Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται
μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί
στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς
τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως
τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν
ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν:
«Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ
πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ
Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν;
Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; Μᾶς ἀνέφερον ποτὲ πῶς διοικεῖται
ὁ κόσμος καὶ ὁποία εἶναι ἡ καλλιτέρα διοίκησις; Μᾶς ἐξήγησαν ποτὲ τί ἐστὶ ἀρετή,
καὶ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τινάς, καὶ πότε λάμπει ἡ ἀρετή; Καὶ
ποῖος νὰ μᾶς τὰ εἰπῇ, ἂν δὲν τὰ λέγουσιν αὐτοί; Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας!
Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν (Ἄλλο δὲν λέγουσι, ἢ ἄλλο δὲν ἠξεύροσι νὰ εἴπωσι, παρὰ νὰ μὴν φάγῃ
ὁ λαὸς λάδι τὰς Τετράδας καὶ νὰ δώσῃ χρήματα τῶν καλογήρων).
Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας;
Οἱ ἱεροκήρυκες,
οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ
τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί,
μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν
μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ
Θεός». Καὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καὶ τὸ ρητὸν «ὃν ἀγαπᾷ
Κύριος, παιδεύει».
Ὦ ἄνθρωποι, ὄντως βάρβαροι, χυδαῖοι καὶ ἐχθροὶ φανεροὶ τῆς
πατρίδος μας καὶ τοῦ ἰδίου Χριστοῦ, πῶς ἐννοεῖτε ἔτζι ἀνάποδα αὐτὸ τὸ ρητόν, καὶ
κάμνετε μὲ τὴν ἀμάθειάν σας καὶ τινὰς νὰ βλασφημῶσι; Δὲν καταλαμβάνετε, ἀνόητοι,
ὅτι τὸ «παιδεύω», εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐννοεῖ ποτὲ μὲν τὸ «διδάσκω», ποτὲ
δὲ τὸ «τιμωρῶ», καὶ ὅτι εἰς αὐτὸ τὸ ρητὸν ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἐννοῇ τὸ
«διδάσκω»; Καὶ οὕτως ὁ πατήρ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν υἱόν του, τὸν διδάσκει, ἤτοι τὸν
παιδεύει. Ἀλλ᾿ ἂς τὸ ἐξηγήσωμεν κατὰ
τὸ λεξικὸν τῆς ἀμαθείας, καὶ νὰ εἰπῶμεν, ὅτι τιμωρεῖ ἕνας ὅποιον ἀγαπᾷ. Ἀλλά,
διατί τὸν τιμωρεῖ; Βέβαια, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ ἀπὸ τὰ σφάλματά του καὶ νὰ τὸν
καταστήσῃ χρηστοηθῆ καὶ ἐνάρετον. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ νομισθῇ παιδεία πρὸς τὸ
καλὸν ἡ τυραννία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη, εἶναι ἐχθρὰ πάσης ἀρετῆς καὶ
πρόξενος πάσης κακίας; Πῶς, χυδαῖοι, δὲν τὸ βλέπετε, μόνον ἐκφωνεῖτε ὅ,τι σᾶς ἔλθῃ
εἰς τὴν ἐνθύμησιν, χωρὶς νὰ στοχασθῆτε, ὅτι εἰς τοιαύτας ὑποθέσεις ἡ παραμικρὰ
κακοεξήγησις φέρει ἀνεκδιήγητα καὶ πολυάριθμα κακὰ εἰς τοὺς ἀκροατάς;
Ἴσως ὅμως
τὸ λέγετε πρὸς παρηγορίαν; Ὤ, κακὸν χρόνον νὰ ἔχητε καὶ ἐσεῖς καὶ ἡ παρηγορία
σας! Αὐτὴ εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν τῆς θλίψεως, καὶ εἰς ἄλλο δὲν
χρησιμεύει, παρὰ εἰς τὸ νὰ καταστῇ τοὺς Ἕλληνας πάντοτε ἀξίους παρηγορίας. Ἐσεῖς
φωνάζετε μὲ ἄκραν ἡσυχίαν καὶ λέγετε: «Ἀγαπητοί, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσεν τὴν ὀθωμανικὴν
