Τοῦτό ἐστιν τὸ Ὀρφαϊκὸν ὁμοούσιον […]
ἐν
ᾧ τῶν οὐσιῶν ποθητή τε καὶ ἐναρμόνιος
ἀποτελεῖται
συμπλοκή.
[ORPHICORUM
FRAGMENTA]
Τα ριζοβούνια του Παγγαίου. Βράχος που κάθεται ο ΟΡΦΕΑΣ. Δειλινό. Ολόγυρά του οι συμπολεμιστές και μαθητές του.
(αποσπάσματα)
ΠΡΩΤΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
«Δικό
Σου το αίμα είν’, Ήλιε, και δικό Σου
είναι
το Ρόδο, και δικός Σου είμ’ όλος,
και
δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου
που
αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει
τις
καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου
με
τη δική μου από την ώρα τούτη.
Ο τέλειος
πια χρησμός είναι μπροστά Σου,
Απόλλων!
των θεών η μάνα, η Νύχτα,
με το χέρι
μου Σ’ το στέλνει,
κορφή του ανασασμού,
το τέλειο Ρόδο.
»Μόνο τ’ άγιο Μυστήριο δώσ’ μου τώρα
να
φανερώσω και σ’ ετούτους, όπως
μου
το φανέρωσες βαθιά κι εμένα,
στον
ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη
και
στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,
στη
ζωή και στο θάνατο· αυτό δώσ’ μου».
ΟΡΦΕΑΣ
Και
τώρα πάλι εγώ θα να τ’ ανοίξω.
Τι
άλλος κανείς, το ξέρετε, δεν πρέπει
του
Μυστηρίου τα λόγια να τ’ αγγίξει
στα
χείλη του όσο ζω… Εγώ και πάλι,
στερνή
φορά, βαθιά Σας θα ξυπνήσω,
πριν
χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.
»Μα
εμείς εδώ ’μαστε στη Γη. Κι ω Μάνα,
πολλά
’ναι τα σκαλιά ώσπου ν’ ανεβούμε
στην
άγια κορυφή που όλα τα σμίγει
σε μια
πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη
το πρώτο
το σκαλί· και το πιο πάνω
η άγια το
χτίζει Δήμητρα. Γιατί, όπως
όλοι στον
Άδη εμπρός οι ανθρώποι είν’ όμοιοι,
όμοια
είν’ ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχυ
το
Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει.
Και
σ’ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο
ξάγρυπνη
για όλους, την ψυχή χωρίζει,
σαν το
μωρό απ’ τη μήτρα, απ’ το κορμί τους.
Ποιός,
απ’ τα βάθη του Άδη, με την πνοή του
χορεύει
τις ψυχές, σα μύρια φύλλα
γύρα από
δρυ ξερό, να σαρκωθούνε
σε νέες γενιές,
και ποιός σε τούτες μπάζει
την άγια
ορμή τ’ ανήφορου; Ποιός άλλος,
Πλούτωνα-Διόνυσε,
από Σε, απ’ τα βάθη
τα σκοτεινά της
Γης σαν ανεβάζεις,
θεία μαρτυρία της
δύναμής Σου, το Άγιο
το Κλήμα που, ως
βυζαίνει τα σκοτάδια
της Γης και
πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο,
συνταιριάζει
στις φλέβες του το σκότος
με το φως
σ’ αίμα πύρινο, δοσμένο
την άγια Μέθη
να κερνά απ’ το χέρι
των θείων Μουσών,
που η καθεμία τους στέκει
κάθε σκαλί,
για ν’ ανεβεί μαζί Σου
στην κορυφή,
κι αλλάζει τ’ όνομά της
καθώς αλλάζει
το δικό Σου; Κι έτσι,
από μέθη σε μέθη,
ο λογισμός μας
κι οι αισθήσεις και
το θάρρος μας κι η πνοή μας,
κι από
τον ένα Διόνυσο στον άλλο,
ξάφνου
ανεβαίνουμε, ώσπου πια δε φτάνει
τ’
άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας
η
ανάπνια που όλα πια τα σμίγει σ’ Ένα,
ψυχή
και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
κι
αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
με
τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
με τους
αιώνες… Κι είναι τούτη η ώρα
του
Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας
που,
αίμα και πνέμα, και ψυχή και σάρκα,
και
λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει
στον
κύκλο όπου κι η πίστη περισσεύει,
γιατί
είναι πίστη η ίδια ζωή, στη μέση
της
καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!»
Μα
τώρα δώσ’ τον αγώνα για το Ρόδο,
Ορφέα,
στους λαούς, για να κινήσουνε
όλοι αντάμα
προς την κορφή που όλα
τα σμίγει σ’ Ένα,
ψυχή και σώμα, αίμα
και πνέμα, εχθρότη
μ’ αγάπη, τόπους
μ’ άλλους τόπους, τ’ άστρα
με τ’
άστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες
με
τους αιώνες. Δώσ’ στους λαούς το
Ρόδο,
Ορφέα!»
Έτσ’
είπε αυτός. Κι εμένανε η καρδιά μου
μὄτρεμε
πια, και μὄτρεμε το χέρι,
τέτοια φωνή
αναπάντεχη ν’ ακούσω.
Κι έτσι, χλωμός,
το ματωμένο Ρόδο
το σήκωσα στο χέρι
μου, ρωτώντας:
«Και πού, παιδιά,
το Ρόδο θέτε πρώτα
να το φυτέψουμε
στη Γη; Πού θέτε;»
Κι
άργειε η απόκριση να ’ρθει… Μα
αιφνίδια
αυτός που ’χε τα βλέφαρα
κλεισμένα,
ανοίγοντάς τα, με φωνή που
ερχόταν
απ’ άλλο κόσμο, κι όμως κύλησε
όμοια
με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην
Ελλάδα!»
Και τα γκρεμά, οι πλαγιές,
τα κορφοβούνια,
σα στήθη που ανασαίνοντας
πλαταίνουν,
θαρρέψαμε αντηχήσαν:
«Στην Ελλάδα!»
Και τότε πια μας
τύλιξε ο Παιάνας,
μας γέμισε ο Παιάνας,
μας επήρε
στα διάπλατά του τα φτερά
ο Παιάνας!
«Το Ρόδο», όλοι, «το
Ρόδο στην Ελλάδα!»
φωνάξαμε, κι
ορμήσαμε. Κι ω, πόσοι
μας έχουν σμίξει
από τότε αγώνες!
«Από
τό Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει,
τώρα
γοργά τά πλάγια ανηφορώντας
τού
Παρνασσού, μιάν αυγή εμπήκαμε όλοι
στόν
Άγιο τόπο, πούχε η Γή Μαντείο
πανάρχαιο,
στούς Δελφούς, τού κόσμου αφάλι
καί
τότ' εκεί τά σκορπισμένα μέλη
καλώντας
τής Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν
σιγά-σιγά
τά μέλη όλου τού κόσμου
τό παγκόσμιο στή γή νά δέσουν Ρόδο...»
Άγγελος Σικελιανός. 1971. Θυμέλη. Τόμ. Α΄. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.
-------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.