Αὐτοί, λοιπόν, οι Επίσκοποι, περιφέρονται εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν ἐκδύουσι τοὺς πολλὰ ἀθώους χωριάτας, καὶ μάλιστα τὰς γυναῖκας. Ὅταν δὲν
τοὺς εὑρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος ἁρπάζουσι ἓν φόρεμα, τίνος ἓν ἐργαλεῖον τῆς
γεωργικῆς, τίνος ἓν στολίδι τῆς γυναικός του, καὶ φθάνουσι νὰ τοὺς παίρνουσιν ἕως
καὶ τὰ δοχεῖα τῶν φαγητῶν. Ἀπὸ ἄλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλὰ σιτάρι ἢ τόσον
κρασί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, τοὺς γυμνώνουσι, καὶ ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσι καὶ φεύγουσι.
Πολλάκις δὲ περιέρχεται ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος εἰς τὰ χωρία, καὶ τότε πλέον ἀκολουθοῦν
τὰ χειρότερα. Αὐτὸς ὁ ἀναίσχυντος καὶ βάρβαρος καὶ ἀμαθέστατος ἄνθρωπος, ἀφοῦ
τρώγει δι᾿ ὅσας ἡμέρας μένει εἰς τὸ χωρίον ἀπὸ τὴν πτωχὴν κοινότητα, ἀφοῦ ἁρπάζει
ὅσα περισσότερα δυνηθῇ, τότε ἀφορίζει ἕνα δύο, καὶ ἄλλους τόσους κάμνει
παπάδες, καὶ ἔπειτα φεύγει.
Ὁ
τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει ἄξιον, ἕνα χωριάτην, τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ὁ ἀκόλουθος.
Πρῶτον τοῦ ζητεῖ ἑκατόν, ἢ περισσότερα, ἢ ὀλιγότερα γρόσια, καὶ τὰ λαμβάνει, ἔπειτα
τὸν ρωτᾶ, ἂν ἠξεύρῃ γράμματα, ἤτοι νὰ γράψῃ καὶ νὰ ἀναγνώσῃ, ὕστερον τοῦ φέρει
τὸ Ψαλτήριον, καὶ αὐτὸς ἀναγινώσκει ἓν κατεβατόν, καὶ εὐθὺς τὸν κάμνει ἱερέα. Ἡ
ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ἱερέων εἶναι ἄκρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι κατὰ
συμβεβηκὸς ἀποκαθίστανται ἀρχιμανδρῖται, ἔπειτα δὲ κερδίζοντας, ἀγοράζουν ἐπισκοπάς,
καὶ ἐξακολούθως γίνονται ἀρχιεπίσκοποι καὶ ὄχι ὀλίγας φορὰς πατριάρχαι. Ὅθεν, ὅλοι
σχεδὸν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἐκκλησίας κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν ποταπότητα, καὶ οἱ
περισσότεροι εἶναι ἀμαθέστατοι. Ἕνας ἀρχιμανδρίτης, ἀναγινώσκοντας ἐπ᾿ ἐκκλησίας
τὸ εὐαγγέλιον, ἔτυχεν εἰς τὸ τέλος τοῦ κατεβατοῦ τὸ ἀπαρέμφατον ἐπανέρχεσθαι. Ὅθεν
αὐτὸς ἀνέγνωσε τὸ ἐπανερ- ὅπου ἐτελείωνε τὸ κατεβατόν, καὶ ἔπειτα γυρίζοντας τὸ
φύλλον ἐπρόφερετο τὸ -χέσθαι, εἰς τρόπον ὁποὺ ἐρέθισε ἕνα γενικὸν γέλωτα εἰς τοὺς
παρεστῶτας.
Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται ἐκεῖνοι οἱ
πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ
μοναστήρια - δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται - μὲ κάποιας πανταχούσας. Αὐταί, αἱ οὕτως
καλούμεναι πανταχοῦσαι, εἶναι κἄποιαι παρακαλεστικαὶ ἐπιστολαὶ τῶν μοναστηρίων, ὁποὺ τὰς στέλνουν πρὸς τοὺς
χριστιανούς, καὶ εἶναι γεγραμμέναι μὲ διάφορα χρώματα καὶ μὲ μεγάλα στοιχεῖα.
