|
Οι αποικίες
των Ελλήνων Πυθαγορείων (Ιταλία)
|
Στο
«Περί Σωκράτους Δαιμονίου» έργο του Πλουτάρχου του Χαιρωνέως, διατελέσαντος
Ιερέας στο εν Δελφοίς ναό, μαθαίνουμε πως:
«Όταν
κατέρρευσαν στην Ιταλία οι κατά πόλεις εταιρείες των Πυθαγορείων, οι οποίες
είχαν ηττηθεί στην εμφύλια διαμάχη εντός των αυτών πόλεων, μια ομάδα τους στο
Μεταπόντιο, συσπειρωμένη ακόμη, συνεδρίαζε σε κάποιο σπίτι. Τότε οι οπαδοί του
Κύλωνα τους έβαλαν από γύρω φωτιά και μεμιάς τους αφάνισαν όλους, εκτός από το
Φιλόλαο και το Λύση που ήταν νέοι ακόμη και σώθηκαν από την φωτιά χάρη στην
ρώμη και την ευκινησία τους. Ο Φιλόλαος, λοιπόν, αφού διέφυγε στους Λευκανούς επανήλθε σώος προς τους άλλους
φίλους, οι οποίοι άρχισαν ήδη να συγκεντρώνονται και πάλι και να υπερισχύουν
των οπαδών του Κύλωνα. Για τον Λύση, όμως, δεν ήταν γνωστό για πολύ καιρό που
είχε πάει, έως ότου ο Γοργίας ο Λεοντίνος, επιστρέφοντας με πλοίο από την
Ελλάδα στην Σικελία, ανακοίνωσε με βεβαιότητα στον κύκλο του Αρεσά ότι
συναντήθηκε με τον Λύση που περνούσε τον καιρό του στην Θήβα.»
Επίσης
σχετικά με τις εταιρίες των Πυθαγορείων και την καταστροφή αυτών εκ του Κύλωνος
ο Ιάμβλιχος μας λέγει:
«Ήταν
δε μερικοί, οι οποίοι αντιμάχονταν τους ανθρώπους αυτούς και επαναστάτησαν
εναντίον τους. Το γεγονός βέβαια ότι κατά την διάρκεια της απουσίας του Πυθαγόρα
καταστρώθηκε σχέδιο καταστροφής τους, αυτό όλοι το ομολογούν. Διαφορετικές όμως
είναι οι πληροφορίες του ταξιδιού που έκανε ο Πυθαγόρας. Άλλοι μεν λέγουν ότι ο
Πυθαγόρας είχε πάει στον Φερεκύδη τον Σύριο, άλλοι δε στ Μετάποντιο. Οι δε αιτίες της επιβολής, οι
οποίες σχεδιάστηκαν εναντίον του, αναφέρεται ότι ήταν πολλές.
Μία μεν
ήταν εκείνη, προκλήθηκε από τους Κυλώνειους λεγόμενους άνδρες, και η οποία έχει
ως εξής : ο Κύλων, άνδρας Κροτωνιάτης, κατέχοντας την πρώτη θέση μεταξύ των
συμπολιτών του λόγω του γένους, της δόξας και του πλούτου του, από πλευράς όμως
χαρακτήρα ήταν τραχύς και βίαιος,
θορυβώδης και τυραννικός, αφού έδειξε κάθε προθυμία να γίνει κοινωνός του
Πυθαγορικού βίου, και αφού προσήλθε προς
τον ίδιο τον Πυθαγόρα, γέροντα πλέον, αποδοκιμάστηκε και δεν έγινε δεκτός για
προαναφερόμενους λόγους.
Εξ
αιτίας, λοιπόν, του περιστατικού αυτού, κήρυξε πόλεμο φοβερό ο ίδιος ο Κύλων
και οι φίλοι του εναντίον του ίδιου του Πυθαγόρα και των συντρόφων του και τόσο
σφοδρή και ασυγκράτητη υπήρξε η μανία και του ίδιου του Κύλωνος και αυτών που
ήταν ταγμένοι με το μέρος του, ώστε να επεκταθεί μέχρι και τους τελευταίους Πυθαγορείους. Για
τον λόγο αυτό ο μεν Πυθαγόρας κατέφυγε στο
Μεταπόντιο, και εκεί, λέγεται ότι τελείωσε την ζωή του. Οι δε καλούμενοι
Κυλώνειοι συνέχιζαν να δημιουργούν επαναστάσεις κατά των Πυθαγορείων και να
δείχνουν κάθε μορφής εχθρική διάθεση προς εκείνους. Εξ αντιθέτου όμως
επικρατούσε μέχρις ενός σημείου η καλοκαγαθία των Πυθαγορείων και η θέληση των ίδιων των
πόλεων, ώστε να επιθυμούν να ρυθμίζονται τα πολιτικά θέματα από εκείνους.
Τελικά σε τέτοιο βαθμό επιβουλεύθηκαν τους Πυθαγορείους, ώστε ενώ συνεδρίαζαν
εκείνοι στην οικία του Μίλωνος, συντρόφου των Πυθαγορείων, στον Κρότωνα και
συσκέπτονταν για τα πολιτικά πράγματα, οι Κυλώνειοι πυρπολώντας την οικία
έκαψαν τους Πυθαγόρειους άνδρες, εκτός
από δυο, Άρχιππον και τον Λύση. Αυτοί οι δύο, επειδή ήσαν νεώτεροι και πάρα
πολύ εύρωστοι, κατόρθωσαν με κάποιο τρόπο να ξεφύγουν.
