|
Πηνελόπη και Τηλέμαχος αττικός ερυθρόμορφος
σκύφος -450 Museo Civico, Chiusi
|
Ξεχωριστή γυναικεία μορφή που κυριαρχεί στα δρώμενα της Οδύσσειας είναι η κόρη του Ικάριου και σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη. Προβάλλεται από τον Όμηρο ως πρότυπο συζυγικής πίστης, μητρικής στοργής, γυναικείας σωφροσύνης, καρτερίας, αξιοπρέπειας, και ευψυχίας. Χαρακτηρίζεται ωραία σαν την Άρτεμη ή την Αφροδίτη, με «αγαθάς φρένας», άμεμπτη και συνετή. Ανυπάκουη όμως στην προσταγή του Οδυσσέα να προχωρήσει σε δεύτερο γάμο, αν εκείνος τυχόν σκοτωθεί στην εκστρατεία κατά του Ιλίου, ζει πάντα με το όραμα του πανούργου πολεμιστή και σοφίζεται τεχνάσματα με τον αργαλειό της, για να εξαπατά τους μνηστήρες. Την πρωτοσυναντούμε μεγαλοπρεπή σε γιορταστική συγκέντρωση στη ραψωδία α, μετά από ευωχία φαγητού και οίνου των μνηστήρων, όταν ο ξακουστός Φήμιος κρούει την κιθάρα του, τραγουδώντας τον πικρό γυρισμό των Αχαιών από την Τροία και τον παρακαλεί να σταματήσει το τραγούδι του, γιατί πληγώνεται η καρδιά της ενώ αλησμόνητος ο πόνος της θερίζει τα σπλάχνα.
Απέναντι στις αδηφάγες επιδιώξεις των πολυάριθμων και συνωμοτούντων μνηστήρων, που σφετερίζονται μαζί με τη βασιλεία και τη ζωή του Τηλέμαχου, ακλόνητη κι αταλάντευτη υψώνεται η ισχυρή φυσιογνωμία της Πηνελόπης.
Με αγωνία περιμένει την επιστροφή του Τηλέμαχου από το ταξίδι του στη Σπάρτη, όπου πήγε για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Και εκφράζει τη μητρική της τρυφερότητα, όταν το αγαπημένο της παιδί επιστρέφει· με κλάματα τον αγκαλιάζει και τον φιλά στα γλυκά του μάτια. «Γλυκερόν φάος», του λέει, «Γλυκό μου φως».
Η φήμη της Πηνελόπης για καρτερία, συζυγική πίστη κι αγνότητα περνά από τα όρια του Πάνω Κόσμου και φθάνει μέχρι κάτω στον Άδη. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη για χρησμό από την ψυχή του Τειρεσία, η σεβαστή του μητέρα, η Αντίκλεια, τον διαβεβαιώνει:
«Ναι, εκείνη με πιστή καρδιά στ’ αρχοντικό σου μένει κι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες» λ 184-185
Για την έντιμη δόξα της Πηνελόπης μιλάει ακόμη και ο αδικοσκοτωμένος Αγαμέμνονας από τον Κάτω Κόσμο.
«Μα, εσύ Οδυσσέα, από σφαγή γυναίκας δεν φοβάσαι γιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη». λ 449-450
Η εικόνα της Πηνελόπης εμφανίζεται περίλαμπρη και ολοκληρωμένη, με συνέπεια στον λόγο, στην πλούσια και γιορταστική περιποίηση του ξένου, που φτάνει μαζί σχεδόν με τον Τηλέμαχο στο νησί τους. Η «πολυσέβαστη γυναίκα», όπως την αποκαλεί ο ξένος, ακούει πανευτυχής την είδηση ότι ο αδάμαστος πολεμιστής ήταν πατρικός του φίλος κι ότι πολύ γρήγορα θα γυρίσει ή ίσως να γύρισε κιόλας με πολλούς θησαυρούς στη χώρα του.
«Άμποτε, ξένε, ο λόγος σου αυτός και να αληθέψει. Τότε θα δεις τη γνώμη μου και πόσα θα σου δώσω», του λέγει τ 310-311
Η ειρωνεία όμως της μη αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη συνεχίζεται και στην τρυφερή σκηνή της συνάντησης και συνομιλίας των δύο μόνο συζύγων, γιατί η Παλλάδα με πολλή σοφία έχει φροντίσει να μεταμορφώσει τον Οδυσσέα σε γερο-επαίτη και τη σεβαστή «άλοχο» σε πανέμορφη επιθυμητή γυναίκα.
«Κανείς κυρά, σ’ όλη τη γη δε θα σου βρει ψεγάδι. Αλήθεια, φτάνει η δόξα σου ως τα πλατιά τα ουράνια». τ 106 βροντολαλεί ο Οδυσσέας...
