονταν αρχιερείς, όχι κατ’ εκλογή αρετής και παιδείας, αλλά
με κολακείες και δουλικότητα, και με
παχιές προσφορές χρημάτων, αρπάζοντας έτσι την ποιμαντική ράβδο φορολογούσαν
άσπλαχνα το δυστυχισμένο ποίμνιο τους. Πουλούσαν καπηλικά την ιεροδιακονία και
ιεροσύνη, τους εγκαινιασμούς και αγιασμούς, τις λειτουργίες και όλες των υπέρ των
χριστιανών γινόμενες τελετές. Έκαναν με βαρεία χρηματική ποινή τους σκληρούς
εκείνους απάνθρωπους αφορισμούς, περιφρονούσαν την παιδεία και κατάτρεχαν τους μορφωμένους».
Ο
Πρώσος ελληνομαθής καθηγητής Jacob Bartholody, σε μια από τις πολλές επισκέψεις
του στην Ελλάδα το έτος 1803, στο εμπεριστατωμένο χρονικό του, που κυκλοφόρησε
στα Γερμανικά το 1805 και στα Γαλλικά το 1807, γράφει: «Η ανάπτυξη της παιδείας στην Ελλάδα δεν
εμποδίστηκε από τον Τούρκο δυνάστη του
Έθνους. Λυσσαλέο διωγμό κατά των γραμμάτων έδειξε η ηγεσία της Εκκλησίας».
Σε
διάλυση εξώθησαν οι ρασοφόροι και την κάποτε ανθούσα Σχολή Οικονόμου στη
Σμύρνη, όπως γράφει
σε επιστολή του ο Κ. Κούμας στον Κοραή: «Ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος και ο επίσκοπος Καλλίνικος
(καφοποιός = καφετζής του Άνθιμου), αυτοί οι δύο τύραννοι και ταρτούφοι της περιοχής…
κατεδάφισαν την εκεί φιλολογική σχολή και έδιωξαν τους μαθητές και τους δασκάλους,
κατηγορώντας τους στους τούρκους ότι τάχα δίδασκαν σε αυτήν μαθήματα πολεμικής
τέχνης και τρόπους χρήσης των όπλων για να στραφούν κατά του σουλτάνου…» (ελληνική εφημερίδα «Μέλισσα» των Παρισίων
1819-1821, που εξέδιδαν οι Διαφωτιστές).
Ο φιλέλληνας
Λόρδος Βύρων (1788- 1824) γράφει: «Ούτε
με επιστημονικά θέματα μπορεί να ασχοληθεί ο Έλληνας από έλλειψη παιδείας. Αν
εκφράσει αμφιβολίες, αφορίζεται και καταδικάζεται… Τι απομένει, λοιπόν, σε
εκείνον που έχει κλίση στα γράμματα; Η θρησκεία μόνο και τα συναξάρια. Δεν ασχολούνται
οι δύστυχοι με εξωεκκλησιαστικά θέματα, γιατί φοβούνται οι δύστυχοι τον
αφορισμό».
Ο Γάλλος
περιηγητής και διπλωμάτης Choiseul Gouffier (1776) στο έργο του «Voyage pittoresque
de la Grece» γράφει: «Όλη
η Ελλάδα είναι γεμάτη από καλογέρους που έχουν υποδουλώσει τους εύπιστους Έλληνες
και κυβερνούν όπως θέλουν αυτοί».
«Οι
καλόγεροι με τα όργια τους δημιουργούσαν μεγάλα σκάνδαλα. Με τις αγυρτείες τους
ξεγελούσαν τις γυναίκες και έπαιρναν από αυτές ότι είχαν και δεν είχαν, και από
τους αγρότες έπαιρναν τα χωράφια και το βιός τους ακόμα» (Αλέξανδρος Διομήδης «Βυζαντινές Μελέτες»).
Οι
καλόγεροι πωλούσαν στους ξένους χιλιάδες αρχαιοελληνικούς παπύρους αμέτρητες
χιλιάδες βιβλίων σε εξευτελιστικές τιμές. Έχουν γεμίσει τα μουσεία της Ευρώπης
και τη Αμερικής από παπύρους, βιβλία και ελληνικά αγάλματα, που πουλήθηκαν από τους
αμαθείς ρασοφόρους.
Ο Φραγκίσκος
Πουκεβίλ (1770-1838) γράφει: «Οι
δεσποτάδες ήταν μισητοί στο λαό, λόγω των σκληρών μέτρων που εφάρμοζαν για να
εισπράξουν τα βαριά τακτικά ή έκτακτα
χαράτσια, που κάθε τόσο επέβαλαν στο ποίμνιο τους. Τα χαράτσια αυτά τα αποκαλούσαν
δοσίματα, ήταν υποχρεωτικά και για την είσπραξη τους οι κληρικοί επικαλούντο
και την επέμβαση των τούρκων και την βαρβαρότητα των γενιτσάρων. Γι αυτό και ο λαός
έβλεπε τους ιεράρχες σαν ανθρώπους των τούρκων και όργανα της τυραννίας.
