Ο Λιβάνιος ήταν ένας από τους λίγους εθνικούς διανοούμενους που βγήκαν ζωντανοί από τις σφαγές της δεκαετίας του 370. Χάρις στο κύρος του και την ανοχή που απολάμβανε επί τρεις δεκαετίες (μιας και ως φιλόλογος, ήταν πολύτιμος δάσκαλος για τους νεαρούς χριστιανούς), ο Λιβάνιος κατά κάποιον τρόπο, είχε το ένα πόδι χωμένο στην πόρτα εμποδίζοντας την εξουσία να του την κλείσει κατάμουτρα. Εξαντλεί λοιπόν όλα τα περιθώρια ανοχής, που όπως διαπιστώνει κανείς είναι πολύ στενά: Δεν του μένει παρά να καταφύγει σε δικονομικά επιχειρήματα αλλά και να επισημάνει στον θρησκόληπτο Θεοδόσιο ότι είναι προς το οικονομικό του συμφέρον να αφήσει απείραχτους τους ελληνικούς ναούς, ότι τα αγάλματα χάρη στην αισθητική τους αξία δεν θα ‘πρεπε να καταστραφούν, ότι ένας ναός μπορεί να στεγάσει μία δημόσια υπηρεσία, ότι οι εθνικοί είναι δουλευτάδες και παράγουν πλούτο, ενώ οι χριστιανοί είναι κηφήνες και κοινωνικά παράσιτα.
ΛΙΒΑΝΙΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟ: ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ
(απόσπασμα)
Βέβαια, εσύ ο ίδιος δεν έδωσες διαταγή να κλείσουν οι ναοί και δεν απαγόρεψες ούτε την είσοδο σε ναούς, ούτε το ιερό πυρ των ναών, ούτε το λιβάνι, ούτε τις προσφορές άλλων θυμιαμάτων σε ναούς και βωμούς. Όμως, εκείνα τα μαυροφορεμένα υποκείμενα, που τρώνε περισσότερο κι από τους ελέφαντες και κατεβάζοντας αμέτρητα ποτήρια, παρενοχλούν τους άλλους που συνοδεύουν το πιοτό τους με τραγούδια, αυτοί που συγκαλύπτουν τις επιδόσεις τους στο φαγοπότι με μια τεχνητή χλωμάδα του προσώπου. Αυτοί, ενώ ο νόμος παραμένει σε ισχύ, ορμούν πάνω στους ναούς κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα, και μερικές φορές χωρίς αυτά, με χέρια και πόδια.
Ακολουθεί η εκ του ασφαλούς λεηλασία, το γκρέμισμα της στέγης, η κατεδάφιση των τοίχων, σπάσιμο των αγαλμάτων, αναποδογύρισμα των βωμών. Και οι ιερείς των ναών είναι υποχρεωμένοι να σωπαίνουν ή να πεθαίνουν. Κι αφού κατεδαφίσουν έναν ναό, σπεύδουν στον δεύτερο και στον τρίτο κι ύστερα στοιβάζουν τρόπαια πάνω σε τρόπαια, καταπατώντας τον νόμο. Τέτοιες πράξεις αποτολμούνται και μέσα σε πόλεις, όμως κυρίως στην ύπαιθρο.
Κι είναι πολλοί αυτοί που κάθε φορά επιτίθενται’ κι ύστερα από τα μύρια κακά που διαπράττουν τα σκορπισμένα πλήθη, συγκεντρώνονται και ζητούν αναμεταξύ τους λογαριασμό των πράξεων τους, και το ‘χουν σε ντροπή να μην έχουν διαπράξει τα μεγαλύτερα αδικήματα.
Ξεχύνονται στους αγρούς σαν χείμαρροι και μαζί με τους ναούς ερημώνουν και τους αγρούς. Γιατί όταν ένας αγρός στερηθεί τον ναό του, πάει χαμένος, τυφλώνεται και πεθαίνει. Οι ναοί, βασιλιά, είναι η ψυχή των αγρών οι ναοί πρωτοέδωσαν ζωή στους αγρούς, και από γενιά σε γενιά παραδόθηκαν στους σημερινούς ανθρώπους. Σ’ αυτούς αποθέτουν τις ελπίδες τους οι αγρότες, για τις γυναίκες ή τους συζύγους, για τα παιδιά τους, για τις αγελάδες, για τη γη που σπέρνουν και φυτεύουν. Κι όταν παθαίνει τέτοιο κακό η ύπαιθρος, μαζί με τις ελπίδες των αγροτών χάνεται κι η προθυμία τους, γιατί πιστεύουν πως θα πάνε οι κόποι τους χαμένοι, αφού στερήθηκαν τους θεούς που θα βοηθήσουν ώστε οι κόποι τους να ευοδωθούν. Και όπως δεν δουλεύουν τη γη με την ίδια φροντίδα, ούτε κι η σοδειά μπορεί να είναι ίδια με πριν. Έτσι, και ο γεωργός γίνεται φτωχότερος και η είσπραξη φόρων μειώνεται. Γιατί, ακόμα και να είναι κανείς πρόθυμος ν’ αποδώσει φόρους, τον εμποδίζει η ίδια η αδυναμία του.
