Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος. Oι ιουδαΐζουσες θρησκείες, ο Ισλαμισμός και ο Χριστιανισμός είναι καταπληκτικές στην ποιμνίωση και στη μετατόπιση της αληθινής ζωής από αυτό τον κόσμο στον μεταθανάτιο. Το ποίμνιο τους δεν ζει για να ζει εδώ, αλλά ζει για να προετοιμαστεί για την άλλη, αόρατη ζωή. Γι’ αυτό είναι θανατόφιλες θρησκείες και τρέφονται από τον θάνατο, γιατί διαρκώς θυμίζουν τον θάνατο και την μεταθανάτια ζωή του Παραδείσου ή της Κολάσεως.
Ο ποιμνιωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ζει για κάποια ιερή αποστολή σ’ αυτό τον κόσμο, την αποστολή του Κυρίου και εντάσσεται και συντάσσεται μ’ αυτή σαν να είναι ο εαυτός του, και πράγματι είναι ο εαυτός του, γιατί ζει και αναπνέει μόνο μέσα από το πνεύμα της αποστολής. Πέφτει δε σε αγώνα και θυσιάζεται για την αποστολή και χαίρεται για την θυσία του.
Θα ρωτήσεις βέβαια, είναι τότε ένας ήρωας, όπως οι Έλληνες τους θεωρούσαν; Ασφαλώς όχι. Είναι μάλιστα το αντίθετο του.
Ο ήρωας, εκτελεί γενναίες πράξεις για το καλό της κοινωνίας και έχει επίγνωση του σκοπού του και της πράξεως του, διακατέχεται από υψηλά ιδανικά και είναι αυτόβουλος. Δηλαδή έχει γνώση της πράξεως του και πάντοτε συνοδεύεται η πράξη του από την αρετή και την μεγαλοψυχία.
Ο ποιμνιωμένος αντιθέτως είναι όργανο άλλων, δεν έχει λογική και γνώση, δεν γνωρίζει την αρετή και απέχει από την μεγαλοψυχία, αλλά απλώς ακολουθεί ένα ογκώδες συναίσθημα που άλλοι του έχουν εμφυσήσει και γίνεται δούλος του συναισθήματος του και των άλλων.
Οι χριστιανοί λ.χ. απέφευγαν να ονομάσουν ήρωες τους ποιμνιωμένους δικούς τους, που έπεφταν με τύφλα στα βασανιστήρια και στο θάνατο. Τους ονόμασαν μάρτυρες. Η διαφορά είναι ουσιώδης.
Ο ήρωας είναι γίγας της λογικής, ο μάρτυρας είναι άλογος και άνευ ιδίας βουλήσεως, ο ήρωας είναι αυτόβουλος, ο μάρτυρας ετερόβουλος, ο ήρωας της Ελλάδας θυσιαζόταν για το κοινό καλό, ο χριστιανός μάρτυρας για να κερδίσει ο ίδιος την αιώνια μεταθανάτια ζωή στους ουρανούς, ο ήρωας τέλος είναι ψυχή εύρωστη, ο μάρτυρας ψυχή ψυχωμένη και άρρωστη.
Η κατάσταση του ποιμνιωμένου είναι οδυνηρή. Υποφέρει από την πίστη του, βασανίζεται και χτυπιέται, χάνεται μέσα στο βόρβορο που εισήλθε σαν συντελεστής της ποιμνιώσεως… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται κάποιος επιτήδειος, ή κάποιοι και με πανουργία τον χειραγωγούν και ασκούν την ποιμνίωσή του. Αυτός ο κάποιος είναι ο ποιμνίτης, που είτε λόγω θέσεως, είτε λόγω ικανότητας, ασκεί την ποιμνίωση του υπηκόου του. Ένας ποιμνίτης είναι ποιμένας ή ποιμενάρχης, δηλαδή αρχηγός του ποιμνίου, αλλά είναι η πλέον αρρωστημένη έκφραση του. Είναι κι’ αυτός ασθενής όπως ο ποιμνιωμένος, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Είναι άρρωστος, γιατί θέλει ποιμνιωμένους οπαδούς και παίζει με την ψυχή τους, όπως η γάτα το ποντίκι… Ο σπουδαιότερος όλων ήταν ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος, δια της φοβερής ροής της γλώσσας του, κατασκεύαζε φαντάσματα και τέρατα που επρόκειτο να κατασπαράξουν τους απίστους και τους αμαρτωλούς και έκανε το ποίμνιο να θρηνεί πανικόβλητο την «άθλια κατάσταση του», να γονατίζει, να κλαίει και να οδύρεται.
