Η ανταπόκριση πού βρήκαν στο λαό οι κατηγόριες του Σωκράτη εναντίον της τυραννίας των Τριάκοντα, ανησύχησε έναν απ' αυτούς, τον Χαρικλή. Έτρεξε και ειδοποίησε τον Κριτία, που αµέσως έβγαλε διαταγή και απαγόρευε να γίνονται διδασκαλίες στην αγορά η στα γυµναστήρια. Μήν µπορώντας να βλάψη κατ' ευθείαν το φιλόσοφο και µην έχοντας από πού να τον πιάση, δοκίµασε µε τη νέα διαταγή να του φιµώση το στόµα. Αλλά ο φιλόσοφος δεν άλλαξε τον τρόπο του. Έτσι όπως συνήθιζε να διαλέγεται, έτσι εξακολουθούσε να µιλά, όπου κι' άν βρισκόταν.
Μιά µέρα, καταµεσίς στην αγορά, τον άκουσε ο ίδιος ο Χαρικλής να λέη τούτα:
— «Εγώ, φίλοι µου, πιστεύω πως, αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα οµολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόµουν ακόµα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή µιας χώρας κι' έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθή από µόνος του».
Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους µε τις περιουσίες που δήµευαν. Πάλι πήγε κι' ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάση, είπε:
Όταν γύρισε ο Σωκράτης σπίτι αργά τη νύχτα, βρήκε την Ξανθίππη να τον περιµένη. Το µήνυµα του Κριτία την ανησύχησε, γιατί κανέναν δεν καλούσαν οι τύραννοι για καλό.
— «Μη βάζης κακό στο νού σου, της είπε. Ο Κριτίας δε µε χωνεύει από τότε που κυνηγούσε τον όµορφο Ευθύδηµο και του είπα πως έτσι, όπως τρίβεται πάνω στο αγόρι, µοιάζει µε γουρούνι που τρίβεται στις πέτρες. Άπό τότε µού το φύλαξε, µα µη σε νοιάζη. Τίποτα δεν µπορεί να µού κάνη».
Η Ξανθίππη λογόφερε µαζί του, µην µπορώντας να καταλάβη σε τι του χρησίµευε αυτό το ακατάπαυτο γλωσσοκοπάνισµα στους δρόµους.
Όταν παρουσιάστηκε ο Σωκράτης την άλλη µέρα στον Κριτία, ήταν εκεί κι' ο Χαρικλής, που επανέλαβε µπροστά του όσα είχε ακούσει στην αγορά.
Ό Σωκράτης ζήτησε αν του επέτρεπαν να τους ρωτήση κάτι, µήπως και δεν είχε καταλάβει τη διαταγή εκείνη. Τού δώσανε την άδεια να ρωτήση.
— «Εγώ, άρχισε ο φιλόσοφος, είµαι πάντα πρόθυµος να συµµορφώνωµαι µε τους νόµους, αλλά θέλω να µου πήτε, µήπως και κάνω κανένα σφάλµα από άγνοια. Για ποιο λόγο απαγορεύετε την τέχνη των λόγων; Έπειδή σας ένοχλούν όσα λέγονται σωστά, η όσα δε λέγονται σωστά; Γιατί αν η διαταγή αποβλέπη σ' εκείνα που λέγονται σωστά, είναι φανερό πως πρέπει ν' αποφεύγω να µιλώ σωστά, αν πάλι αποβλέπη να µας εµποδίζη να µιλάµε στραβά, πρέπει να προσπαθώ να µιλάω σωστά».
Ο Χαρικλής θύµωσε µ' αύτη την ερώτηση και του είπε:
Ο Χαρικλής πάλι του έδωσε την απάντηση:
Ο Κριτίας νόµισε πως αρκετά βάσταξε η συζήτηση και µίλησε:
Κι' ο Σωκράτης:
Τότε ακούµπησε, τάχα µε καλοσύνη, το χέρι του ο Κριτίας στον ώµο του φιλόσοφου και του είπε:
Ο Σωκράτης δεν περίµενε τέτοια εντολή. Κατάλαβε τη σηµασία της. Αρνήθηκε.
— «Πρόσεχε, είπε µε σοβαρότητα ο Κριτίας. Αυτό που σου είπα είναι διαταγή. ∆εν µπορείς να µην την εκτέλεσης».
Ο τύραννος τον κοίταξε κατάµατα:
Ο Σωκράτης δεν κατέβασε το βλέµµα του, µόνο αποκρίθηκε:
Ο φιλόσοφος, καθώς αποφάσισε, δεν πήγε στη Σαλαµίνα, οι άλλοι δυο Αθηναίοι όµως φοβήθηκαν για τη ζωή τους κι' έφεραν το Λέοντα που εκτελέστηκε. Ευτυχώς για το Σωκράτη σε λίγες µέρες ξέσπασε η επανάσταση του Θρασύβουλου και στη µάχη της Μουνυχίας σκοτώθηκαν ο Κριτίας κι' ο Χαρικλής.
Από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου