Δεν υπάρχει άλλο πιο ισχυρό πεδίο αναφοράς όλων των Ελλήνων διαχρονικά – πέραν εκείνου της γλώσσας μας – από την Αρχαιότητα και έως το άγνωστο μέλλον όσο τα έργα του Ομήρου. Και ίσως αυτό να αποτελεί μια πολύ αξιόλογη ιδιαιτερότητα που να μην έχει ανάλογό του σ’ άλλη περίπτωση λαού.
Αναρωτιέμαι πόσο τυχεροί είμαστε που νιώθουμε αυτή την τόσο ξεχωριστή σχέση. Γιατί έχει έναν φοβερό συμβολισμό ακόμα και η γνώση του να ξέρεις ότι όλοι οι Έλληνες του παρελθόντος και του μέλλοντος συναντιούνται πνευματικά σε έναν κοινό τόπο αναφοράς, από όπου αντλούν την ίδια αφήγηση, τα ίδια διδάγματα, την ίδια στοχαστική περιπλάνηση.
Η αξιολόγηση αυτού του στοιχείου είναι ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί διαχρονικό πεδίο μελέτης της όλης ακτινοβολίας του Ομηρικού έργου.
«Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες».
Και είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια εμβληματικά έπη, που δημιουργούν εποχές, που τέμνουν εποχές, που υπερβαίνουν εποχές και καιρούς.
«Σχεδόν 1200 χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του Αρχαιοελληνικού κόσμου ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως τους τελευταίους εθνικούς διανοούμενους της Ελληνορωμαϊκής εποχής».
Τα έπη αυτά δεν είναι μόνο απαρχή και κεφαλόβρυσο μιας κάποιας ιστορικής περιόδου, αλλά αποτελούν πεδίο διαρκούς μελέτης και έρευνας. Κανένας άνθρωπος των γραμμάτων δεν μπορεί να νιώθει πνευματικά ολοκληρωμένος, αν δεν σκύψει πάνω στη γραφή του Ομήρου. Κανένας ποιητής δεν θα σηκώσει την πένα του για να αρχίσει το ταξίδι της έμπνευσης και του σκιρτήματος χωρίς να περιδιαβεί την πολύχρονη διαμάχη Αχαιών και Τρώων, χωρίς να παρακολουθήσει την περιπέτεια του Οδυσσέα και όλο το σημασιολογικό φορτίο των ηρωικών επών.
Άραγε υπάρχει άνθρωπος του πνεύματος, όπου γης και όπου χρόνου, που δεν έχει ακούσει την Οδύσσεια και την Ιθάκη, την Τροία και την ωραία Ελένη και δεν ξέρει τον πολύπαθο βίο του πολυμήχανου Οδυσσέα;
Τα ομηρικά έπη έχουν κοινούς τόπους, έχουν και σημαντικές διαφορές. Αλλά είναι, σε οποιουδήποτε είδος ανάγνωσης, ένα ολόκληρο σύμπαν παρουσίασης και ερμηνείας της Αρχαιότητας.
«Είναι Βίβλος του Ελληνικού Κόσμου, ανεξάντλητη πηγή μύθων και μάς ανακαλύπτουν ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, το σύστημα μιας αριστοκρατικής κοινωνίας πολεμιστών».
Είναι η επιτομή της ίδιας της περιπέτειας του ανθρώπου να αναζητεί έναν σκοπό, να δημιουργεί μια Ιθάκη, να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια στην επίτευξη του στόχου του, να νιώθει το νόστο προς την εστία ως την πιο δημιουργική δύναμη για να υπερνικήσει κάθε είδους αντιξοότητες.
Στα έπη του Ομήρου θα αποσαφηνίζεται μέσα από τους βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και η γλωσσική καλλιέργεια που ετοιμάζει τον νέο Κόσμο, που οδηγεί τον άνθρωπο στις νέες εποχές, στις εποχές του κλασικού πολιτισμού. Εδώ θα αρχίσει ακόμα να μετασχηματίζεται και το αξιακό πεδίο του ανθρώπου.
«Και αν η λέξη παιδεία δεν εμφανίζεται παρά τον -5ο αιώνα, ο όρος αρετή, αντιθέτως, απαντά συχνά στα έπη και σημαίνει ένα μίγμα ανδρικής υπερηφάνειας, αριστοκρατική ηθικής και πολεμικής ανδρείας. Στον Όμηρο, δεν σημαίνει μόνο την ατομική αξία, αλλά και την τελειότητα των υπερ-ανθρώπινων πραγμάτων και, τελικά, το βασικό χαρακτηριστικό του ευγενούς: η ρίζα της λέξης αρετή είναι ίδια με τη ρίζα της λέξης άριστος, από την οποία προέρχεται και η λέξη αριστοκράτης».
Για εμάς τους Έλληνες, τα Ομηρικά έπη είναι τα ευαγγέλια της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας.
Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανήσυχο ελληνικό πνεύμα χωρίς την κατά περιόδους και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής προσφυγή στην ανάγνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιβλιοθήκη ταπεινή ή φιλόδοξη χωρίς να έχει αρκετές από τις τόσες και τόσες εκδόσεις – είτε της πρωτότυπης γραφής είτε των μεταφράσεων είτε των μελετών – αυτών των αθάνατων και κορυφαίων για την ιστορία της ανθρωπότητας έργων.
Αυτή η συνεχής προσφυγή είναι μια απόλυτη ψυχική ανάγκη, μια σπουδή στην ελευθερία του πνεύματος, ένα καθήκον απέναντι στην ταυτότητά μας.
Αρκεί να αναστοχαστούμε σε ένα απλό ερώτημα.
Πώς θα ήταν η ελληνικότητά μας χωρίς τον Όμηρο;
[i] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 106
[ii] Κακριδής Φ. (2005), ο.π., σ. 298
[iii] Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας – Ερμείας, http://www.e-istoria.com/69.html
[iv] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrier της UNESCO, 11/1992, σ. 5
[v] Steiner G. (2002), Αξόδευτα πάθη, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 19
[vi] Γιόνας, Χ. (2001), Φιλοσοφικές έρευνες & μεταφυσικές εικασίες, Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 92
[vii] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 53
[viii] Κακριδής Φ. (2005), ο.π., σ. 43
[ix] Μπερενίς Ζοφρουά, ο.π., σ. 5
[x] Ουγκώ, Β. (1950), Φιλολογία και φιλοσοφία, Αθήνα: Μάρης, σ. 15, 41
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.