Το
δάσος, σε αντίθεση με μία μονοκαλλιέργεια,
ευδοκιμεί χωρίς ανθρώπινη επέμβαση,
χωρίς χημικά λιπάσματα και φάρμακα. Η
φύσις οργιάζει με πολυμορφία κατά την
αέναη αλληλεπίδραση μικροοργανισμών,
εντόμων και ζώων που φιλοξενούνται στην
ακόρεστη αγκάλη της ανομοιοτέλευτης
χλωρίδας. Το χώμα σφύζει από ζωή, πλούσιο
σε συστατικά που ανακυκλώνονται και
θρέφουν τον επίγειόν τους παράδεισο.
Και
επειδή οι παρά φύσιν διασταυρώσεις
αποτελούν ύβρη για τον θεό και την φύση
ως προσβολή και ασέλγεια κατά της
φυσιολογικής εξέλιξης των πραγμάτων,
το δάσος ουδέποτε παράγει ούτε φιλοξενεί
υβρίδια - καθώς, ό, τι είναι υβριδικό,
όπως και ο ημίονος, το μουλάρι, που είναι
παρά φύσεως σύζευξη ίππου και όνου,
είναι καταδικασμένο να είναι στείρο
και μίας χρήσεως.
Στον
Όμηρο, η λέξις «ύβρις» αναφέρεται στην
υπέρβαση των ορίων που θεωρούντο
αρμόζοντα για τους θνητούς, με συνέπεια
την προσβολή των θεών και τον εξοργισμό
τους. Ουδόλως τυχαίως, το δίδαγμα
που απαντάται σε όλες τις αρχαιοελληνικές
τραγωδίες έχει εναποτεθεί στην παροιμιώδη
ρήση: «Η ύβρις τιμωρείται».
Και
όντως, το κάθε τραγελαφικό υβρίδιον
είναι καταδικασμένο να παραδέρνεται
εντός της διχασμένης του προσωπικότητος,
ως τιμωρία για την ασέλγεια στους
φυσικούς κανόνες. Ούτως, λοιπόν, και το
εν Ελλάδι ανθρωπολογικό είδος που
καλλιεργήθηκε από συστάσεως του νέου
έθνους, διέπραξε ύβρη θέλοντας να μοιάσει
με κάτι που δεν το υπαγόρευε ούτε η φύση
του, ούτε η ιστορία του και ούτε ο τόπος
του. Και ως υβρίδιον, διχάστηκε
μεταξύ του ό,τι γνήσιου είχε επιβιώσει
των καιρών ως Ελληνικόν και αυτού με το
οποίον διακαώς ήθελε να μοιάσει. Αν και
ο μιμητισμός του πρωτίστως εκδηλώθηκε
θέλοντας να υιοθετήσει τις συνήθειες
των Φραγκολεβαντίνων, με τους οποίους
ταυτίστηκε κατά την απελευθέρωσή του,
τα τελευταία 50 χρόνια εκτοξεύτηκε
λυσαλέως με τέτοιο αχαλίνωτο πιθηκισμό
του ό,τι «αμερικανοευρωπαϊκού....», σε
σημείο που παρήγαγε και την μοναδική
ανά την υφήλιο λέξη, αυτήν της «ξενομανίας».