Αφού,
λοιπόν, συνέβη αυτό και αφού οι κάτοικοι των πόλεων δεν έκαναν κανένα λόγο για
την συμφορά, που έπαθαν οι άνδρες εκείνοι, οι Πυθαγόρειοι έπαυσαν να φροντίζουν
για την διακυβέρνηση των πόλεων. Τούτο συνέβη για δυο αιτίες: για την αδιαφορία
των πόλεων (διότι για ένα τέτοιου είδους και τόσο μεγάλο κακό που έγινε, δεν
έδειξαν καμία προσοχή) και για την απώλεια των ικανότατων προς διακυβέρνηση των
πολιτικών πραγμάτων ανδρών.
Από
τους δυο οι οποίοι διασώθηκαν, που και οι δυο ήταν Ταραντίνοι, ο μεν Άρχιππος
αναχώρησε για τον Τάραντα, ο δε Λύσης, επειδή αγανάκτησε από την αδιαφορία των
πολιτών, κατέφυγε στην Ελλάδα και περνούσε τον καιρό του στην Αχαΐα της
Πελοποννήσου και έπειτα μετοίκησε στην Θήβα υποκινούμενος από κάποια εσωτερική
προτροπή. Εκεί στην Θήβα ο Επαμεινώνδας έγινε ακροατής του Λύση, τον οποίο
απεκάλεσε και πατέρα. Εκεί τελείωσε και την ζωή του. Οι δε υπόλοιποι από
τους Πυθαγορείους έφυγαν από την Ιταλία,
πλην του Αρχύτα του Ταραντίνου.
Οι δε
υπόλοιποι, αφού συναθροιστήκαν στο Ρήγιο, διέμεναν εκεί όλοι μαζί. Καθώς όμως
περνούσε ο καιρός και τα πολιτεύματα πήγαιναν προς το χειρότερο….
Οι
σπουδαιότεροι δε ήταν: ο Φάντων και ο Εχεκράτης και ο Φλιάσιοι Πολύμναστος
και ο Διοκλής, και επίσης ο Ξενόφιλος ο Χαλκιδεύς, ένας από τους Χαλκιδείς της
Θράκης, Αυτοί, λοιπόν, διαφύλαξαν τα παραδοσιακά τους ήθη και την φιλοσοφία του
Πυθαγόρα, αν και η σχολή έκλεισε, μέχρις ότου πέθαναν με αξιοπρέπεια.
Αυτά
διηγείται ο Αριστόξενος. Ο δε Νικόμαχος ως προς μεν τα άλλα συμφωνεί με τα
ανώτερα, αλλά για την επιβουλή λέγει ότι αυτή έγινε κατά την διάρκεια της
αποδημίας του Πυθαγόρα στην Δήλο.
Διότι ο
Πυθαγόρας πήγε στην Δήλο, προς τον διατελέσαντα διδάσκαλό του Φερεκύδη τον
Σύριο, με σκοπό να τον νοσηλεύσει, επειδή είχε περιπέσει στην περιβόητη ασθένεια
της φθειριάσεως, και, τελικά, να τον
κηδεύσει. Τότε, λοιπόν, αυτοί, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί από τους
Πυθαγόρειους και είχαν στηλιτευθεί, επιτέθηκαν εναντίων αυτών και όλους παντού
τους έκαψαν, οι ίδιοι δε φονεύθηκαν από τους Ιταλιώτες δια λιθοβολισμού για
αυτόν τον λόγο και ρίφθηκαν έξω μένοντας άταφοι.
Τότε
συνέβη να εξαφανιστεί και η επιστήμη μαζί με τους γνωρίζοντες αυτή, διότι μέχρι
τότε αυτή διαφυλασσόταν στον νου αυτών μυστική. Εκείνα δε, που ήταν δύσκολο να
εννοηθούν και να αναπτυχθούν, συνέβη να διαφυλαχτούν στη μνήμη των μη ανηκόντων
στην σχολή, εκτός από πολύ ολίγα, όσα μερικοί
Πυθαγόρειοι, που τότε έτυχε να βρίσκονται σε άλλες χώρες διέσωσαν σε
άλλα ζώπυρα της επιστήμης πολύ αμυδρά και δυσκολοσύλληπτα.
Διότι
και αυτοί, αφού απομονώθηκαν και λόγω της συμφοράς απογοητεύθηκαν, υπερβολικά,
διασκορπίστηκαν άλλος εδώ και άλλος αλλού, και δεν έρχονταν σε καμία
επικοινωνία με κανέναν άνθρωπο και, χωρίς να ανταλλάσουν με κανένα λόγια,
ζούσαν με υπομονή, απομονωμένοι σε ερημικούς τόπους, όπου έτυχε να βρεθεί
καθένας, και κατάκλειστοι τον περισσότερο καιρό, έμεναν ευχαριστημένοι
προτιμώντας καθένας την συντροφιά με τον εαυτό του αντί της συντροφιάς με
οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.
