Η
Ελληνική Μυθολογία είναι ένα από τα πιο αξιόλογα και αντιπροσωπευτικά δείγματα
του λαμπρού πολιτισμού που δημιούργησαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Περιέχει την δική
τους εξήγηση και διήγηση για την δημιουργία του Κόσμου και του ανθρώπινου
γένους, καθώς και την παραπέρα εξέλιξη και πορεία των Ελλήνων μέσα στους αιώνες
που κύλησαν.
Αρχίζει
με τον τρόπο που ξεπήδησαν η Γη και ο Ουρανός μέσα από το Χάος, ακολουθεί η
γέννηση των πρώτων Θεών που θα πλάσουν τους πρώτους θνητούς. Οι Θεοί έπλασαν την γενιά των
ανθρώπων με τους οποίους έκαναν κοινούς απογόνους και έτσι ανέτειλε η εποχή των
Ημιθέων και Ηρώων, που μέχρι σήμερα θέλγουν και γοητεύουν το ανθρώπινο μυαλό με
τις περιπέτειές τους.
Ολόκληρη
την παράδοση της Ελληνικής Προϊστορίας, αποτύπωσαν με την
αθάνατη γραφή τους, οι μεγάλοι ποιητές της Ελληνικής Αρχαιότητας και την έκαναν
κτήμα της σκεπτόμενης και καλλιεργημένης ανθρωπότητας. Από τότε η Ελληνική
Μυθολογία κατέχει κορυφαία θέση ανάμεσα στα διαχρονικά αριστουργήματα που
γέννησε το παγκόσμιο πνεύμα, διότι ο αναγνώστης της, κάθε φορά δέχεται
πνευματικά ερεθίσματα για παραπέρα σκέψεις, στοχασμούς και αναζητήσεις των
κρυμμένων συμβολισμών και της αλήθειας που περιέχεται σε αυτήν.
Σύμφωνα
με αυτήν, ο Θεός Ήφαιστος με εντολή του Παντοκράτορα Δία, πήρε χώμα και νερό
(όλα οι αντιγραφείς τα βρήκαν έτοιμα, δεν χρειάστηκε να σκεφτούν) και έπλασε
μια πανέμορφη θνητή γυναίκα, την Πανδώρα. Αφού όλοι οι Θεοί του Ολύμπου την
προίκησαν με δώρα, την έστειλε στον Επιμηθέα, τον μικρό αδελφό του
Προμηθέα. Αυτός την έκανε γυναίκα του και απέκτησε τον Δευκαλίωνα και την
Πύρρα.
Ο
Έλληνας είναι ο Επώνυμος και Γενάρχης του Ελληνικού έθνους, για τον
οποίο πολλές και ποικίλες παραδόσεις έχουν αναφερθεί. Γιός του Παντοκράτορα Δία
και της Πύρρας, γι’ αυτό και οι απόγονοι αυτού, ως «Διογενεῖς», έγιναν έθνος
Ευγενές. Ακολούθησαν τα αδέλφια του, χωρίς να ανακατευτεί ξανά ο Παντοκράτορας
Δίας στην ζωή του ζευγαριού. Αδελφός του Αμφικτύωνα και της Πρωτογένειας, από
την νύμφη Ορσηΐδα και πατέρας του Αιόλου, Δώρου και Ξούθου, του πατέρα του
Αχαιού και του Ίωνα. Αν θέλετε όλα τα ονόματα των Ημιθέων και των Ανθρώπων
(Γεναρχών), αυτά αναγράφονται στον Ησίοδο (Θεογονία).
Η
παράδοση αυτή ήταν η περισσότερο διαδεδομένη και γιατί με την μυθολογική
γενεαλογία ερμήνευε την καταφανή μεταξύ των ελληνικών φυλών συγγένεια, των
οποίων οι Επώνυμοι γίνονταν γιοί (Αίολος, Δώρος) και εγγονοί (Αχαιός, Ίωνας)
του Έλληνα και γιατί με την συγγένεια Έλληνα και Αμφικτύωνα, συμβολικών
αντιπροσώπων του έθνους και της Aμφικτιονικής συναδέλφωσης των διαφόρων λαών
του, υποδηλώνονταν ότι όπως ακριβώς πιστεύεται σήμερα, Έλληνες ονομάστηκαν οι
αμφικτιονικοί λαοί του Έθνους, σε αντίθεση με τους μη αμφικτιονικούς λαούς του.