Συμπαθούσαν όμως οι φτωχοί ραγιάδες τους απλούς παπάδες. Τους θεωρούσαν φυσικούς
φίλους τους, γιατί ήταν κι αυτοί οικογενειάρχες αγρότες και φτωχοί. Βέβαια δεν τους
διδάσκουν τίποτα οι παπάδες. Τους παρηγορούν όμως με την παρουσία τους,
συμμερίζονται τα βάσανα τους και ιδροκοπούν μαζί τους στις καθημερινές
δοκιμασίες.
Οι δεσποτάδες για να γίνουν πιο αγαπητοί στον σουλτάνο και στους κατά τόπους Τούρκους σατράπες, συντάσσονταν απόλυτα με το μέρος τους, τους εξυμνούν, του κολακεύουν και φτάνουν στο σημείο να τους θεωρούν και να τους αποκαλούν «θεόθεν πεμθέντες βασιλείς προς ευεργεσία και λύτρωση της ανθρωπότητας» και ιδιαίτερα των ραγιάδων. Συγκροτούν μεταξύ τους οι ιεράρχες δίκτυο συνεργασίας για την από κοινού προβολή και κολακεία του σουλτάνου και των κατά τόπους πασάδων και ισχυρών Οθωμανών, αποβλέποντας και οι ίδιοι στην απόκτηση εύνοιας και στην κάρπωση ιδίων ωφελημάτων από τις κολακείες τους».
Οι δεσποτάδες για να γίνουν πιο αγαπητοί στον σουλτάνο και στους κατά τόπους Τούρκους σατράπες, συντάσσονταν απόλυτα με το μέρος τους, τους εξυμνούν, του κολακεύουν και φτάνουν στο σημείο να τους θεωρούν και να τους αποκαλούν «θεόθεν πεμθέντες βασιλείς προς ευεργεσία και λύτρωση της ανθρωπότητας» και ιδιαίτερα των ραγιάδων. Συγκροτούν μεταξύ τους οι ιεράρχες δίκτυο συνεργασίας για την από κοινού προβολή και κολακεία του σουλτάνου και των κατά τόπους πασάδων και ισχυρών Οθωμανών, αποβλέποντας και οι ίδιοι στην απόκτηση εύνοιας και στην κάρπωση ιδίων ωφελημάτων από τις κολακείες τους».
«Τα μεταβιβαζόμενα
κτήματα υπό τον όρον προστασίας (πατρονοίκιον) στις μονές, όταν τα ζητούσαν
πίσω, οι μονές κατέφευγαν στον σουλτάνο, ο οποίος πάντα έκρινε ότι οι μονές
είχαν πάντα δίκιο» (Αλέξανδρος
Διομήδης 1875-1951 «Βυζαντινές Μελέτες»).
Όπως έχω
προαναφέρει το χαράτσι το εισέπρατταν οι άγιοι ρασοφόροι. «Από τους δυστροπούντες
το έπαιρναν με τη βία, καλούσαν τους γενίτσαρους, για να τιμωρήσουν αυτούς που
χρωστούσαν. Όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, οι ιερείς τους έπαιρναν και το
νοικοκυριό, αλέτρια, κατσαρόλες, τηγάνια ακόμη και παπούτσια» (Το Δίκαιον στην Ελλάδα» Ν. Μοσχοβάκης).
Ο
Άγγλος περιηγητής Γουίλυ Τζελ, αρχαιολόγος τοπογράφος, στο έργο του «The Itinerary
of Greece», λίγο πριν την επανάσταση του 1821, έγραφε: «Σήμερα ο Ελληνικός λαός δουλεύει για
τρεις μεγάλες μάστιγες, τους παπάδες, τους κοτζαμπάσηδες και τους τούρκους».
Ο Κωνσταντίνος
Σάθας (1842-1914) γράφει: «Πολλοί
ύψωσαν γεναία φωνή υπέρ διαδόσεως ολίγου φωτός στην απόκληρη χώρα… Οι
βυζαντινοί έκλεισαν τι φιλοσοφικές σχολές… Και απ’ εναντίας δε, νόμισαν
ότι το σκότος είναι ο ασφαλέστερος του
προσηλυτισμού των εθνικών επίκουρος, περίζωσαν την Ελλάδα με παχύτατο περίβολο
αμάθειας».
Ο
λογοτέχνης Εμμανουήλ Αντωνιάδης το 1857, έγραψε στην εφημερίδα Αθηνά: «Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί του
Βυζαντίου ήταν προορισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινο νου».
Αποσπάσματα
από το βιβλίο του Στρατηγού και συγγραφέως κ. Γεράσιμου Καλογεράκη, «Το
Ολοκαύτωμα Του Ελληνισμού, εκδ. Δίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.