Ο
τραγέλαφος που προέκυψε ήτο ένας
Ελληνόφωνος εσμός άνευ μνήμης και
ταυτότητος που πλέον δεν αντλούσε τα
συστατικά του από το εύφορο δάσος της
Ελληνικής γλώσσης, γης και κοσμοθέασης,
αλλά από το εισαγόμενο λίπασμα της
τηλεοπτικής φαντασιοπληξίας και των
περιοδικών ενός κάλπικου τρόπου ζωής,
συνεπικουρούμενον από
εισαγόμενους ηχορυθμούς που θα κινούσαν
αυτιστικά την κεφαλή ως εμμονικό έμβολο
κατανάλωσης. Και όπως κάθε
μονοκαλλιέργεια υπαρξιακώς εξαρτημένη
από εισαγόμενα λιπάσματα και συστατικά
γίνεται έρμαια του καλλιεργητού της, ο
υβριδοποιημένος Ελληνόφων κατεστάθη
βορά ξένων βιομηχανιών, τραπεζών,
πανεπιστημιακών συντεχνιών και
πολιτικάντιδων καιροσκόπων. Και αν το
πνεύμα του αλλοιώθηκε από όλα αυτά, τα
ταχυφαγεία με την επί ποδός τροφή και
τα φαντασμαγορικά αναψυκτικά και ποτά
αλλοίωσαν τόσο τις διατροφικές συνήθειες
και τον άλλωτε οικογενειακό δείπνο, όσο
και τον σωματότυπο των νέων σε βαθμό
που ακόμη και οι παρελάσεις έχουν γίνει
αγνώριστες με την νεανική πλαδαρότητα
που τις συγκροτούν.
Εδώ
θα μπορούσαμε να ομολογήσουμε ότι όλα
τα έθνη στον πλανήτη τεχνηέντως
υβριδοποιούνται με γνώμονα τα ίδια
καταναλωτικά πρότυπα, αλλά τίποτα
στην υφήλιο δεν φαντάζει τόσο αλλόκοτο
όσο έναν αρχαίο λαό, όπως είναι ο
Ελληνικός, που αποποιείται των αξιοζήλευτων
αξιών των προγόνων του κοπτόμενος να
μοιάσει με τους πολιτισμικώς υποδεέστερούς
του. Και το τραγικότερο; Να είναι
και πτωχή απομίμηση του κατώτερου, είτε
πρόκειται για παραπλανημένο έφηβο που
φοράει στραβά το καπελάκι για να ραπάρει,
είτε για φαλακρούς γεροροκάδες με
αλογο-ουρές να ροκάρουν πίνοντας μπύρες
όπως Αμερική, είτε για νεόπλουτο
επαγγελματία να ταυτίζεται με το
αμερικάνικο όνειρο των Αγγέλων του
Διαβόλου καβαλώντας μία Harley αφού πρώτα
ρουφήξει τον εσπρέσο του στο Κολονάκι...
Η
τρέχουσα οικονομική κρίση και η
εγκατάλειψη της χώρας από εκατοντάδες
χιλιάδες νέους ανθρώπους, λοιπόν, είναι
απλούστατα απόρροια της υβριδικής μας
μετάλλαξης, και της λήθης Ελληνικών
αξιών. Απόρροια ενός τραγελαφικού
υβριδίου που μια ζωή σπαταλάει τις
δυνάμεις του επιδιώκοντας να μοιάσει....
Για
αυτό θα επιμένω σε κάθε μου παρουσίαση
ότι μόνον εάν ταυτιστούμε
πλήρως με την Ελληνικότητά μας και
νοιώσουμε την ευθύνη ως συνεχιστές του
ένδοξου πολιτισμού μας, ο καθένας σε
προσωπικό επίπεδο, θα επαναφέρουμε τις
αξίες και θα αποκτήσουμε την αξιοπρέπεια
να παράξουμε κάτι επιτέλους εκτός
από δημοσίους υπαλλήλους, διεφθαρμένους
πολιτικούς, αιώνιους φοιτητές,
αποχαυνωμένους τηλεθεατές και υπηρέτες
τουριστών.
Και αυτό θα το πράξουμε
μόνον αναδιφώμενοι την σοφία του
μεγαλύτερού μας πλεονεκτήματος που
βρίσκεται στο άκουσμα και στην σοφία
της Ελληνικής Γραμματείας
και Γλώσσης.
