Από τη στιγμή που ευχαρίστηση ή η δυσαρέσκεια αποτελεί επισφράγιση για την ολοκλήρωση του εθισμού (έξις), ο οποίος εν τέλει γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα, και με δεδομένο ότι η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθορισμό της ποιότητας των έξεων, γίνεται φανερό πως τα συναισθήματα της χαράς ή της λύπης σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της αρετής: «… αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι αρετές έχουν σχέση με τις πράξεις και με τα πάθη και ότι κάθε πάθος και κάθε πράξη συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, να άλλος ένας λόγος, σκέφτομαι, να πούμε ότι η αρετή βρίσκεται σε σχέση με την ευχαρίστηση και με τη δυσαρέσκεια». (1104b 3, 15-18).
Με άλλα λόγια, η ποιότητα του ανθρώπου είναι ανάλογη με την ποιότητα των πραγμάτων που του δίνουν ευχαρίστηση. Ως ψυχική έξη ορίζονται οι πράξεις που προσδίδουν χαρά. Η ευτέλεια αυτών των πράξεων δεν είναι παρά η ευτέλεια της ψυχής που μαθαίνει να χαίρεται με πράγματα που δεν αξίζουν. Κι όταν κανείς εγκλωβίζεται σε απολαύσεις ανάξιες λόγου, είναι αδύνατο να κατακτήσει την αρετή: «… ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάθε ψυχικής έξης σχετίζεται με το (και προσδιορίζεται από το) είδος των πραγμάτων από τα οποία αυτή γίνεται χειρότερη ή καλύτερη – η ποιότητα των ανθρώπων ευτελίζεται ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα πράγματα, ανάλογα δηλαδή με το κυνήγι για την αποφυγή αυτών που δεν πρέπει, τη στιγμή που δεν πρέπει, με τον τρόπο που δεν πρέπει – και όσα άλλα λέμε σ’ αυτού του είδους τις περιπτώσεις». (1104b 3, 21-26).
Τα συμπληρωματικά στοιχεία «την στιγμή που δεν πρέπει» και «τον τρόπο που δεν πρέπει» καταδεικνύουν τη λεπτότητα της συμπεριφοράς, που δεν μπορεί να οριστεί με τρόπο απόλυτο, ώστε να προτείνεται κάτι ως αδιαπραγμάτευτα σωστό για κάθε στιγμή και κάθε περίσταση. Ο παράγοντας του τρόπου που προστίθεται αφορά και πάλι την τήρηση του μέτρου, αφού ο τρόπος της συμπεριφοράς θα καταδείξει την υπερβολή ή την έλλειψη. Δε φτάνει να λέμε ότι οι ποινές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι για την εφαρμογή του νόμου. Πρέπει να καθοριστεί και ο τρόπος που θα ασκούνται, αν θέλουμε να έχουν θετική επίδραση. Οι απάνθρωπες – εξοντωτικές ποινές, προφανώς δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Κι ακριβώς αυτός ο καθορισμός του μέτρου, που αφορά και τον τρόπο και τη χρονική στιγμή που εκπληρώνεται μια πράξη, αποδεικνύει τη σημασία των ισορροπιών που πρέπει να τηρηθούν. Γιατί μόνο έτσι θα επέλθει η ευτυχία, που είναι και ο υπέρτατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όμως, αποδεχόμενοι ότι η ευτυχία είναι αδύνατο να νοηματοδοτηθεί αποκομμένη από τα συναισθήματα (και η ευτυχία συναίσθημα είναι), θα ήταν προβληματική μια πρόταση βασισμένη στην ιδέα της ψυχικής αταραξίας: «… κάποιοι ορίζουν τις αρετές ως καταστάσεις απάθειας, κατά κάποιο τρόπο, και γαλήνιας αταραξίας· δεν τα λένε όμως σωστά, γιατί έτσι μιλούν απλά και γενικότροπα και δε λένε “με ποιο τρόπο πρέπει”, “με ποιο τρόπο δεν πρέπει”, “πότε” και όσα άλλα λέμε σχετικά». (1104b 3, 27-30).
Η αταραξία, ως συναισθηματική έλλειψη, είναι αδύνατο να εκπληρώσει τις αξίες του μέτρου, αφού τίθεται απόλυτα, χωρίς δηλαδή να συνυπολογίσει το χρόνο και τον τρόπο που πρέπει να επιτευχθεί. Η ίδια συναισθηματική αντίδραση σε όλες τις περιστάσεις δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την απάθεια και η απάθεια είναι η απαξίωση του συναισθήματος. Κάτι τέτοιο όμως είναι αντίθετο με την ανθρώπινη φύση. Αυτό που μένει είναι η επιλογή του ανθρώπου να ενεργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής: «Μένει λοιπόν ως θεμελιώδης πρόταση ότι αυτού του είδους η αρετή έχει τη δύναμη να πράττει το καλύτερο σε σχέση με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, ενώ η κακία (ενσχέσει με τα ίδια αυτά τα πράγματα) πράττει τα αντίθετα». (1104b 3, 30-32).