Η δόξα της, που φτάνει μέχρι τα πλατιά ουράνια, την ξεχωρίζει για τη δικαιοσύνη και την κρίση της, για την ορθή διοίκηση, την αύξηση του πλούτου και την ευδαιμονία του λαού. Γι’ αυτό ο άνδρας της της απονέμει τιμητικούς επαίνους, του πιο άψογου βασιλιά που’ χει «αντριωμένους να κυβερνά». Κι επίσημα ομολογεί την καταξίωσή της πρωταρχόντισσας της πόλης πριν ακόμη από την αναγνώρισή του και πριν από την τιμωρία των μνηστήρων.
Σε αντίθεση με τον ξένο, που στις ερωτήσεις της απαντά με μακριές ψεύτικες διηγήσεις, η Πηνελόπη, με συναισθηματική εμπιστοσύνη κι έντονη εξομολογητική διάθεση, ακουμπά τα πιο κρύφια της ψυχής της μελήματα και τους καημούς της μετά τα πειστήρια που της φανερώνει ο ίδιος για τη γνωριμία του με τον Οδυσσέα. Έτσι, του αποκαλύπτει και το τελευταίο της μυστικό για το «αγώνισμα του τόξου» μεταξύ των μνηστήρων.
Στη σκηνή της «μνηστηροκτονίας» η Πηνελόπη είναι απούσα. Η Παλλάδα φροντίζει να την κρατά μακριά· την αποσύρει με τέχνη από τα δώματά της, για να μην λερωθεί το βλέμμα της από τους σκοτωμούς και, για να μην ακούσει τις φωνές των μνηστήρων, την αποκοιμίζει με ύπνο γλυκό.
Αλλά πώς τελικά η ταλαίπωρη Πηνελόπη να πιστέψει την επιστροφή του αγαπημένου συζύγου που της αποκαλύπτει η καλή της βάγια Ευρύκλεια; «Καλή μου βάγια, αχ, οι θεοί σου σάλεψαν τα φρένα που και τον πιο γερό στο νου μπορούν να τον τρελάνουν». ψ 111-112
Συγκρατημένη και με κάθε σκεπτικισμό η συνάντηση των δύο αγαπημένων προσώπων. Μπροστά στο μεγαλείο της πιστής κι αφοσιωμένης συντρόφου της ζωής και των στοχασμών του, ο ακαταπόνητος ταξιδευτής, ο γενναίος Οδυσσέας, ο πανούργος κι ατρόμητος μένει δέσμιος και υπόχρεος της απόφασης της πιστής του γυναίκας. Ό,τι πάσχισε για την αγάπη της ό,τι υπέφερε για την επιστροφή του, ό,τι πέτυχε με πονηριά, αντοχή, τόλμη και λαχτάρα, τώρα χαμηλοθωρώντας με δειλία και συστολή αφήνεται στην κρίση της λατρευτής του βασίλισσας. Και περιμένει σιωπηλά με λαχτάρα και ανυπομονησία, πότε θα του απευθύνει τον λόγο. Αλλά η Πηνελόπη μένει άλαλη, χωρίς να χάσει την αυτοκυριαρχία της, τον κοιτάζει περίεργα και εξεταστικά.
Υψηλής σύλληψης η σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη με το τέχνασμα της κλίνης που είναι κατά το ομηρικό κείμενο οι «πύστεις», οι αποδείξεις τις οποίες η «περίφρων» Πηνελόπη ζητά. Αλλά ο πανούργος Οδυσσέας, που μέχρι τώρα στέκεται ήρεμα κι υπομονετικά μπροστά της, μόλις ακούσει την προσταγή της βασίλισσάς του να στρωθεί το κρεβάτι του έξω από τα δώματά της, μεταμορφώνεται σε θηρίο. Ευθύς αντιλαμβάνεται τη μικρή κατεργαριά της γυναίκας του, αυτός, που κανένας μέχρι τώρα δεν τον ξεπέρασε στην πονηριά, και εξαγριώνεται. Με τα αλάθευτα όμως σημάδια της νυφικής παστάδας, που ο ίδιος ο Οδυσσέας έφτιαξε, η Πηνελόπη πείθεται και βουτηγμένη στα δάκρυα μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς τρέχει τον αγκαλιάζει και τον φιλά, απολογούμενη: «Μη μου θυμώνεις, άντρα μου, που σ’ όλα στοχασμένος κι από όλους είσαι πιο πολύ. Αχ, οι θεοί τις πίκρες μας έστειλαν, που ζήλεψαν πάντα μαζί να ζούμε. ψ 215-217
...Μη μου κακιώσεις τώρα που δε σε χάρηκα απ’ αρχής την ώρα καθώς σ’ είδα. Γιατί έτρεμε η καρδούλα μου στα τρυφερά μου στήθια μην έρθει έστω με ψέματα κανείς και με γελάσει» ψ 219-222
Σαν κόσμημα λάμπει το αντάμωμα των δύο πολυποθημένων συζύγων. Και η Παλλάδα σοφίζεται μακρόσυρτη τη νύκτα, που την κράτησε στα πέρατα του κόσμου, ώσπου νάρθει από την άκρη του ουρανού η ροδοδάκτυλη αυγή.
http://www.istoria.gr/