Να τι αντίκτυπο έχουν στις μεγάλες υποθέσεις του κράτους οι βιαιότητες που αποτολμούν ενάντια στον κόσμο της υπαίθρου οι άνθρωποι αυτοί που ισχυρίζονται ότι πολεμούν τους ναούς. Μόνο που ο πόλεμός τους, είναι γι’ αυτούς πηγή εισοδήματος, γιατί αρπάζουν όχι μόνο ό,τι βρίσκεται μες στους ναούς αλλά και τα υπάρχοντα των ταλαίπωρων αγροτών, την παραγωγή τους και τα ζωντανά. Και αποχωρούν τελικά οι εισβολείς κουβαλώντας τη λεία τους από τα μέρη που εκπόρθησαν. Και δεν τους φτάνει αυτό, αλλά σφετερίζονται και ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού είναι περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλονται ψεύτικοι τίτλοι.
Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν τον θεό τους. Κι αν κάποιοι από τα θύματά τους πάνε στην πόλη και βρουν τον «ποιμένα» (έτσι αποκαλούνται κάποιοι άνθρωποι, όχι και τόσο αγαθοί) και κλαίγοντας του διηγηθούν τα όσα έπαθαν, ο «ποιμένας» αυτός επαινεί τους κακοποιούς και ξαποστέλνει τους παθόντες, λέγοντάς τους πως είναι κερδισμένοι κι από πάνω, που δεν έπαθαν χειρότερα.
Κι όμως, βασιλιά, δικοί σου υπήκοοι είναι κι αυτοί και σου είναι πιο χρήσιμοι από τους άλλους που εγκληματούν σε βάρος τους, όσο πιο χρήσιμος είναι ένας εργαζόμενος από έναν άεργο. Αυτοί είναι οι μέλισσες, ενώ εκείνοι οι κηφήνες. Κι όταν ακούνε πως σε κάποιο κτήμα υπάρχουν πράγματα προς αρπαγή, αμέσως κατηγορούν τον κτηματία ότι κάνει θυσίες και άλλα κακά, και ότι πρέπει να γίνει ένοπλη επέμβαση, και να σου, καταφθάνουν οι σωφρονιστές. Έτσι τις βαφτίζουν τις ληστείες τους, αν και η λέξη «ληστεία» είναι ανεπαρκής. Ο ληστής κοιτάει να ξεφύγει και αρνείται την πράξη του κι αν τον πεις ληστή θα το πάρει για προσβολή. Ενώ αυτοί περηφανεύονται και καμαρώνουν για τα κατορθώματα τους και τα διηγούνται σε όσους δεν τα γνωρίζουν, κι από πάνω έχουν και την αξίωση να ανταμειφθούν γι’ αυτά.
Ολόκληρο: https://www.pare-dose.net/4591
-------------------------------
Ο Λιβάνιος ήταν ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητας, ο «μεγαλύτερος ρήτορας και σοφιστής του αιώνα του», το «σταθερό πρότυπο ύφους για όλους τους μεταγενέστερους (βυζαντινούς) ρήτορες, δασκάλους και ανθρώπους των γραμμάτων», δάσκαλος ο ίδιος του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, αλλά και του Ιουλιανού. Το τεράστιο σε όγκο έργο του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε μια εποχή που η ανθρωπότητα διάβαινε το κατώφλι του Μεσαίωνα, ο Λιβάνιος υπερασπίστηκε τον ελληνικό πολιτισμό και, παραμένοντας πεισματικά εθνικός, επέλεξε την οδό της αντιπαράθεσης με τον μισαλλόδοξο σκοταδισμό των πιστών του χριστιανικού δόγματος.
Στην Ελλάδα, το όνομα και το έργο του παραμένουν εδώ και αιώνες στην αφάνεια και η «επίσημη» φιλολογία τον αγνοεί σκανδαλωδώς… Γεννημένος στην Αντιόχεια (το 314 μ.Χ.), εγκατέλειψε τη στοργική του μητέρα για να σπουδάσει στην Αθήνα. Του είχαν προσφέρει για σύζυγο μια πλούσια κληρονόμο αν δεχόταν να μείνει στη γενέτειρά του, όμως ο Λιβάνιος δήλωσε ότι θα αρνιόταν ακόμα και θεά να παντρευτεί, προκειμένου να αντικρύσει της Αθήνας «καπνό αναθρώσκοντα».
Τα λόγια των δασκάλων του, δεν τα εκλάμβανε ως ιερούς χρησμούς αλλά ως αφετηρίες για τον ίδιο. Μέσα σ’ έναν λαβύρινθο σχολών και δασκάλων, στη μόρφωσή του συνέβαλε πάνω απ’ όλα ο ίδιος. Αφού δοκίμασε για ένα διάστημα την τύχη του ως δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και στη Νικομήδεια, επέστρεψε στην Αντιόχεια (το 354) και ίδρυσε σχολή που επί σαράντα χρόνια είχε τους περισσότερους σπουδαστές και τη μεγαλύτερη φήμη σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τραγουδούσαν τους λόγους του στους δρόμους. Μεταξύ των μαθητών του ήταν ο Αμμιανός Μαρκελίνος, ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος…