Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Όταν ο Σωκράτης παράκουσε την άδικη διαταγή του Κριτία και δεν έγινε συνεργός των τυράννων

Η ανταπόκριση πού βρήκαν στο λαό οι κατηγόριες του Σωκράτη εναντίον της τυραννίας των Τριάκοντα, ανησύχησε έναν απ' αυτούς, τον Χαρικλή. Έτρεξε και ειδοποίησε τον Κριτία, που αµέσως έβγαλε διαταγή και απαγόρευε να γίνονται διδασκαλίες στην αγορά η στα γυµναστήρια. Μήν µπορώντας να βλάψη κατ' ευθείαν το φιλόσοφο και µην έχοντας από πού να τον πιάση, δοκίµασε µε τη νέα διαταγή να του φιµώση το στόµα. Αλλά ο φιλόσοφος δεν άλλαξε τον τρόπο του. Έτσι όπως συνήθιζε να διαλέγεται, έτσι εξακολουθούσε να µιλά, όπου κι' άν βρισκόταν.

Μιά µέρα, καταµεσίς στην αγορά, τον άκουσε ο ίδιος ο Χαρικλής να λέη τούτα:

— «Εγώ, φίλοι µου, πιστεύω πως, αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα οµολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόµουν ακόµα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή µιας χώρας κι' έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθή από µόνος του».

Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους µε τις περιουσίες που δήµευαν. Πάλι πήγε κι' ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάση, είπε:

— «Πρέπει να ξεφορτωθούµε τέτοιον πλανευτή. Φέρε µου αύριο πρωί εδώ το Σωκράτη!»
Ο Χαρικλής θέλησε να µάθη:
— «Τι θα του κάνης ; Ό γέρος δεν παίρνει από λόγια...»
Κρυφογέλασε ο Κριτίας κι' αποκρίθηκε:
— «Θά τον διατάξω να πάη στη Σαλαµίνα να µού φέρη δεµένο τον πλούσιο Λέοντα, αυτόν που πρόκειται να ξεκάνουµε. Αν πάη ο Σωκράτης, θα τόν κρατάµε στο χέρι σαν συνένοχο. Αν δε πάη, θα τόνε δικάσω και θα τον καθαρίσω. Στείλε σπίτι του να τον καλέσης αύριο πρωί».

Όταν γύρισε ο Σωκράτης σπίτι αργά τη νύχτα, βρήκε την Ξανθίππη να τον περιµένη. Το µήνυµα του Κριτία την ανησύχησε, γιατί κανέναν δεν καλούσαν οι τύραννοι για καλό.

— «Μη βάζης κακό στο νού σου, της είπε. Ο Κριτίας δε µε χωνεύει από τότε που κυνηγούσε τον όµορφο Ευθύδηµο και του είπα πως έτσι, όπως τρίβεται πάνω στο αγόρι, µοιάζει µε γουρούνι που τρίβεται στις πέτρες. Άπό τότε µού το φύλαξε, µα µη σε νοιάζη. Τίποτα δεν µπορεί να µού κάνη».

Η Ξανθίππη λογόφερε µαζί του, µην µπορώντας να καταλάβη σε τι του χρησίµευε αυτό το ακατάπαυτο γλωσσοκοπάνισµα στους δρόµους.

— «Αφού, του είπε, ο,τι και να συµβή στον κόσµο θα γίνη και χωρίς εσένα, γιατί τελοσπάντων δε σωπαίνεις ;» Μα δεν έλαβε απάντηση.  

Όταν παρουσιάστηκε ο Σωκράτης την άλλη µέρα στον Κριτία, ήταν εκεί κι' ο Χαρικλής, που επανέλαβε µπροστά του όσα είχε ακούσει στην αγορά.

— «Τα είπες αυτά ;» ρώτησε ο Κριτίας.
— «Μάλιστα, τα είπα».
— «∆εν ξέρεις πως απαγόρεψα να διδάσκεται στην άγορά η τέχνη των λόγων;»

Ό Σωκράτης ζήτησε αν του επέτρεπαν να τους ρωτήση κάτι, µήπως και δεν είχε καταλάβει τη διαταγή εκείνη. Τού δώσανε την άδεια να ρωτήση.

— «Εγώ, άρχισε ο φιλόσοφος, είµαι πάντα πρόθυµος να συµµορφώνωµαι µε τους νόµους, αλλά θέλω να µου πήτε, µήπως και κάνω κανένα σφάλµα από άγνοια. Για ποιο λόγο απαγορεύετε την τέχνη των λόγων; Έπειδή σας ένοχλούν όσα λέγονται σωστά, η όσα δε λέγονται σωστά; Γιατί αν η διαταγή αποβλέπη σ' εκείνα που λέγονται σωστά, είναι φανερό πως πρέπει ν' αποφεύγω να µιλώ σωστά, αν πάλι αποβλέπη να µας εµποδίζη να µιλάµε στραβά, πρέπει να προσπαθώ να µιλάω σωστά».

Ο Χαρικλής θύµωσε µ' αύτη την ερώτηση και του είπε:

— «Επειδή, Σωκράτη, κάνεις πως δεν ξέρεις τι ζητά ο νόµος, σου λέω τούτο, που είν' εύκολο να το νιώσης: Από δώ και πέρα σου απαγορεύοµε να µιλάς ολότελα µε τους νέους».
— «Σύµφωνοι, έκανε ο φιλόσοφος. Μόνο πέστε µου µε ανθρώπους µέχρι πόσων χρονών πρέπει να µιλάω και ποιους ν' αποφεύγω».