Φοβούμενοι
δε μήπως απολεσθεί παντελώς από τους ανθρώπους το όνομα της φιλοσοφίας και
μήπως για τον λόγο αυτόν τους απεχθάνονται και αυτούς οι Θεοί, επειδή άφησαν να
χαθεί για παντός το τόσης μεγάλης αξίας δώρο τους, συνέταξαν κάποια κεφαλαιώδη
και συμβολικά υπομνήματα και, αφού συγκέντρωσαν μαζί με αυτά και τα συγγράμματα
των παλαιότερων Πυθαγορείων και ακόμη όσα σχετικά διατηρούσαν στη μνήμη τους,
τα άφησαν καθένας σε όποιον τύχαινε να παρευρίσκεται κοντά του κατά την ώρα του
θανάτου του ή στους υιούς ή στις θυγατέρες ή στις συζύγους τους, αφού τους
συνιστούσαν να μην τα δώσουν σε κανέναν από τους μη ανήκοντες στην οικογένεια.
Οι οικογένειες δε αυτές των Πυθαγορείων διατήρησαν για πολύ μακρό χρονικό διάστημα τούτο το παράγγελμα,
μεταβιβάζοντας διαδοχικά στους απογόνους την ίδια αυτή εντολή από τις
αρχαιότερες στις νεώτερες γενιές.
Αφού
όμως και ο Απολλώνιος για τα ίδια στοιχεία διαφωνεί σε κάποια σημεία και πολλά
προσθέτει, τα οποία δεν έχουν λεχθεί από τους προηγούμενους, εμπρός λοιπόν ας
παραθέσουμε και την διήγηση αυτού την σχετική με την επιβουλή κατά των Πυθαγορείων.
Λέγει, λοιπόν, ο Απολλώνιος ότι ο φθόνος εκ μέρους των άλλων παρακολουθούσε τον
Πυθαγόρα ευθύς αμέσως από την παιδική του ηλικία. Διότι οι άνθρωποι, κατά το
διάστημα που ο Πυθαγόρας συναναστρεφόταν με όλους όσοι τον πλησίαζαν, ήταν
ευχαριστημένοι μαζί του.
Όταν
όμως συνέβαινε να συναναστρέφεται με τους μαθητές του, ελαττώνονταν η εκτίμηση
των ανθρώπων προς αυτόν. Και αποδεχόταν με το γεγονός να δείχνει την εύνοια του
προς τους ερχόμενους από άλλα μέρη, αγανακτούσαν όμως, όταν διαπίστωναν ότι
έδειχνε μεγαλύτερη προτίμηση προς μερικούς εγχώριους, διότι θεωρούσαν ότι κατά
τις συναθροίσεις τους οι οπαδοί σχεδίαζαν εχθρικές πράξεις εναντίων τους.
Έπειτα δε και από τους νέους εκείνοι που υπερείχαν στα αξιώματα και τον πλούτο,
συνέβαινε, καθώς προχωρούσε η ηλικία τους, όχι μόνον οι ίδιοι να διατηρούν την
πρώτη θέση σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και στο να διευθύνουν όλοι αυτοί από
κοινού τις υποθέσεις της πόλεως. Αυτοί, λοιπόν, είχαν συστήσει μεγάλη εταιρία
(διότι ήταν πάνω από τριακόσιοι) για την διακυβέρνηση της πόλεως, και συνεπώς
μικρό μέρος των κατοίκων της πόλεως απέμεινε, το οποίο δεν πολιτεύονταν με τα
ίδια έθιμα και τις ίδιες συνήθειες, που χρησιμοποιούσαν οι νέοι εκείνοι.
Αλλά,
βέβαια, κατά το διάστημα που οι Κροτωνιάτες διατηρούσαν αυτεξούσια τη χώρα του
και μαζί τους διέμενε ως δημότης και ο Πυθαγόρας, συνέχιζε να παραμένει η ίδια
μορφή διακυβερνήσεως, που υπήρχε από τότε που ιδρύθηκε η πόλη. Η κατάσταση αυτή
ήταν δυσάρεστη στους νέους και ζητούσαν να βρούνε την ευκαιρία για πολιτική
μεταβολή. Όταν όμως κυρίευσαν την Σύβαριν, και ο Πυθαγόρας έφυγε, και έδωσε
εντολή να μην εφαρμοσθεί η πολιτική της κληρουχίας στην πόλη, τότε εξεράγει το
υποκρυπτόμενο μίσος και το πλήθος απομακρύνθηκε από τους Πυθαγορείους.
