ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο διακεκριμένος Σερραίος πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς, ήταν ο άνθρωπος πού ξεκίνησε και oργάνωσε την επαναστατική κίνηση στην Μακεδονία. Διαπνεόμενος από αγνό και θερμό πατριωτισμό, αγωνίσθηκε και έδωσε όλη την περιουσία του για τις ανάγκες του αγώνα και την Ελληνική ελευθερία. Ο Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το έτος 1819 από τον Ιωάννη Φαρμάκη. Τον Οκτώβριο τού 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τού ανήγγειλε την έναρξη της Επανάστασης. Στις 23 Μαρτίου τού 1821 μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρο αποπλέει για την χερσόνησο του Άθω μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια.
Οι Τούρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, εκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Στις επιθέσεις αυτές βοήθησαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Ταυτόχρονα ο Ε. Παπάς ανακηρύσσεται στην Πολίχνη των Καρυών από τους τοπικούς οπλαρχηγούς αρχηγός της επανάστασης και «Προστάτης της Μακεδονίας». Προβαίνει σε προσπάθεια ενίσχυσης και ανανέωσης του άτακτου στρατού του με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και ζητεί βοήθεια από τον μικρό Ελληνικό στόλο της Ύδρας και των Σπετσών.
Οι Τούρκοι συνέχιζαν τις σφαγές στα γύρω χωριά κατά του άμαχου πληθυσμού. Πείνα κι επιδημίες ακολούθησαν. Οι εχθροπραξίες με τους Τούρκους θα κρατήσουν αρκετόν καιρό. Και ενώ η επανάσταση δείχνει να σβήνει λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων και τροφών ο E. Παπάς στρέφεται για βοήθεια στις πάμπλουτες μονές του Αγίου Όρους. Μάταιος κόπος.
Παρά τις εκκλήσεις του ίδιου τού Υψηλάντη, οι μοναχοί δεν ήθελαν να θίξουν τους πλουσιώτατους θησαυρούς τού Αγίου Όρους, πού θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή σοβαρής ενισχύσεως, όχι μόνο τού Μακεδονικού αλλά και του Πανελληνίου αγώνα.
Ο E. Παπάς στο τέλος της επιστολής του προς τον Υψηλάντη γράφει: «Tο ιδιαίτερόν μου ταμείον εξηντλήθη. Πόρους άλλους δεν έχω. Το ηθικόν του λαού είναι κατακερματισμένων και εάν δεν εφοδιαστή ο στρατός τοιουτοτρόπως και εμψυχωθή, διαλύεται».
Όμως ο Υψηλάντης βρισκόταν σε πραγματική αδυναμία να ενισχύσει τον Μακεδονικό Αγώνα, διότι η επανάσταση φούντωνε σε ολόκληρη την επικράτεια και οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Η άρνηση των Αγιορειτών για βοήθεια είχε γίνει πλέον γνωστή σε ολόκληρη την χώρα. Το πατροπαράδοτο πνεύμα υποταγής τους, στους κατακτητές και η φιλοχρηματία, τους στέρησαν την σημαντική βοήθεια που είχαν, την δυνατότητα να προσφέρουν στους αγωνιστές. Οι θησαυροί του Αγίου Όρους θα μπορούσαν να μετατραπούν σε όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα για ολόκληρη την επανάσταση.
Τον Μάιο του 1822 διορίζεται πασάς της Θεσσαλονίκης ο Αβδούλ Αμπούδ, με εντολή να καταστείλει την επανάσταση στην ανατολική Μακεδονία. Τον Οκτώβριο ξεκινά εκστρατεία κατά της Κασσάνδρας με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, που ύστερα από σκληρές μάχες καταφέρνει να νικήσει τους Έλληνες υπερασπιστές. Η Κασσάνδρα μετατράπηκε σε σφαγείο και έγινε στάχτη. Τα χωριά πυρπολήθηκαν και όσοι κάτοικοι δεν σφάχθηκαν, πουλήθηκαν στην Θεσσαλονίκη σαν δούλοι. Απέμεινε ο Άθως.