Οι χριστοπατέρες σήμερα εκπαιδεύονται και διδάσκονται την ποιμενική, δηλαδή τον τρόπο ποιμνιιώσεως των πιστών.
Δεν είναι παράδοξο να βλέπεις ποιμνιωμένο άνθρωπο να διανύει δύο τρία χιλιόμετρα με αιμόφυρτα γόνατα, καθ’ οδόν προς την Παναγία της Τήνου. Όταν φτάσει μπροστά στην πύλη, τον (την) υποδέχεται ο ποιμνίτης, ο δε δεσπότης, που στέκεται αγέρωχος και υπερφυσικός και απολαμβάνει την κατάντια του θύματός του…
Δεν είναι τυχαία η ανακήρυξη των πιστών σε ποίμνιο από την ίδια την Εκκλησία, όσο και παραβολική αν φαίνεται. Ισχυρίζονται βέβαια οι χριστοπατέρες ότι αυτά είναι συμβολικά, ή ότι χρησιμοποιούνται παραβολικά για να γίνονται κατανοητά από τον αμαθή λαό. Αυτό αποδεικνύει δύο πράγματα, ότι απευθύνονται πάντοτε σε αμαθείς και δεύτερον, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους ανόητους εξ’ αρχής.
Γιατί δεν έκαναν το ίδιο οι προχριστιανικοί Έλληνες όταν έγραφαν τα θεολογικά τους κείμενα; Γιατί δεν χαρακτήριζαν τον λαό ποίμνιο, αλλά αντιθέτως του έδωσαν νοημοσύνη και λόγο, ανακηρύσσοντας τον λόγο σε ύψιστη έννοια και στοιχείο θεμελιώσεως πολιτείας; Γιατί έδωσαν σε όλους δικαίωμα λογικής και ελευθερίας να εκφραστούν, ενώ οι χριστιανοί αφήνουν αυτό το δικαίωμα στην ποιμαντορία;
Δεν είναι τυχαία λοιπόν αυτή η υποβίβαση των πιστών σε ποίμνιο προβάτου. Ισοπεδώνει την προσωπικότητα όλων σε μια γραμμή, στο ποίμνιο, εκεί που όλοι ανεξαιρέτως είναι ίδιοι κάτω από την πυγμή του Θεού και την ισχύ της ποιμεναρχίας. Η ταυτότητα του χριστιανού είναι η πίστη και η ισοπέδωση, η ταπείνωση, και η αιώνια δουλεία, πράγμα που κάνει το ποίμνιο να μην μπορεί να απαλλαγεί από την ποιμνιακή του κατάσταση, γιατί μ’ αυτά τα υλικά είναι χτισμένο…
Η ρωμαϊκή δουλεία γέννησε δούλους του Κυρίου, η αμάθεια πρόσφερε το έδαφος για καλλιέργεια του χριστιανικού παραλόγου και η βία βρήκε την προσωποποίηση της στην ποιμαντορία και στα νέα αυτοκρατορικά αξιώματα. Από την στιγμή που χριστιανοί έγιναν αυτοκράτορες, πέρασε ο Χριστιανισμός στην πολιτική και κυριάρχησε η ιδεα τού Ιουστινιανού, «ένας αυτοκράτορας, μία θρησκεία η χριστιανική, ένα έθνος το ρωμανικό». Η δουλεία, η αμάθεια, και η βία συνεπώς είναι οι τρεις αδελφές χάριτες του Χριστιανισμού που οδήγησαν στην εκκόλαψη και εκτροφή του…