Αρχηγοί
δε της εχθρικής αυτής στάσεως κατά των Πυθαγορείων έγιναν εκείνοι, οι οποίοι
λόγω της συγγενείας και της οικειότητας είχαν βρεθεί πάρα πολύ κοντά στους
Πυθαγόρειους. Αιτία δε αυτής της διαφοράς υπήρξε το γεγονός ότι πολλά από τα
διαπραττόμενα εκ μέρους των Πυθαγορείων δυσαρεστούσαν αυτούς, καθώς επίσης και
τους παρατυχόντες, διότι η συμπεριφορά τους είχε ιδιομορφία εν συγκρίσει με
αυτήν των άλλων ανθρώπων, επειδή νόμιζαν ότι στο μεγαλύτερο μέρος των
εκδηλώσεων τους αποτελούσαν ντροπή και σε αυτούς τους ίδιους. Διότι και κανείς
από τους Πυθαγορείους δεν αποκαλούσε τον Πυθαγόρα με το όνομά του, αλλά όταν
ζούσε και όποτε ήθελαν να υποδηλώσουν αυτόν, τον αποκαλούσαν “θείον”. Όταν όμως
πέθανε, μιλούσαν για αυτόν με τις λέξεις “εκείνος ο άνδρας”, όπως ακριβώς ο
Όμηρος εμφανίζει τον Εύμαιο να κάνει όταν αναφέρεται στον Οδυσσέα:
“Αυτόν μεν
εγώ, ω ξένε, αν και δεν είναι παρών ντρέπομαι
να τον
αποκαλέσω με το όνομά του.
Τόσο πολύ
μου ήταν αγαπητός και πρόσωπο της φροντίδας μου”
(Οδύσσεια, 14,145).
Κατά
τον ίδιο τρόπο και οι Πυθαγόρειοι δεν περίμεναν να σηκωθούν από την κλίνη μετά
την ανατολή του ηλίου, ούτε να φορέσουν δακτυλίδι πού είχε παράσταση θεού, αλλά
ξύπνιοι αφ’ ενός μεν προσεκτικά παρατηρούσαν τον ήλιο, καθώς ανέβαινε, για να
προσευχηθούν, αφ’ ετέρου δεν απέφευγαν να φορέσουν τέτοιο δακτυλίδι.
Προφυλάσσονταν δε να μην πλησιάσουν σε εκφορά νεκρού ή σε κάποιον τόπον
ακάθαρτο. Ομοίως επίσης δεν προέβαιναν σε καμία πράξη, χωρίς προηγουμένη σκέψη
και χωρίς υπευθυνότητα, αλλά από το πρωί σκεπτόταν τι έπρεπε να κάνουν και κατά
την διάρκεια της νύκτας επανέφεραν
στην μνήμη τους τι έπραξαν κατά την διάρκεια της ημέρας. Συγχρόνως με την
εξέταση της διαγωγής τους ασκούσαν και την μνήμη τους. Παραπλησίως δε, αν
κάποιος από τους συντρόφους τους καθόριζε να συναντηθούν σε κάποιο τόπο, εκεί
θα περίμεναν μέχρι να έλθει καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας.
Συνήθιζαν
επίσης οι Πυθαγόρειοι να διατηρούν στην μνήμη τους ότι είχαν πει προηγουμένως
και τίποτα να μην λένε έτσι στην τύχη.
Γενικώς η προσταγή διατηρούταν εν ισχύ μέχρι ότου εκτελεσθεί.
Κατά
την τελευταία περίοδο της ζωής του ο Πυθαγόρας συμβούλευε τους μαθητές του να
μην βλασφημούν, αλλά όταν πλησιάζει ο
καιρός της αναχωρήσεως από την ζωή, να προσπαθούν να φανταστούν τον θάνατο με
καλή διάθεση, όπως ακριβώς κάνουν εκείνοι που σχεδιάζουν να διαπλεύσουν την
Αδριατική θάλασσα. Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, όπως προείπα, προκαλούσαν
την αγανάκτηση όλων γενικά των ανθρώπων, εφ’ οσον διαπίστωναν την διαφορετική
συμπεριφορά όλων αυτών των ανθρώπων, που συνεκπαιδεύονταν. Επίσης έδιδαν το δεξί
τους χέρι μόνο στους Πυθαγορείους και σε κανέναν άλλο υπό τους οικείους εκτός
από τους γονείς. Τις δε περιουσίες τους διαμοίραζαν αναμεταξύ τους και
απέκλειαν τους συγγενείς τους από την κληρονομιά σαν να ήταν ξένοι, πράγμα το
οποίο με μεγάλη δυσκολία και με πολύ βαριά καρδιά το ανέχονταν οι συγγενείς, οι
υπόλοιποι πρόθυμα παρασύρονταν σε έχθρα κατά των Πυθαγορείων. Επίσης από τους
“χιλίους” ο Ίππασος, ο Διόδωρος και ο Θεάγης έλεγαν ότι πρέπει όλοι να
συμμετέχουν στην εξουσία και στην Εκκλησία του Δήμου και να δίδουν λόγο για τις
ευθύνες τους αυτές στους άρχοντες, που εξελέγησαν με κλήρο εκ πάντων. Επειδή
όμως εναντιώνονταν οι Πυθαγόρειοι Αλκίμαχος, Δείναρχος, Μέτων και Δημοδήκης και
εμπόδιζαν να καταλυθεί το πάτριο πολίτευμα, επικράτησαν τελικά εκείνοι, που
συμπορεύονταν με τις απόψεις του πλήθους.