Οι Αγιορείτες ήσαν σε θέση να αντισταθούν. Ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω αποτελούσε φυσική οχυρή θέση, κατά της οποίας θα απαιτούντο επίπονες και μακρόχρονες πολεμικές προσπάθειες των Οθωμανών με αμφίβολο αποτέλεσμα. Ο πασάς υποσχέθηκε να σεβασθεί το προαιώνιο προνόμιο των μονών, της απαγορεύσεως εισόδου τουρκικού στρατού στη γη των Αγιορειτών, εφ όσον παρέδιδαν όπλα, κανόνια και ομήρους σε αυτόν, καθώς και ποσό δυόμιση εκατομμυρίων γροσιών.
Οι καλόγηροι δέχθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και τους ομήρους. Το προδοτικότερο βέβαια ήταν ότι δέχθηκαν να παραδώσουν και τον Ε. Παπά, που βρισκόταν ακόμη στη μονή Εσφιγμένου. Η παράδοση του Ε. Παπά από τους Αγιορείτες ζητήθηκε από τον πασά Αβδούλ Αμπούδ. Εκείνοι όχι μόνο δεν διαπραγματεύθηκαν καν την παράδοσή του, αλλά αντιθέτως τον κατεδίωξαν αμέσως οι ίδιοι.Διά τού λόγου το αληθές, ακολουθεί το έγγραφο της προδοσίας των Ηγουμένων των δεκαεννέα (19) υπολοίπων μονών προς τους μοναχούς της μονής του Εσφιγμένου:
«Εις τήν πανοσιότητά σας, άγιοι πατέρες, τού ιερού κοινοβίου Εσφιγμένου. Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραψε μουρασελέν, διά νά πιάσετε ενέχειρον τόν Άρχοντα Παπάν και τούς λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οί τών είκοσι ιερών μοναστηρίων Προϊστάμενοι, οί έν τή Ιερά Συνάξει, νά κάμετε τό ίδιον, ομοφώνως, δηλαδή νά μας τούς φέρετε ένταυθα αναμφιβόλως και τούς ζητούμεν από έσας αφεύκτως. Και ιδού όπου στέλλομεν επίτηδες ανθρώπους, διά νά τούς πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τόν Άρχοντα από τούς εντοπίους πατέρας, νά τόν αφήσουν και νά επιστρέψουν εις τά κελλιά των. Είδε και φανούν παρήκοοι, θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλουν χάσει και τά οσπίτιά των. Ομοίως και οσοι άλλοι πιασθούν έχουν νά παιδεύωνται. Ταύτα πρός είδησίν σας και έμμένομεν. Άπαντες οί έν τή Κοινή Συνάξει τών δεκαεννέα ιερών μοναστηρίων του Άγιου Όρους Προϊστάμενοι 1821-18 Νοεμβρίου».
Μπορούσαν βέβαια να φυγαδεύσουν τον Παπά, διότι Τούρκοι δεν υπήρχαν στο Άγιον Όρος, προτίμησαν όμως να τον παραδώσουν. Το μόνο που διαπραγματεύθηκαν ήταν τα χρήματα, ζητώντας προθεσμία για να τα καταβάλουν στον Τούρκο εισπράκτορα σαράντα μέρες αργότερα, πράγμα που δέχθηκαν οι Τούρκοι. Ο Ε. Παπάς μόλις πρόφθασε να διαφύγει. Καταδιωκόμενος από τους Τούρκους και τους καλόγερους, κατόρθωσε να επιβιβασθεί με λίγους πιστούς συντρόφους του και τον γιό του Ιωάννη στο πλοίο του Χ. Βισβίζη και να αναχωρήσει για την Ύδρα, αλλά κάτω από τόσο εξοντωτικές συνθήκες, ώστε κατά τη διαδρομή τού πλοίου, εξαντλημένος από τις κακουχίες και τις συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Ύδρα, όπου κηδεύθηκε με τιμές ήρωα. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.