Από
τους συγγραφείς, πρώτος ο ιστορικός Θουκυδίδης έγραψε, πως με το όνομα Έλληνες
από τον καιρό του Ομήρου, μνημονεύονταν μία από τις τρεις φυλές του βασιλείου
του Αχιλλέα που κατοικούσε στην πόλη Ελλάδα. Ο Έλληνας έχτισε μια πόλη 14-15
χλμ. ανατολικά του Δομοκού και έδωσε το όνομά του: Ελλάς.
Κοντά
στα ερείπια της Ελλάδας, σήμερα βρίσκεται το χωριό Μελιταία. Τα αρχαία τείχη
που περιέβαλλαν τα ανάκτορα του βασιλιά δέσποζαν της κοιλάδας του Ενιπέα.
Εκεί
βρίσκεται και ο τάφος του Έλληνα, γιατί ο Στράβων γράφει «ότι στην αγορά της
πόλης Μελιταίας δείχνονταν επί των ημερών του ο τάφος του Έλληνα» και «ότι οι
Μελιταίοι τοποθετούσαν την Αρχαία Ελλάδα σε δέκα στάδια (1850μ.) μακριά από την
πόλη τους και πέρα από τον Ενιπέα».
Η
εξάπλωση του ονόματος Έλληνες προήλθε από την επικράτηση των κατοίκων της
Φθιώτιδας, επί των άλλων συγγενικών λαών, οι οποίοι ζητούσαν την βοήθειά τους
(Θουκ. Α’ γ΄). Δηλαδή κατά την αντίληψη του μεγάλου ιστορικού, Έλληνες
ονομάστηκαν πρώτα οι σύμμαχοι των Ελλήνων της Φθιώτιδας, η οποία δεν απέχει και
πολύ από την αντίληψη των νεώτερων, ότι Έλληνες ονομάστηκαν, πρώτα οι
αμφικτιονικοί λαοί της Αρχαίας Ελλάδας. Του Έλληνα αυτού, του γιού του
Παντοκράτορα Δία και ισχυρότατου, κατά τον Θουκυδίδη, βασιλέα της Φθιώτιδας, ο
οποίος είχε δώσει το όνομά του σε μία από τις φυλές της χώρας και η οποία θα
άκμαζε προ του Τρωϊκού πολέμου, αφού προϋπήρχε αυτού φυλή Ελλήνων στην
Φθιώτιδα. Εκτός του παραπάνω Έλληνα, μνημονευόταν από τους Αρχαίους και άλλος
Έλληνας, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν τρισέγγονος αυτού και γιός του Φθίου, γιού
του Αχαιού και εγγονού του Ξούθου, γιού του πρώτου Έλληνα.
Στα
Ομηρικά έπη, λοιπόν, ο όρος «Ἑλλὰς» σήμαινε την χώρα που ανήκε στο κράτος του
Πηλέα και κατοικουμένη από τους Μυρμηδόνες, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του
Φοίνικα (Ι΄ 447 – 448, 47. Συναντάται στον Όμηρο επίσης και ως πόλη (στον
κατάλογο των νέων, Β 683 – 684), ενώ οι κάτοικοι της Ηπειρωτικής Ελλάδας και
των νησιών καλούνται «Δαναοὶ» («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες») και «Ἀργεῖοι»
και «Ἀχαιοί». Από την στενή αυτή περιοχή, επεκτάθηκε στην διάρκεια των χρόνων,
επί των κατοίκων ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας κατ’ αρχάς και μετά
σε όλη την νότια, κείμενη χώρα, Στερεάς και Πελοποννήσου, και ανατολικά και
δυτικά μέχρι την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και
διατηρήθηκε έτσι μέχρι τους πρώτους Ιουδαιο-xριστιανικούς αιώνες.
Ταξιάρχης
Γ. Καράλης
Μελετητής
Ιστορικών και Θρησκευτικών Θεμάτων
Ροή φωτός και αφύπνιση - Πνευματική εξέλιξη και συνειδητότητα