Μετά,
λοιπόν, από αυτά, όταν συναθροίστηκαν οι πολλοί από τους ρήτορες, ο Κύλων και ο
Νίνων κατηγορούσαν τους Πυθαγορείους διαμοιράζοντας αναμεταξύ τους τις
δημαγωγικές αγορεύσεις. Ο μεν Κύλων ήταν εκ μέρους των ευπόρων, ο δεν Νίνων εκ μέρους
των δημοφιλών πολιτών. Τους δημαγωγικούς αυτούς λόγους, που κατά το μεγαλύτερο
τους εκφώνησε ο Κύλων, συμπλήρωσε ο Νίνων, ο οποίος ισχυριζόταν ψευδώς ότι ο
ίδιος είχε αναζητήσει τα μυστικά των Πυθαγορείων και, αφού με πλαστά στοιχεία
έγραψε βιβλίο με το οποίο επρόκειτο να ενοχοποιήσει τούτους και, αφού έδωσε
το βιβλίο στον γραμματέα, διέταξε να το
διαβάσει.
Υπήρχε
δε στο βιβλίο αυτό η επιγραφή “Λόγος ιερός”, δείγμα δε του περιεχομένου του
είναι το ακόλουθο: “Τους φίλους να τους σέβεσαι, όπως ακριβώς τους Θεούς, τους
δε άλλους να τους μεταχειρίζεσαι, όπως ακριβώς τα θηρία.
Την
ίδια ακριβώς αυτή γνώμη αποδίδουν στον Πυθαγόρα οι μαθητές του, η οποία
διατηρούταν στην μνήμη τους εμμέτρως ως εξής: τους μεν φίλους ανήγαγε στην θέση
των μακάριων Θεών, τους δε άλλους ανθρώπους τους θεωρούσε ασήμαντους και
μηδαμινούς.
Τον
Όμηρο άξιζε κατ’ εξοχήν να τον επαινούν, γιατί ονόμασε τον βασιλιά “ποιμένα
λαών”. Επειδή αυτός ήταν φίλος των ολιγαρχικών, ήθελε να εμφανίζει τους έχοντας
αντίθετες πολιτικές ιδέες ως ζώα. Τα κουκιά, έλεγε ότι τα απεχθανόταν ο
Πυθαγόρας, διότι αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως κλήροι προκειμένου να εκλεγούν άρχοντες για την διακυβέρνηση της
πολιτείας. Έλεγαν ακόμη αυτοί ότι ο Πυθαγόρας τους προέτρεπε να επιθυμούν με
σφοδρότητα την τυραννία και διακήρυττε ότι “είναι προτιμότερο να είναι κανείς
μια ημέρα ταύρος παρά καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του βόδι.” Έλεγαν ακόμη
ότι οι πολίτες έπρεπε να επαινούν τους θεσμούς των άλλων, και τους προέτρεπε να
ζούνε σύμφωνα με αυτά που έχουν θεσμοθετηθεί από αυτόν. Γενικά ο Νίνων
παρουσιάζει την φιλοσοφία των Πυθαγορείων ως συνωμοσία εναντίον των πολλών και
τους προέτρεπε να μην ανέχονται ούτε την φωνή αυτών, όταν τους συμβουλεύουν,
αλλά να ενθυμούνται ότι δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να συμμετάσχουν στην
εκκλησία του δήμου, αν εκείνοι, οι Πυθαγόρειοι, έπειθαν τους “χιλίους” να
επικυρώσουν της συμβουλή τους. Ώστε δεν αρμόζει να αφήνουν αυτούς να ομιλούν,
οποιαδήποτε στιγμή εκείνοι με την δύναμη τους εμπόδιζαν τους άλλους να ακούνε.
Αλλά το
δεξί τους χέρι, που είχε αποδοκιμασθεί από εκείνους, να γίνει εχθρικό εναντίων
τους, όταν τους ζητηθεί να εκφράσουν γνώμη δια της ανατάσεως του χεριού ή όταν
πρόκειται να ρίξουν με αυτό ψήφο. Έπειτα
έπρεπε να το θεωρούν εντροπή, αυτοί, που συγκέντρωσαν τριάντα μυριάδες στρατό
στον Τετράεντα ποταμό, να φανούν ότι ηττήθηκαν κατόπιν στάσεως ή συνωμοσίας από
το ένα χιλιοστό μέρος της δυνάμεως των μέσω στην ίδια τους την πόλη.
Γενικά,
τόσο πολύ εξαγρίωσε τους ακροατές εναντίων των Πυθαγορείων ο Νίνων, με την
συκοφαντική δημηγορία του, ώστε μετά από λίγες ημέρες συγκεντρώθηκαν όλος ο
λαός και ετοιμάσθηκαν να κάνουν επίθεση εναντίον των Πυθαγορείων κατά την ώρα,
που εκείνοι θα προσέφεραν θυσία στις Μούσες εντός μιας οικίας πλησίον του ναού
του Πύθιου Απόλλωνα. Οι Πυθαγόρειοι όμως προαισθανόμενοι τα τεκταινόμενα, οι
περισσότεροι, κατέφυγαν σε κάποιο πανδοχείο, ο δε Δημοκήδης μετά των εφήβων
κατέφυγαν στις Πλαταιές. Εκείνοι δε, αφού κατέλυσαν τους νόμους, χρησιμοποίησαν
ψηφίσματα με τα οποία, αφού διατύπωσαν κατηγορίες εναντίον του Δημοκήδη, ότι
δήθεν είχε συστήσει συνωμοσία με την μερίδα των νεώτερων για επιβολή της
τυραννίας, διακήρυξαν ότι θα δώσουν τρία τάλαντα σε εκείνον που θα τον
φονεύσει, και αφού έγινε αγώνας, κατά τον οποίο ο Θεάγης υπερίσχυσε του Δημοκήδη,
στον Θεάγη απένειμαν τα τρία τάλαντα εκ μέρους της πόλεως.