Αὐτοὶ εἶναι
ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ
δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν
παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν, ἀρχινοῦσιν
ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς
γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι. Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ
καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ
κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου
Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς
νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ κόκκαλά του. Ἐγώ, ἕως τώρα βέβαια, εἶδα ἕως τέσσαρας
κεφαλὰς τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἐπειδή, ὅταν ἀκολουθῇ ἡ πανοῦκλα, τότε κάθε
πολιτεία ἔχει ἀπὸ μίαν κεφαλὴν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους.
Οἱ
περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ
ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται
ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων. Τὰ δὲ μοναστήρια αὐτὰ ἔχουσιν εἰς κάθε πολιτείαν ὑποστατικὰ
καὶ ὀσπίτια, τὰ ὁποῖα καλοῦσι μετόχια καὶ τὰ κατοικοῦσιν αὐτοὶ οἱ περιηγηταί. Ἐκεῖ
μετροῦσι τὰ κλεφθέντα χρήματα, διὰ νὰ λάβωσιν αὐτοὶ κρυφίως τὰ μισὰ καὶ τὰ λοιπὰ
νὰ τὰ ὑπάγωσιν εἰς τὰ μοναστήριά των. Ἐγὼ ἐγνώρισα ἕνα πνευματικὸν Ἁγιορείτην, ὁ
ὁποῖος δὲν ἦτον τόσον ἀμαθής, ὅσον ἦτον ὑποκριτὴς καὶ φιλάργυρος. Πολλάκις,
λοιπόν, καυχώμενος μοῦ ἐδιηγεῖτο, ὅτι εἰς εἴκοσι χρόνους ἔκαμεν ἕνα καπιτάλι ἀπὸ
ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες γρόσια, καὶ εἶχε δοσμένα εἰς τὸ μοναστήριόν του τὰ δύο
τρίτα, τὰ δὲ λοιπὰ εἶχε μοιρασμένα εἰς διαφόρους πραγματευτὰς μὲ τὸ διάφορον. Αὐτὸς
εἶχε τὴν κάραν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου.
Αὐτὰ τὰ
τέρατα λοιπόν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τοὺς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕνας ἀναστεναγμός,
συνηθίζουν κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν ἀπάθειαν, καὶ φθάνουσιν εἰς τοιοῦτον
βαθμόν, ὁπού, ὁ κόσμος καὶ ἂν χαλάσῃ, τίποτε δὲν τοὺς μέλει.
Εἶναι δὲ
κατήγοροι εἰς τὸ ἄκρον, καὶ ἂν εἰς καμμίαν πολιτείαν εὑρεθῇ τινάς, ἢ ἱερεύς, ἢ
λαϊκός, νὰ εἶναι ὁπωσοῦν προκομμένος, αὐτοὶ τὸν ἔχουσι διὰ ἐχθρόν τους ἀθανάσιμον.
Τότε περιφερόμενοι εἰς τὰ ὀσπίτια, εὐθὺς μὲ ἄκρον ὑποκριτικὸν τρόπον τὸν
κακολογοῦσι, τὸν κηρύττουσιν εὐθὺς ἀνευλαβῆ καὶ ἄθεον. Ὁ μεγαλείτερος στοχασμός
των εἶναι νὰ κρύπτωσι τὴν ἀμάθειάν των.
Ποῖος δὲν
βλέπει, ὦ Ἕλληνες, τὸν ἀφανισμόν, ὁποὺ εἰς τὴν Ἑλλάδα προξενεῖ τὴν σήμερον τὸ ἱερατεῖον;
Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν
ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων. Οἱ τοιοῦτοι, ὄντες ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε στοχασμὸν
καὶ φροντίδα, χαίρονται ἄκραν ὑγιείαν καὶ τρώγοσι διὰ ἑκατὸν πενήντα χιλιάδας.
Τόσαι ἑκατοντάδες
μοναστήρια, ὁποὺ πανταχόθεν εὑρίσκονται, εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή,
χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ
φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα
τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ79. Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἀθλία
καὶ φοβερὰ κατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἱερατείου, καὶ ἡ πρώτη αἰτία ὁποὺ ἀργοπορεῖ
τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΠΑΡΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΟΙ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ- Ἐν Ἰταλίᾳ. 1806.
Συντεθείς
τε καὶ τύποις ἐκδοθεὶς ἰδίοις ἀναλώμασι πρὸς ὠφέλειαν τῶν Ἑλλήνων
ΣΤΟΧΑΣΟΥ,
ΚΑΙ ΑΡΚΕΙ
Ολόκληρο
το έργο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ εδώ: http://www.24grammata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.