τυραννίαν, διὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, καὶ παιδεύοντάς μας εἰς τὴν
παροῦσαν ζωήν, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μετὰ θάνατον ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν». Ὦ ἐχθροὶ
τῆς ἀληθείας, τουτέστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Δὲν βλέπετε, ὁπού, μὲ αὐτὴν τὴν κακήν
σας καὶ ἄτοπον παρηγορίαν, ὑποχρεώνετε τοὺς Ἕλληνας, ἀντὶς νὰ μισήσουν τὴν
τυραννίαν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἀγαπῶσι, καὶ
μάλιστα, νὰ νομίζωνται εὐτυχεῖς, πιστεύοντες ἀπὸ ἁπλότητά των, ὅτι παιδεύονται
εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸν παράδεισον; Ποῖος Ἐσκαριώτης σᾶς ἔβαλεν
εἰς τὸν νοῦν, νὰ προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, ὅταν δὲν ἠξεύρετε νὰ τὴν ἐξηγήσητε,
ὦ ἀναίσχυντοι; Τὰ ἁμαρτήματα, ἴσως, παιδεύονται μὲ ἄλλα ἁμαρτήματα, ὦ ἄφρονες;
Δὲν στοχάζεσθε, πόσον ἀτιμεῖτε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τοὺς
παραλογισμούς σας; Ὅτι ἡ τυραννία εἶναι μισητὴ καὶ ἀπὸ τὸν θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ὅτι εἶναι κακόν, ποῖος δὲν τὸ ἠξεύρει; Πῶς ἐσεῖς λοιπὸν τὴν παρασταίνετε
σχεδόν - σχεδόν, ὡς ἕνα καλὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας; Ποῖος φίλος παρηγορεῖ τὸν φίλον
του διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, πρὶν ἀπεθάνῃ; Καὶ ἐσεῖς, ὁποὺ ὀνομάζεσθε ὑπερασπισταὶ
καὶ φίλοι τῆς ἀνθρωπότητος, παρηγορεῖτε τοὺς Ἕλληνες, ὡσὰν νὰ εἶχαν χάσει τὴν
πατρίδα των, καὶ τοὺς νομίζετε ὡσὰν τοὺς Ἑβραίους; Τί ἄλλο λέγουσιν οἱ φίλοι ἑνὸς
υἱοῦ, ὁποὺ ἔχει τὸν πατέρα του ἄρρωστον, εἰμὴ ὅτι νὰ ἐλπίζῃ, νὰ κράξῃ ἰατρούς,
καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ; Διατί καὶ ἐσεῖς δὲν λέγετε τὰ ἴδια πρὸς τοὺς
Ἕλληνας διὰ τὴν ἀσθενῆ πατρίδα των, ἀλλὰ συμβουλεύετε ὅλον τὸ ἐναντίον ἀπ᾿ ὅ,τι
τὸ εὐαγγέλιον παραγγέλλει;
Ἐσεῖς οὐχί, οὐχί! δὲν εἶσθε ποιμένες, οὔτε ὁδηγοὶ τοῦ
φωτός, ἀλλὰ λύκοι, καὶ ἡ καθέδρα τοῦ σκότους εἶσθε, ὦ ψεῦσται καὶ ὑποκριταί. Ἕως
πότε ἡ ἀμάθεια θέλει καλύπτει τὴν μιαράν σας ψυχὴν μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑποκρισίας;
Φεῦ! Ἴσως τινὰς ἀπὸ αὐτοὺς πάλιν ἀποκριθῇ, ὅτι «πῶς νὰ κηρύξωμεν ἐπ᾿ ἄμβωνος τὰ
τοιαῦτα; Δὲν δυνάμεθα, φοβούμεθα». Ἔ! δοῦλε ἄπιστε τῆς ἐκκλησίας, δὲν ἀπαρνήθης
ἴσως ἐσὺ τὸν κόσμον, ὅταν ἐνδύθης τὸ φόρεμα τῆς ἱερωσύνης; Δὲν ἔταξες ἴσως ἐσύ,
ψεῦστα καὶ πλάνε, νὰ θυσιάσῃς τὴν ψυχήν σου διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν προβάτων σου; Ἀλλὰ
ἐγὼ δὲν ζητῶ τόσον ἀπὸ τὴν δειλήν σου ψυχήν! Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν τολμεῖς ἐπ᾿ ἄμβωνος
νὰ λαλήσῃς τὴν ἀλήθειαν, καθὼς προφασίζεσαι, εἰπέ την κἂν κατὰ μόνας τῶν τόσων
καὶ τόσων, ὁποὺ ἐξομολογεῖς, δίδαξέ τους τὸ ἀνθρώπινον εἶναι, δίδαξέ τους τὴν ἀληθῆ
πίστιν τῶν χριστιανῶν, μάθε τους ὁποίων εἶναι ἀπόγονοι, ἀπόδειξόν τους πόσων
κακῶν πρόξενος εἶναι ἡ τυραννία, καὶ παῦσον μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν μονοτονίαν καὶ
ταυτολογίαν. Μὴν λέγῃς πάντοτε καὶ ὅλων τὰ ἴδια, πάντοτε νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην.