Επειδή
όμως πολλά μεγάλα δεινά έπεσαν στην πόλη και στην χώρα, οι φυγάδες
παραπέμφθηκαν σε δίκη και η διεξαγωγή της δίκης ανατέθηκε σε αντιπροσωπεία από
τις τρείς μεγάλες πόλεις, δηλαδή σε Ταραντίνους, Μεταπόντιους και Καυλωνιάτες.
Αυτοί όμως που εστάλησαν να δικάσουν τους αιτίους, έλαβαν αργύρια με σκοπό να
φυγαδεύσουν τους αιτίους, όπως έχει γραφεί στα υπομνήματα των Κροτωνιατών.
Τελικά οι έχοντες την εξουσία αποφάσισαν την εξορία των Πυθαγορείων και έτσι
τους εξεδίωξαν όλους με την κατηγορία, ότι οι ίδιοι οι Πυθαγόρειοι
δυσαρεστούνται από την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, συγχρόνως όμως φυγάδευσαν
μαζί και όλους τους οικείους τους. Διότι ισχυρίζονταν ότι δεν πρέπει να ασεβούν
και ότι δεν έπρεπε να αποσπούν τα παιδιά από τους γονείς τους. Διέγραψαν επίσης
και τα χρέη και την γη την κατέστησαν αδιαίρετη.
Αφού
πέρασαν, λοιπόν, πολλά έτη από το γεγονός αυτό, και αφού ο Δείναρχος και οι
ακόλουθοί τους εφονεύθησαν σε άλλη μάχη, πέθανε και ο Λιτάτης, που ήταν ο
δυναμικώτερος ηγέτης των στασιαστών, κάποιος οίκτος και μεταμέλεια φάνηκε στους
πολίτες και θέλησαν να επαναφέρουν από την εξορία τους Πυθαγορείους, οι οποίοι
είχαν απομείνει ζωντανοί. Έστειλαν, λοιπόν, πρεσβευτές και τους προσκάλεσαν από
την Αχαΐα, αφού συμφιλιώθηκαν με τους εξόριστους αυτούς Πυθαγορείους μέσω των
πρεσβευτών και τους σχετικούς όρκους κατέθεσαν στους Δελφούς.
Ήταν δε
οι Πυθαγόρειοι που γύρισαν από την εξορία περί τους εξήντα των αριθμό, εκτός
από τους γεροντότερους, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και μερικοί ασχολούμενοι με
την ιατρική, που με την δίαιτα θεράπευαν τους αρρώστους, και οι οποίοι
κατέστησαν πρωτεργάτες της θεραπευτικής μεθόδου. Συνέβη όμως, οι Πυθαγόρειοι
που σώθηκαν και έτυχαν ιδιαιτέρως εκτιμήσεως εκ μέρους των πολλών, να έλθουν
προς βοήθεια των συμπολιτών τους, κατά την εποχή, που δημιουργήθηκε στην πόλη η
παροιμία “δεν είναι τα πράγματα όπως επι της εποχής του Νίνωνος”, και που
απευθυνόταν προς τους παραβάτες του
νόμου. Βοήθησαν δε κατά την εποχή που εισέβαλαν στην χώρα οι Θούριοι και
διακινδύνευσαν την ζωή τους κατά την διάρκεια της μάχης βοηθώντας ο ένας τον
άλλο. Αλλά οι κάτοικοι της πόλεως άλλαξαν τόσο σύντομα διαθέσει, ώστε πέραν από
τους επαίνους, που έκαναν προς τους Πυθαγορείους άνδρες, θεώρησαν ότι η εορτή
που θα γινόταν για τα επινίκια έπρεπε να είναι αφιερωμένη μάλλον στις Μούσες
κατά την διάρκεια, που θα έκαναν δημόσια θυσία στο ιερό των Μουσών, το οποίο
αυτό πρώτα ίδρυσαν και τιμούσαν τις θεές αυτές.
Διάδοχος
δε του Πυθαγόρα ομολογείται από όλους ότι έγινε ο Αρισταίος υιός τοτ
Δαμοφώντος, ο Κροτωνιάτης, που έζησε κατά την αυτή εποχή με τον Πυθαγόρα, επτά
γενεές προς από τον Πλάτων. Και αναδείχθηκε όχι μόνον αντάξιος διάδοχος της
σχολής του Πυθαγόρα, αλλά ανάθρεψε κατάλληλα και τον υιό του, που νυμφέυθηκε τη
Θεανω, την κόρη του Πυθαγόρα, ακριβώς διότι κατείχε απολύτως τα Πυθαγορικά
δόγματα.