Με την κυριαρχία του Χριστιανισμού, η αγραμματοσύνη απλώθηκε στον πληθυσμό, τα σχολεία χάθηκαν και μαζί τους ο ανθρώπινος λόγος. Τα γράμματα ήταν μονοπώλιο της Εκκλησίας και μάθαιναν όσοι προορίζοντο για ιερείς και ποιμένες, με σκοπό να διαβάζουν τις «άγιες γραφές» και τα συναξάρια. Το αμόρφωτο πλήθος γύρισε στον καιρό της πρωτόγονης καταστάσεως, μ’ αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί για αιώνες και ακόμη να βρίσκεται υπό την κυριαρχία της ποιμαντορίας ως ένα αγαθό ποίμνιο… Οι Ρωμιοί δε σήμερα, ανίκανοι να κάνουν αποδοχή της κληρονομιάς των Ελλήνων και να μετατραπούν σε Έλληνες, στέκονται ως αλλόφυλοι θεατές προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος βρίσκεται κυρίως έξω από την Ρωμανία. Επειδή δεν υπάρχουν σαφείς, ουσιαστικοί και γενεαλογικοί κληρονόμοι των Ελλήνων, αφού εμείς έχουμε δείξει ανεπάρκεια κληρονομήσεως, έχουν απομείνει μόνο οι πνευματικοί κληρονόμοι και οι κλέφτες κληρονόμοι να σφετερίζονται τον ελληνικό πλούτο. Οι Ρωμιοί, που δήθεν φωνάζουν κάπου-κάπου, δεν αισθάνονται βαθιά στην ψυχή τους να έχουν συγγένεια ούτε με τον Αλέξανδρο, ούτε με τον Αριστοτέλη. Αυτοί αγαπούν τον Ιουστινιανό, τον Φώτιο, τον Ησαΐα και τον Ζαχαρία. Η ανθρωπότητα λοιπόν βρήκε, με καθυστέρηση αιώνων, το δρόμο προς τον πολιτισμό, μακριά από τις ποιμαντορίες και τα αποκυήματα της θεοκρατίας, ενώ η Ελλάς τιμωρήθηκε και ακόμη τιμωρείται από τη κυριαρχία του Χριστιανισμού, μ’ αποτέλεσμα η χώρα αυτή να μην είναι πλέον Ελλάς, αλλά Ρωμανία.
Ο ποιμνιωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ζει για κάποια ιερή αποστολή σ’ αυτό τον κόσμο, την αποστολή του Κυρίου και εντάσσεται και συντάσσεται μ’ αυτή σαν να είναι ο εαυτός του, και πράγματι είναι ο εαυτός του, γιατί ζει και αναπνέει μόνο μέσα από το πνεύμα της αποστολής. Πέφτει δε σε αγώνα και θυσιάζεται για την αποστολή και χαίρεται για την θυσία του.
Θα ρωτήσεις βέβαια, είναι τότε ένας ήρωας, όπως οι Έλληνες τους θεωρούσαν; Ασφαλώς όχι. Είναι μάλιστα το αντίθετο του.
Ο ήρωας, εκτελεί γενναίες πράξεις για το καλό της κοινωνίας και έχει επίγνωση του σκοπού του και της πράξεως του, διακατέχεται από υψηλά ιδανικά και είναι αυτόβουλος. Δηλαδή έχει γνώση της πράξεως του και πάντοτε συνοδεύεται η πράξη του από την αρετή και την μεγαλοψυχία.
Ο ποιμνιωμένος αντιθέτως είναι όργανο άλλων, δεν έχει λογική και γνώση, δεν γνωρίζει την αρετή και απέχει από την μεγαλοψυχία, αλλά απλώς ακολουθεί ένα ογκώδες συναίσθημα που άλλοι του έχουν εμφυσήσει και γίνεται δούλος του συναισθήματος του και των άλλων.
Οι χριστιανοί λ.χ. απέφευγαν να ονομάσουν ήρωες τους ποιμνιωμένους δικούς τους, που έπεφταν με τύφλα στα βασανιστήρια και στο θάνατο. Τους ονόμασαν μάρτυρες. Η διαφορά είναι ουσιώδης.
