Η λέξη
κλήρος παράγεται από το "κλαράκι" (ηχοποίητον, από τον κρότο που
ακούγεται όταν σπάμε ένα κλαδάκι).
Κατά
την "κλήρωσιν" ό καθείς έθετε το κλαδάκι του, δηλ. το δικό του
"ξυλαράκι" με χαραγμένα επάνω σημεία η γράμματα, εντός κοίλου σκεύους
(στον πόλεμο εντός μιας περικεφαλαίας) και ακολούθως έπαλλον μέχρις στου
εκτιναχθή και πέση στην γη ό πρώτος "κλάρος" η "κληρος".
Ό
Όμηρος εις το Γ της Ιλιάδος, όπου αφηγείται την μονομαχία Μενελάου-Πάριδος,
περιγράφει παραστατικά πώς "πάλλουν κλήρους" δια να καθορισθεί από
τύχη ποιος θα ρίξει πρώτος το ακόντιον. Τους κλήρους τους "έπαλεν"
εντός κράνους ό Έκτωρ "αψ όρών", δηλ. κοιτάζοντας προς τα πίσω και
Όχι προς την " κληρωτιδα", δι' ευνοήτους λόγους.
Και ο
θεός "εξόρουσε" (=εκανε να εκπηδήση, να εξορμήση) πρώτος ο κλήρος του
Πάριδος, πέφτοντας ακολούθως στην γη. Εξού και ή σημερινή έκφρασης "τού
έπεσε ό κλήρος", "μου έπεσε το λαχείο".
Με
κλήρους εμοιράσθηκαν τα πρώτα αγροτεμάχια, εξού και κλήρος = περιουσία•
"νέμειν κλήρον" σημαίνει ότι διανέμονται οι παίδες την πατρφαν κτησιν
(εξ αυτού, τόσον το ρήμα κληρονομώ = λαμβάνω μερίδιον από την περιουσίαν, και
το κληροδοτώ = δίδω τον "κληρον" μου).
Από το βιβλίο της Άννας Τζιροπούλου, "o εν τη λέξει
Λόγος"
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
ΜΥΘΑΓΩΓΙΑ
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
ΜΥΘΑΓΩΓΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.