Διασώζεται
επίσης η πληροφορία ότι ο Πυθαγόρας δίδαξε στη σχολή τεσσεράκοντα πρά ένα έτη
και ότι έζησε συνολικά περί τα εκατό έτη, επι πλέον δε ότι παρέδωσε την σχολή
στον Αρισταίο, όταν βρισκόταν πλέον σε προχωρημένη γεροντική ηλικία, μετά από
αυτόν ανέλαβε την σχολή ο Μνήμαρχος ο υιός του Πυθαγόρα. Και εκείνος λένε ότι
την παρέδωσε στον Βουλαγόρα, κατά την εποχή του οποίου συνέβει να διαρπαγή η
πόλη των Κροτωνιατών. Μετά τον Βουλαγόρα έγινε διάδοχος ο Γορτύδας ο
Κροτωνιάτης, όταν επανήλθε από το ταξίδι, το οποίο έκανε πριν από τον πόλεμο, ο
οποίος όμως προώρως απέθαν εξ αιτίας της συμφοράς που επληξε την πατρίδα του.
Στους
δε άλλους Πυθαγορείους υπήρχε συνήθεια, όταν έφθαναν σε βαθειά γεράματα, σαν
από φυλακή να απελευθερώνονται από τα σώματά τους. Ύστερα όμως από ένα χρονικό
διάστημα ο Άρεσας από τους Λευκανούς,
αφού διασώθηκε από κάποιους ξένους, ανέλαβε της διεύθυνση της σχολής.
Μετά
τον Άρεσα ήλθε ο Διόδωρος ο Ασπένδιος, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στην σχολή
λόγω του μικρού αριθμού των Πυθαγορείων. Αυτός, λοιπόν, αφού επανήλθε στην
Ελλάδα, διέδωσε τις Πυθαγόρειες θεωρίες, αναφέρεται επίσης γραπτώς, ότι έγιναν
ζηλωτές Πυθαγόρειοι: στην Ηράκλεια ο Κλεινίας και ο Φίλόλαος, στο Μεταπόντιο ο
Θεοδωρίδης και ο Εύρυτος, στον δε Τάραντα ο Αρχύτας.
Από δε
τους εξωτερικούς ακροατές ήταν ο Επίχαρμος, ο οποίος όμως δεν προερχόταν από
Πυθαγορική σχολή.
Ο
Επίχαρμος, όταν έφθασε στις Συρακούσες, απέφυγε να φιλοσοφεί φανερά, λόγω της
τυρανίδας του Ιέρωνος, αλλα κατέγραψε έμμετρα τις φιλοσοφικές συλλήψεις των
ανδρών εκείνων και υπο μορφή κωμωδιών παρουσίασε τα κρυφά φιλοσοφικά δόγματα
αυτών.
Όπως
είναι φυσικό, από όλους τους Πυθαγορείους οι μεν περισσότεροι παραμένουν
άγνωστοι και μερικοί άλλοι ανώνυμοι, των δε γνωστών Πυθαγορείων τα ονόματα
είναι τα ακόλουθα:
<Κροτωνιᾶται>
Ἱππόστρατος, Δύμας, Αἴγων, Αἵμων,
Σύλλος, Κλεοσθένης, Ἀγέλας, Ἐπίσυλος, Φυκιάδας,
Ἔκφαντος, Τίμαιος, Βοῦθος, Ἔρατος, Ἰταναῖος, Ῥόδιππος, Βρύας, Εὔανδρος,
Μυλλίας, Ἀντιμέδων, Ἀγέας, Λεόφρων, Ἀγύλος,
Ὀνάτας, Ἱπποσθένης, Κλεόφρων, Ἀλκμαίων, Δαμοκλῆς, Μίλων, Μένων
<Μεταποντῖνοι>
Βροντῖνος, Παρμίσκος, Ὀρεστάδας,
Λέων, Δαμάρμενος, Αἰνέας, Χειλᾶς, Μελησίας,
Ἀριστέας, Λαφάων, Εὔανδρος, Ἀγησίδαμος, Ξενοκάδης, Εὐρύφημος, Ἀριστομένης,
Ἀγήσαρχος, Ἀλκίας, Ξενοφάντης, Θρασέας, Εὔρυτος, Ἐπίφρων, Εἰρίσκος, Μεγιστίας,
Λεωκύδης, Θρασυμήδης, Εὔφημος, Προκλῆς, Ἀντιμένης, Λάκριτος, Δαμοτάγης, Πύρρων,
Ῥηξίβιος, Ἀλώπεκος, Ἀστύλος, Λακύδας, Ἁνίοχος,
Λακράτης, Γλυκῖνος
<Ἀκραγαντῖνος>
Ἐμπεδοκλῆς
<Ἐλεάτης>
Παρμενίδης
<Ταραντῖνοι>
Φιλόλαος, Εὔρυτος, Ἀρχύτας,