Ο ήρωας είναι γίγας της λογικής, ο μάρτυρας είναι άλογος και άνευ ιδίας βουλήσεως, ο ήρωας είναι αυτόβουλος, ο μάρτυρας ετερόβουλος, ο ήρωας της Ελλάδας θυσιαζόταν για το κοινό καλό, ο χριστιανός μάρτυρας για να κερδίσει ο ίδιος την αιώνια μεταθανάτια ζωή στους ουρανούς, ο ήρωας τέλος είναι ψυχή εύρωστη, ο μάρτυρας ψυχή ψυχωμένη και άρρωστη.
Η κατάσταση του ποιμνιωμένου είναι οδυνηρή. Υποφέρει από την πίστη του, βασανίζεται και χτυπιέται, χάνεται μέσα στο βόρβορο που εισήλθε σαν συντελεστής της ποιμνιώσεως… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται κάποιος επιτήδειος, ή κάποιοι και με πανουργία τον χειραγωγούν και ασκούν την ποιμνίωσή του. Αυτός ο κάποιος είναι ο ποιμνίτης, που είτε λόγω θέσεως, είτε λόγω ικανότητας, ασκεί την ποιμνίωση του υπηκόου του. Ένας ποιμνίτης είναι ποιμένας ή ποιμενάρχης, δηλαδή αρχηγός του ποιμνίου, αλλά είναι η πλέον αρρωστημένη έκφραση του. Είναι κι’ αυτός ασθενής όπως ο ποιμνιωμένος, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Είναι άρρωστος, γιατί θέλει ποιμνιωμένους οπαδούς και παίζει με την ψυχή τους, όπως η γάτα το ποντίκι… Ο σπουδαιότερος όλων ήταν ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος, δια της φοβερής ροής της γλώσσας του, κατασκεύαζε φαντάσματα και τέρατα που επρόκειτο να κατασπαράξουν τους απίστους και τους αμαρτωλούς και έκανε το ποίμνιο να θρηνεί πανικόβλητο την «άθλια κατάσταση του», να γονατίζει, να κλαίει και να οδύρεται.
Οι χριστοπατέρες σήμερα εκπαιδεύονται και διδάσκονται την ποιμενική, δηλαδή τον τρόπο ποιμνιιώσεως των πιστών.
Δεν είναι παράδοξο να βλέπεις ποιμνιωμένο άνθρωπο να διανύει δύο τρία χιλιόμετρα με αιμόφυρτα γόνατα, καθ’ οδόν προς την Παναγία της Τήνου. Όταν φτάσει μπροστά στην πύλη, τον (την) υποδέχεται ο ποιμνίτης, ο δε δεσπότης, που στέκεται αγέρωχος και υπερφυσικός και απολαμβάνει την κατάντια του θύματός του…
Δεν είναι τυχαία η ανακήρυξη των πιστών σε ποίμνιο από την ίδια την Εκκλησία, όσο και παραβολική αν φαίνεται. Ισχυρίζονται βέβαια οι χριστοπατέρες ότι αυτά είναι συμβολικά, ή ότι χρησιμοποιούνται παραβολικά για να γίνονται κατανοητά από τον αμαθή λαό. Αυτό αποδεικνύει δύο πράγματα, ότι απευθύνονται πάντοτε σε αμαθείς και δεύτερον, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους ανόητους εξ’ αρχής.