Κι αν πρέπει να διατυπωθεί κι αλλιώς, ο Αριστοτέλης είναι πρόθυμος: «Τρία είναι τα πράγματα που επιδιώκουμε, τρία και αυτά που κοιτάζουμε να αποφεύγουμε: το ωραίο, το συμφέρον, το ευχάριστο, και από την άλλη τα αντίθετά τους: το άσχημο, το επιζήμιο, το δυσάρεστο· σε όλα αυτά ο αγαθός άνθρωπος πετυχαίνει το σωστό, ενώ ο κακός αποτυχαίνει. Ιδίως σε ό,τι αφορά την ευχαρίστηση». (1104b 3, 33-38).
Η απόδοση του κακού ανθρώπου ως αποτυχημένου στο να θέσει τα ορθά κριτήρια προς την επίτευξη του ωραίου, του συμφέροντος και του ευχάριστου είναι η αμερόληπτη κρίση του φιλοσόφου, που κινείται αυστηρά στους κανόνες του ορθού λόγου. Θα έλεγε κανείς ότι η κακία παρουσιάζεται σαν ασθένεια, σαν ελάττωμα, σαν εσφαλμένη αντίληψη του ορθού κι ως εκ τούτου ο κακός είναι περισσότερο αξιολύπητος παρά μισητός.
Από αυτή την άποψη, ο κακός που αντλεί ευχαρίστηση από τα παθήματα των άλλων ή που προσπαθεί να βλάψει τους γύρω του γιατί έτσι κρίνει ότι θα ωφεληθεί ο ίδιος ή, έστω, δεν τους βοηθά (ενώ μπορεί) μόνο και μόνο για να χαρεί με τη συντριβή τους είναι ο πρώτος που θα δυστυχήσει, αφού υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Η προτεραιότητα της συντριβής των άλλων (ή τουλάχιστον της μη προόδου) δεν είναι τίποτε άλλο από τον έσχατο ανταγωνισμό που εκλαμβάνει τη συνύπαρξη ως μέσο για την υπεροχή.
Είναι εύκολο να λυπάται κανείς αυτόν που υποφέρει, αλλά όχι να ανεχθεί την επιτυχία του. Γιατί η επιτυχία του άλλου υπονοεί την ανωτερότητα. Κι αυτός που εκλαμβάνει τις σχέσεις με τέτοιο τρόπο είναι ο αποδέκτης της κατωτερότητας. Σταδιακά γίνεται πρόθυμος να κάνει ό,τι μπορεί για να μην αισθάνεται έτσι. Κι αυτή είναι η επισφράγιση της δυστυχίας.
Ο κακός που συντρίβει τους άλλους για προσωπικό υλικό όφελος, αυτός δηλαδή που κλέβει ή που τσαλαπατά τους γύρω του για την απόκτηση περισσότερου πλούτου, νιώθει ευχαρίστηση από τις ηδονές που μπορεί να εξαγοράσει. Όμως, μια τέτοιου είδους κακία, είναι αδύνατο να διαιωνίζεται αποτελεσματικά χωρίς την ανεπάρκεια του νόμου ή των ανθρώπων που τον εκπροσωπούν. Μοιραία, το ζήτημα παίρνει κοινωνικές διαστάσεις. Η πόλη που επιτρέπει την ανομία και την αισχροκέρδεια των λίγων σε βάρος των περισσότερων είναι η πόλη που ζει με αντεστραμμένα πρότυπα.
Σε μια τέτοια πόλη η αρπακτικότητα και η απληστία μετατρέπονται σε αρετή, καθώς όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά δημιουργούν πλούτο και κοινωνικό κύρος. Ο νομοθέτης έχει αποτύχει παταγωδώς. Κι αυτός είναι ο ασφαλέστερος δρόμος της συλλογικής δυστυχίας. Η βία, η εγκληματικότητα, οι εξεγέρσεις και η ανασφάλεια είναι τα αναπόφευκτα συνακόλουθα.
Κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι, ακόμη κι έτσι, ο άδικος μπορεί να μην πλήττεται στο ελάχιστο, καθώς είναι σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του, ο Αριστοτέλης θα απαντούσε ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για πόλη, αλλά για ζούγκλα, αφού ως πόλη νοείται η συνύπαρξη που έγκειται σε κανόνες για την επίτευξη της αυτάρκειας που θα φέρει την ευδαιμονία. Στην πόλη της ανομίας είναι αδύνατο να συμβεί αυτό. Η ανομία δεν μπορεί παρά να επιφέρει τον κυνισμό (ή την απάθεια).
Κι από εδώ ξεκινάν οι ευθύνες των πολιτών. Γιατί η τήρηση των νόμων και η πόλη δικαίου είναι συλλογική υπόθεση. Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, οι πολίτες πρέπει να νιώθουν ευχαρίστηση με την εφαρμογή των νόμων και δυσαρέσκεια με την καταπάτησή τους. Αν είναι αδιάφοροι, η πόλη της ανομίας είναι η πόλη που τους αξίζει. Κι αυτός είναι ο λόγος που δε θα ευτυχήσουν.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο πρώτο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος πρώτος, Θεσσαλονίκη 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.