Θεόδωρος, Ἀρίστιππος, Λύκων, Ἑστιαῖος, Πολέμαρχος, Ἀστέας, Καινίας, Κλέων, Εὐρυμέδων, Ἀρκέας,
Κλειναγόρας, Ἄρχιππος, Ζώπυρος, Εὔθυνος, Δικαίαρχος, φιλωνίδης, Φροντίδας, Λῦσις,
Λυσίβιος, Δεινοκράτης, Ἐχεκράτης, Πακτίων, Ἀκουσιλάδας, Ἴκκος, Πεισικράτης,
Κλεάρατος, Λεοντεύς, Φρύνιχος, Σιμιχίας, Ἀριστοκλείδας, Κλεινίας, Ἁβροτέλης,
Πεισίρροδος, Βρύας, Ἕλανδρος, Ἀρχέμαχος, Μιμνόμαχος, Ἀκμονίδας, Δικᾶς,
Καροφαντίδας
<Συβαρῖται>
Μέτωπος, Ἵππασος, Πρόξενος, Εὐάνωρ,
Λεάναξ, Μενέστωρ, Διοκλῆς, Ἔμπεδος, Τιμάσιος, Πολεμαῖος, Ἔνδιος, Τυρσηνός
<Καρχηδόνιοι>
Μιλτιάδης, Ἄνθης, Ὁδίος,
Λεώκριτος
<Πάριοι>
Αἰήτιος, Φαινεκλῆς, Δεξίθεος, Ἀλκίμαχος,
Δείναρχος, Μέτων, Τίμαιος, Τιμησιάναξ, Εὔμοιρος, Θυμαρίδας
<Λοκροὶ>
Γύττιος, Ξένων, Φιλόδαμος, Εὐέτης,
Εὔδικος, Σθενωνίδας, Σωσίστρατος, Εὐθύνους, Ζάλευκος, Τιμάρης
<Ποσειδωνιᾶται>
Ἀθάμας, Σῖμος, Πρόξενος,
Κραναός, Μύης, Βαθύλαος, Φαίδων
<Λευκανοὶ>
Ὄκκελος καὶ Ὄκκιλος ἀδελφοί, Ἀρέσανδρος,
Κέραμβος
<Δαρδανεὺς>
Μαλίων
<Ἀργεῖοι>
Ἱππομέδων, Τιμοσθένης, Εὐέλθων,
Θρασύδαμος, Κρίτων, Πολύκτωρ
<Λάκωνες>
Αὐτοχαρίδας, Κλεάνωρ, Εὐρυκράτης
<Ὑπερβόρειος>
Ἄβαρις (Διαβάστε: Η χώρα των Υπερβορείων και η χαμένη γνώση πρώτο μέρος και δεύτερο. Διαβάστε επίσης: Ο Υπερβόρειος Άβαρις)
<Ῥηγῖνοι>
Ἀριστείδης, Δημοσθένης, Ἀριστοκράτης,
Φύτιος, Ἑλικάων, Μνησίβουλος, Ἱππαρχίδης, Εὐθοσίων, Εὐθυκλῆς, Ὄψιμος, Κάλαϊς,
Σελινούντιος
<Συρακούσιοι>
Λεπτίνης, Φιντίας, Δάμων
<Σάμιοι>
Μέλισσος, Λάκων, Ἄρχιππος, Ἑλώριππος,
Ἕλωρις, Ἵππων
<Καυλωνιᾶται>
Καλλίμβροτος, Δίκων, Νάστας,
Δρύμων, Ξενέας
<Φλιάσιοι>
Διοκλῆς, Ἐχεκράτης,
Πολύμναστος, Φάντων
<Σικυώνιοι>
Πολιάδης, Δήμων, Στράτιος,
Σωσθένης
<Κυρηναῖοι>
Πρῶρος, Μελάνιππος, Ἀριστάγγελος,
Θεόδωρος
<Κυζικηνοὶ>
Πυθόδωρος, Ἱπποσθένης,
Βούθηρος, Ξενόφιλος
<Καταναῖοι>
Χαρώνδας, Λυσιάδης
<Κορίνθιος>
Χρύσιππος
<Τυρρηνὸς>
Ναυσίθοος
<Ἀθηναῖος>
Νεόκριτος
<Ποντικὸς>
Λύραμνος.
οἱ πάντες
218.
Πυθαγορίδες
δε γυναίκες οι επιφανέστερες:
Η
Τιμύχα, η σύζυγος του Μυλλία του Κροτωνιάτου.
Η
Φιλτύς θυγατέρα Θεόφριος του Κρωτωνιάτου.
Η
αδελφή του Βανδάκου.
Η
Οκκελώ και Εκκελώ, οι αδελφές, από τους Λευκανούς.
Η
Χειλωνίς, θυγατέρα Χείλωνος του Λακεδαιμόνιου.
Η
Κρατησίκλεια Λάκαινα σύζυγος Κλεάνορος του Λακεδαιμόνιου.
Η
Θεανώ, σύζυγος του Βρόντιου του Μεταπόντιου.
Η Μυία,
σύζυγος του Μίλωνος του Κροτωνιάτου.
Η
Λασθένεια εξ Αρκαδίας.
Η
Αβροτέλεια, θυγατέρα του Αβροτέλους του Ταραντίνου.
Η
Εχεκράτεια η Φλιάσια.
Η
Τυρσήνη η Συβαρίτης.
Η
Πεισιρρόδη η Ταραντινίς.
Η
Θεαδούσα η Λάκαινα.
Η Βοιώ
η Αργεία.
Η
Βεβελύκα η Αργεία.
Η
Κλεαίχμα η αδελφή του Αυτοχαρίδα του Λάκωνος.
Σύνολο
17.
Του
Ευστάθιου Δ. Κεφάλα (Αμφικτύων) - 11/9/2014: Ακάδημος, αμφικτυονία Πανελλήνιας
(Ορφικής) Θεολογίας & Πλατωνικής Φιλοσοφίας.