Γιατί δεν έκαναν το ίδιο οι προχριστιανικοί Έλληνες όταν έγραφαν τα θεολογικά τους κείμενα; Γιατί δεν χαρακτήριζαν τον λαό ποίμνιο, αλλά αντιθέτως του έδωσαν νοημοσύνη και λόγο, ανακηρύσσοντας τον λόγο σε ύψιστη έννοια και στοιχείο θεμελιώσεως πολιτείας; Γιατί έδωσαν σε όλους δικαίωμα λογικής και ελευθερίας να εκφραστούν, ενώ οι χριστιανοί αφήνουν αυτό το δικαίωμα στην ποιμαντορία;
Δεν είναι τυχαία λοιπόν αυτή η υποβίβαση των πιστών σε ποίμνιο προβάτου. Ισοπεδώνει την προσωπικότητα όλων σε μια γραμμή, στο ποίμνιο, εκεί που όλοι ανεξαιρέτως είναι ίδιοι κάτω από την πυγμή του Θεού και την ισχύ της ποιμεναρχίας. Η ταυτότητα του χριστιανού είναι η πίστη και η ισοπέδωση, η ταπείνωση, και η αιώνια δουλεία, πράγμα που κάνει το ποίμνιο να μην μπορεί να απαλλαγεί από την ποιμνιακή του κατάσταση, γιατί μ’ αυτά τα υλικά είναι χτισμένο…
Η ρωμαϊκή δουλεία γέννησε δούλους του Κυρίου, η αμάθεια πρόσφερε το έδαφος για καλλιέργεια του χριστιανικού παραλόγου και η βία βρήκε την προσωποποίηση της στην ποιμαντορία και στα νέα αυτοκρατορικά αξιώματα. Από την στιγμή που χριστιανοί έγιναν αυτοκράτορες, πέρασε ο Χριστιανισμός στην πολιτική και κυριάρχησε η ιδεα τού Ιουστινιανού, «ένας αυτοκράτορας, μία θρησκεία η χριστιανική, ένα έθνος το ρωμανικό». Η δουλεία, η αμάθεια, και η βία συνεπώς είναι οι τρεις αδελφές χάριτες του Χριστιανισμού που οδήγησαν στην εκκόλαψη και εκτροφή του…
Με την κυριαρχία του Χριστιανισμού, η αγραμματοσύνη απλώθηκε στον πληθυσμό, τα σχολεία χάθηκαν και μαζί τους ο ανθρώπινος λόγος. Τα γράμματα ήταν μονοπώλιο της Εκκλησίας και μάθαιναν όσοι προορίζοντο για ιερείς και ποιμένες, με σκοπό να διαβάζουν τις «άγιες γραφές» και τα συναξάρια. Το αμόρφωτο πλήθος γύρισε στον καιρό της πρωτόγονης καταστάσεως, μ’ αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί για αιώνες και ακόμη να βρίσκεται υπό την κυριαρχία της ποιμαντορίας ως ένα αγαθό ποίμνιο… Οι Ρωμιοί δε σήμερα, ανίκανοι να κάνουν αποδοχή της κληρονομιάς των Ελλήνων και να μετατραπούν σε Έλληνες, στέκονται ως αλλόφυλοι θεατές προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος βρίσκεται κυρίως έξω από την Ρωμανία. Επειδή δεν υπάρχουν σαφείς, ουσιαστικοί και γενεαλογικοί κληρονόμοι των Ελλήνων, αφού εμείς έχουμε δείξει ανεπάρκεια κληρονομήσεως, έχουν απομείνει μόνο οι πνευματικοί κληρονόμοι και οι κλέφτες κληρονόμοι να σφετερίζονται τον ελληνικό πλούτο. Οι Ρωμιοί, που δήθεν φωνάζουν κάπου-κάπου, δεν αισθάνονται βαθιά στην ψυχή τους να έχουν συγγένεια ούτε με τον Αλέξανδρο, ούτε με τον Αριστοτέλη. Αυτοί αγαπούν τον Ιουστινιανό, τον Φώτιο, τον Ησαΐα και τον Ζαχαρία. Η ανθρωπότητα λοιπόν βρήκε, με καθυστέρηση αιώνων, το δρόμο προς τον πολιτισμό, μακριά από τις ποιμαντορίες και τα αποκυήματα της θεοκρατίας, ενώ η Ελλάς τιμωρήθηκε και ακόμη τιμωρείται από τη κυριαρχία του Χριστιανισμού, μ’ αποτέλεσμα η χώρα αυτή να μην είναι πλέον Ελλάς, αλλά Ρωμανία.
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ποίμνιο ή Έλληνας;» (Τρύφων Ολύμπιος, καθηγητής Πανεπιστημίου Στοκχόλμης) http://www.pare-dose.net/
Επιστροφή στο Πρώτο Μέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.