
Μια
νοικοκυρά, αφού είπαμε τα κάλαντα, ρώτησε:
-Εσείς οι δυο παρέα είστε;
-Ναι, είπαμε εμείς.
-Πάρτε μισή δραχμή.
Από τότε σε εκείνο το σπίτι πηγαίναμε χωριστά. Πρώτα ό ένας και μετά ο άλλος, που περίμενε στη γωνία. Και έτσι της παίρναμε δυο μισές δραχμές… Έτσι εσύ; Να κι εμείς.
-Εσείς οι δυο παρέα είστε;
-Ναι, είπαμε εμείς.
-Πάρτε μισή δραχμή.
Από τότε σε εκείνο το σπίτι πηγαίναμε χωριστά. Πρώτα ό ένας και μετά ο άλλος, που περίμενε στη γωνία. Και έτσι της παίρναμε δυο μισές δραχμές… Έτσι εσύ; Να κι εμείς.
Με τα
κάλαντα ξέραμε σε ποια σπίτια έμεναν πολύ καλοί άνθρωποι και σε ποια, απλώς
καλοί…
Ξέραμε ποια κυρία ήταν η καλύτερη η πιο αξιαγάπητη η πιο ευγενική του χωριού.
Ξέραμε ποια κυρία ήταν η καλύτερη η πιο αξιαγάπητη η πιο ευγενική του χωριού.
Αλλά υπήρχε
και ένα σπίτι που ποτέ δεν μας είχε ανοίξει την πόρτα. Ήταν μέσα αμπαρωμένοι και δεν άνοιγαν ποτέ… Πρέπει να είχαν κάποια μακρινή
συγγένεια με τον θείο Σκρούντζ που διαβάζαμε τότε.
Δεν
ξεχνούσαμε ποτέ την τσιγκουνιά τους και την ψεύτικη κουφαμάρα τους. Μια φορά
που περνούσαμε από το σπίτι τους, κάναμε μια αθώα ζαβολιά… Δεν μας ανακάλυψαν…
Αν
τυχόν και μας έπιαναν, θα τους λέγαμε επιτέλους μια φορά τα κάλαντα κι ας ήταν
και Αύγουστος…
Σείριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.