[Μέσα από το έργο του Διογένους Λαερτίου, “Βίοι Φιλοσόφων” Βιβλίο Η’]
Για τον θάνατο του δεν υπάρχουν πολλές εκδοχές. Γιατί ο μεν ο Ηρακλείδης αφού διηγείται περί την άπνουν και πόσο δοξάστηκε ο Εμπεδοκλής επαναφέροντας ζωντανή την πεθαμένη γυναίκα, προχωρεί και λέει ότι ο φιλόσοφος έκανε θυσία στο αγρόκτημα του Πεισάνακτα όπου είχαν προσκληθεί και μερικοί φίλοι του μεταξύ των οποίων και ο Παυσανίας.
61. Ο Ηρακλείδης διηγείται για την “άπνουν” ότι η κατάστασις της ήταν τέτοια που επί τριάντα μέρες διατηρούσε το σώμα της χωρίς αναπνοή και σφυγμό (συντηρείν άπνουν και άσφηκτον το σώμα). Γι' αυτό ο Ηρακλείδης τον είπε και γιατρό και μάντη.
68. Έπειτα, μετά το συμπόσιο, οι άλλοι σκορπίστηκαν δεξιά – αριστερά για να κοιμηθούν κάτω από τα δένδρα του παρακείμενου αγρού ή όπου ήθελαν, αυτός έμεινε στο μέρος που έγινε η θυσία και το συμπόσιο. Όταν ξημέρωσε σηκώθηκαν αλλά αυτός δεν βρέθηκε. Και ενώ τον αναζητούσαν και ρωτούσαν του υπηρέτες που είναι ο Εμπεδοκλής, έλεγαν ότι δεν ήξεραν. Ένας είπε ότι κατά τα μεσάνυχτα άκουσε μεγάλη φωνή που καλούσε τον Εμπεδοκλή. Σηκώθηκε τότε και είδε φως ουράνιο και φέγγος λαμπάδων, άλλο τίποτα.
Οι φίλοι του εξεπλάγησαν με την είδηση αυτή, ο δε Παυσανίας έστειλε μερικούς να τον αναζητήσουν. Έπειτα διέκοψε την αναζήτηση και απεφάνθη ότι συνέβη σε αυτόν ένα τέλος όπως το ευχόταν. Παρότρυνε δε στους παρισταμένους να προσφέρουν θυσία στον Εμπεδοκλή γιατί είχε γίνει θεός.
69. Ο Έρμιππος λέει ότι κάποια Πανθεία Ακραγαντίνη, “απελπισμένη από τους ιατρούς” την έκανε καλά αυτός, και γι' αυτό έκανε θυσία. Οι προσκεκλημένοι ήταν γύρω στους ογδόντα.
Ο Ιππόβοτος βεβαιώνει ότι ο φιλόσοφος σηκώθηκε και προχώρησε προς την Αίτνα (το βουνό με το ηφαίστειο), και όταν έφτασε στους κρατήρες βυθίστηκε μέσα και εξαφανίστηκε, θέλοντας να επιβαιβεώσει τη φήμη του ότι είχε γίνει θεός. Η αλήθεια μαθεύτηκε αργότερα όταν το ηφαίστειο πέταξε έξω το ένα πέδιλο του. Γιατί συνήθιζε να φοράει χάλκινα πέδιλα. Ο Παυσανίας όμως (κατά τον Ηρακλείδη) δεν συμφωνούσε με αυτήν την εκδοχή.
71. Στις διηγήσεις όμως αυτές εναντιώνεται ο Τίμαιος, “ρητώς λέγων” ότι “εξεχώρησεν είς Πελοπόννησον και το σύνολον ουκ επανήλθε” - από όπου δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Άρα και ο τρόπος του θανάτου του, μας είναι άγνωστος (και την τελευτήν άδηλον είναι). Τον διαψεύδει (ο Τίμαιος) τον Ηρακλείδη τον οποίον και ονομαστικά αναφέρει στο 14ο βιβλίο του. Γιατί λέει πως ο Πεισάναξ ούτε Ακραγαντίνος ήταν (ήταν Συρακούσιος) ούτε κτήμα είχε στον Ακράγαντα. Επί πλέον αν ένας τέτοιος λόγος είχε διαδοθεί, ο Παυσανίας θα είχε ανεγείρει ένα μνημείο για τον φίλο του σαν σε θεό, ένα άγαλμα ή έναν ναό γιατί είχε τα μέσα (και γαρ πλούσιον είναι). “Πως λοιπόν, θα ριχνόταν στους κρατήρες, προσθέτει, που ενώ είναι τόσο κοντά, ποτέ δεν έκανε λόγο; Άρα πέθανε στην Πελοπόννησο”.
72. “Δεν πρέπει εξ άλλου να θεωρείται περίεργο ότι δεν φαίνεται πουθενά τάφος του, γιατί και πολλών άλλων δεν υπάρχει”.
ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ “ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΌΦΩΝ” ΒΙΒΛΙΟΝ Η’ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ
------------------------------
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ - ΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΟΡΙΣΤΗΚΕ Ν' ΑΦΗΚΕΙ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΑΝΩΛΕΘΡΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Τα χωρία που παραλείπω στην σειρά αυτών που αναφέρω δεν έχουν σχέση με το τέλος του αλλά με κάποια από τα έργα του, όπως ο καθαρισμός των αναθυμιάσεων ενός ποταμού κοντά στην πόλη που προκαλούσε θανάτους στους Σελινούντιους και στις γυναίκες αποτυχημένους τοκετούς. Ο Εμπεδοκλής συνέλαβε την σκέψη να ρίξει στην κοίτη δύο από τους κοντινούς ρέοντες ποταμούς, με δικά του έξοδα. Με την εκτροπή και την διέλευση των δύο ποταμών, αφού αναμείχθηκαν τα νερά, ετέθη τέρμα στον λοιμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτόν Εμπεδοκλή αναφέρεται ο Φιλόστρατος:
ΑπάντησηΔιαγραφήΛένε ότι και ο Ακραγαντίνος Εμπεδοκλής αυτή τη σοφία (του Πυθαγόρα) ακολούθησε. Γιατί το «χαίρετε, δεν είμαι πια για σας θνητός αλλά αθάνατος θεός» και το «κάποτε υπήρξα κοπέλα και νέος», (μετενσάρκωση) όπως επίσης και η προσφορά στην Ολυμπία μιας πίτας με σχήμα βοδιού, που λέγεται πως είχε φτιάξει (αναίμακτη θυσία), αποδεικνύουν πως συμφωνούσε με τον Πυθαγόρα.
Απόσπασμα από το έργο του ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΥ, «Άπαντα τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον », εκδόσεις Κάκτος.