Ο Χαρικλής πάλι του έδωσε την απάντηση:

— « Όσο να γίνη βουλευτής ένας άντρας, δεν έχει πηγµένο το µυαλό του. Ωστε µή συζητάς µε νεώτερους από τριάντα χρονώ. Κατάλαβες τώρα;»
— «Πολύ καλά κατάλαβα. Ωστόσο, αν θέλω ν' αγοράσω τίποτα που να το πουλάη νέος, απαγορεύεται να του µιλήσω;»
— «Όχι, αυτό δεν απαγορεύεται, είπε βιαστικά ο Χαρικλής, µόνο εσύ Σωκράτη συνηθίζεις να κάνης το µισοκακόµαιρο και να ρωτάς πράµατα που τα ξέρεις και να ρίχνης πόντους και υπονοούµενα. Λοιπόν αυτήν την τακτική να την άφήσης».
— «Καλά, έκανε πάλι ο φιλόσοφος, κι' αν στο δρόµο κάποιος νεαρός µε ρωτήση κάτι, αν, ας πούµε, θέλη να τόν οδηγήσω στο σπίτι του Χαρικλή, η που µπορεί να συναντήση τον Κριτία, δε θέλετε ούτ' αυτά να τα λέω;»

Ο Κριτίας νόµισε πως αρκετά βάσταξε η συζήτηση και µίλησε:

— «Άκου, Σωκράτη. Ξέρεις µόνος σου πως αυτά µπορείς να τ' αποκρίνεσαι. Μόνο να σταµατήσης να µιλάς µε χτίστες, παπουτσήδες και χαλκιάδες και να τους σηκώνης τα µυαλά, πως αυτοί κατέχουν καλά τι κάνουν, ενώ εµείς οι πολιτικοί είµαστε τσαρλατάνοι. Μη σε ξανακούσω να φέρνης παλιοπραµατευτάδες για παράδειγµα».

Κι' ο Σωκράτης:

— «Λοιπόν, θέλετε ν' απέχω και να µή συζητώ καν τι είναι δίκαιο, τι αγαθό, και τα παρόµοια;»
— «Ναί, του αποκρίθηκε απότοµα ο Χαρικλής, και φυλάξου να µή µιλάς για τους γελαδάρηδες, όπως έκανες χτές γιατί θα σου κάνω λιγότερες τις δικές σου αγελάδες».

Τότε ακούµπησε, τάχα µε καλοσύνη, το χέρι του ο Κριτίας στον ώµο του φιλόσοφου και του είπε: 

—«Αυτά, Σωκράτη, τα κατάλαβες. Τώρα έχω µιαν αποστολή να σου αναθέσω. Θά πας µε τον Ευρυκλή τον Παιανέα και το Γλαύκωνα στη Σαλαµίνα, να µού φέρετε το γέρο - Λέοντα να τον ανακρίνω. Πρίν περάσουν σαράντα οχτώ ώρες τόνε θέλω».

Ο Σωκράτης δεν περίµενε τέτοια εντολή. Κατάλαβε τη σηµασία της. Αρνήθηκε.

— «Πρόσεχε, είπε µε σοβαρότητα ο Κριτίας. Αυτό που σου είπα είναι διαταγή. ∆εν µπορείς να µην την εκτέλεσης».

Ο Σωκράτης επέµεινε στην άρνηση του:
— «Ξέρω το Λέοντα. Είναι ο δικαιότερος και τιµιότερος πολίτης της Σαλαµίνας. ∆εν µπορεί νάχη κάνει τίποτα, για να τόν δικάσετε. Μόνο πλούσιος είναι... ∆ε θα γίνω συνεργός σου, Κριτία!»

Ο τύραννος τον κοίταξε κατάµατα:

— «Εµένα µή µού κάνης το ζόρικο, είπε. Αφού θέλεις να παριστάνης το δυνατόν άντρα, απόδειξε το φέρνοντας εδώ το Σαλαµίνιο».

Ο Σωκράτης δεν κατέβασε το βλέµµα του, µόνο αποκρίθηκε:

— «Άντρας είναι κείνος που βάζει ψηλότερα την τιµή, του κι' από το κορµί κι' από την περιουσία του. Θα παρακούσω τη διαταγή σου, Κριτία».
— «Κάνε όπως θέλεις, του είπε ο τύραννος, µόνο έχε υπ' όψη σου ότι, η θα µού φέρης τον Λέοντα δεµένον, η θα σε δέσω εσένα. Έχεις σαράντα οχτώ ώρες καιρό να διαλέξης»
— «Εδιάλεξα κιόλας», αποκρίθηκε ο Σωκράτης κι' έφυγε.

Ο φιλόσοφος, καθώς αποφάσισε, δεν πήγε στη Σαλαµίνα, οι άλλοι δυο Αθηναίοι όµως φοβήθηκαν για τη ζωή τους κι' έφεραν το Λέοντα που εκτελέστηκε. Ευτυχώς για το Σωκράτη σε λίγες µέρες ξέσπασε η επανάσταση του Θρασύβουλου και στη µάχη της Μουνυχίας σκοτώθηκαν ο Κριτίας κι' ο Χαρικλής.

Από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ

ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με χαρακτηρισμούς, με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο, με γλωσσοδιαστροφικά «γκρίκλις» και με ειρωνικό και αλαζονικό ύφος,
ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.