Μὴν ὁμοιάζῃς ἐκείνους τοὺς ἀμαθεῖς ἰατρούς, ὁποὺ εἰς κάθε ἀρρωστίαν διορίζουν τὸ
ἴδιον ἰατρικόν. Ἐνθυμήσου μίαν φορὰν διὰ πάντα, ὅτι ὁ Χριστὸς σοῦ παραγγέλλει νὰ
ἰατρεύσῃς τὰς ψυχὰς τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ δὲν σοῦ διορίζει τὰ ἴδια μέσα διὰ ὅλους. Εἰπὲ
τοῦ πλησίου νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνην, ἀλλ᾿ εἰπὲ καὶ τοῦ πτωχοῦ, ὅτι ἡ πτωχεία δὲν εἶναι
ἀτιμία.
Μὴν οὐτιδανώνετε τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν γλυκυτάτων μου Ἑλλήνων μὲ τὰς
μωρολογίας σας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κακή μας τύχη σᾶς ἐπολλαπλασίασε, καὶ εἶσθε καὶ
τόσον ἀμαθεῖς, προσπαθήσετε κἂν νὰ μὴν βλάπτετε, ἂν δὲν δύνεσθε νὰ ὠφελῆτε, τοὺς
ταλαιπώρους χριστιανούς. Παύσατε, τέλος πάντων, ἀπὸ τὴν λύσσαν τῆς φιλαργυρίας,
διὰ νὰ ἀξιωθῆτε τῆς αἰωνίου μακαριότητος τοὐναντίον δέ, τὸ ἴδιον Εὐαγγέλιον καὶ
ὅλοι οἱ Πατέρες σᾶς προμηνύουν τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐσᾶς, καὶ
εἰς τόσους ὁποὺ ἐξ αἰτίας σας τιμωροῦνται εἰς τὴν γῆν. Ἀλλ᾿ ἴσως ὄχι ἀργά,
θέλει σᾶς δώσουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης σας κολάσεως, μὲ τὴν
ἐκδίκησιν ὁποὺ ἐναντίον σας θέλει κάμωσι μόνοι των.
Ὦ ἀδελφοί μου Ἕλληνες, ἴσως δὲν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν ἔχουσι
τὰ λόγια τῶν καλογήρων καὶ τῶν πνευματικῶν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλουστάτων ἀκροατῶν.
Πόσον ὀγληγορώτερα ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, ἂν οἱ
πνευματικοὶ δὲν ἦτον ἀμαθεῖς, καθὼς εἶναι, καὶ ἂν ἐδίδασκον εἰς τὴν ἐξομολόγησιν
μὲ γλυκὰ λόγια τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀρετήν, τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν ὁμόνοιαν, καὶ
ὅλα τὰ μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας. Ἀλλὰ πῶς νὰ φωτίσουν οἱ ἐσκοτισμένοι καὶ νὰ
διδάξουν οἱ ἀμαθεῖς; Ἂς σιωπήσουν τὸ λοιπόν, ἂν δὲν ἠξεύρουν τί νὰ εἰποῦν. Καὶ ἐσεῖς,
ὦ ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι, παύσατε, διὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, παύσατε πλέον ἀπὸ τὸ
νὰ χειροτονήσετε ἱερεῖς, καὶ μή, φοβούμενοι νὰ πτωχύνῃ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ
ὑπηρέτας, τὴν γεμίζετε ἀπὸ ἀναξιωτάτους σκλάβους. Παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ ἁρπάζητε
πλέον, διότι ὅσα ἔχετε σᾶς φθάνουν νὰ ζήσητε ὡς ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΠΑΡΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΟΙ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ- Ἐν Ἰταλίᾳ.1806.
Συντεθείς τε καὶ τύποις ἐκδοθεὶς ἰδίοις ἀναλώμασι πρὸς ὠφέλειαν τῶν Ἑλλήνων
ΣΤΟΧΑΣΟΥ, ΚΑΙ ΑΡΚΕΙ
Ολόκληρο το έργο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ εδώ: http://www.24grammata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.