Και
επειδή αυτή την αφύπνιση φοβούνται οι
καιροσκόποι, ασχέτως εάν πρόκειται περί
συνωμοσίας ξένων συμφερόντων είτε
συγκυριών που εκμεταλλεύονται τα
εκάστοτε κυβερνητικά σχήματα, ή περί
συνδυασμού και των δύο, αυτή η γλώσσα
έχει δεχτεί όλο το μένος των Υπουργείων
Παιδείας των τελευταίων τεσσάρων
δεκαετιών. Αυτό που είναι πλέον φανερό
σε όσους κατέχουν τον νου να διακρίνουν
τις ύπουλες γλωσσικές αλλοιώσεις στα
σχολικά βιβλία αλλά ακόμη και στους
Ελληνικούς υπότιτλους των ξένων ταινιών,
είναι ότι τώρα και τέσσερις δεκαετίες,
οι μεταρρυθμιστές επιδίδονται σε μία
Οργουελιανή «μινιμαλιστική» προσέγγιση
στην γλώσσα ώστε να μεγαλώσει όσο το
δυνατόν η απόσταση από την αρχαία της
αίγλη, όπως ακριβώς επιδιώκεται και η
μινιμαλιστική αρχιτεκτονική των
σύγχρονων μουσείων κουτιών ώστε να
μεγαλώσει και το σχίσμα μεταξύ εκείνων
των ένδοξων «αρχαίων» και ημών.
Αυτό
εξ άλλου, γίνεται προφανές τόσο στην
ιδιωτική όσο και στην κρατική τηλεόραση
όπου επί το πλείστον τοποθετούνται
πραγματικά αμόρφωτοι παρουσιαστές και
δημοσιογράφοι ως «δάσκαλοι» των μαζών,
οι οποίοι σκοπίμως ασχημονούν στην
γλώσσα εκφέροντας μαλλιαρότατο λόγο
αφαιρουμένων των καταλήξεων που άλλοτε
προσέδιδαν μουσικότητα στην Ελληνική,
επιδιδόμενοι και στην ακατάσχετη χρήση
ξενισμών. Σε αυτά τα ιδεολογικό-πληγμένα
στόματα ταγών του συστήματος, το ποσόν
έγινε ποσό, το εμβαδόν, εμβαδό και το
δυνατόν δυνατό. Το διάλειμμα έγινε break
και τo εν αναμονή stand by. Ο διαιτητής
referee, ο προπονητής coach, η συνάντηση meeting
και ο τρόπος ζωής lifestyle... Και
όχι, φίλοι μου, δεν πρόκειται για κάποια
φυσική εξέλιξη της γλώσσας, αλλά περί
σκoπίμου βιασμού.
Και
επειδή κάποια στιγμή μοιάζεις με το
τέρας που έχεις συνηθίσει, ένας ολόκληρος
πληθυσμός αποκεχαυνωμένων Ελληνόφωνων
αβίαστα πλέον λέγει «σόρυ» όταν σε
κουτουλάει, είναι free όταν έχει ελεύθερο
χρόνο, είναι όλο power όταν νοιώθει δυνατός,
σου προσφέρει «σαπόρτ" όταν θέλει να
σε στηρίξει και όλα του είναι super όταν
νοιώθει υπέροχα - με την κορωνίδα το
SUPERWOW για να είναι IN, αγνοώντας ότι το
σούπερ είναι η βαρβαροποιημένη μορφή
του Ελληνικού «υπέρ».Οι ειδησεογραφικοί
ραδιοφωνικοί σταθμοί, είτε κρατικοί,
είτε ιδιωτικοί, προωθούν μόνο ξένα
ακούσματα κατά τα διαλείμματα,
παρουσιάζοντας ως μοδάτο ό, τι ξενόφερτο
και αποσαθρωτικό με καλλιτέχνες πρότυπα,
που συνήθως έχουν φύγει από την ζωή είτε
αυτοκτονώντας, είτε από υπερβολική
χρήση ναρκωτικών. Δυστυχώς,
ο τραγέλαφος δεν έχει επίγνωση της
καταστάσεώς του, και γι αυτό όλο και
περισσότεροι Ελληνοπαίδες μοιάζουν
και με τον τρόπο που εκφράζονται γλωσσικώς
και πολιτισμικώς, στιγματίζοντας κορμιά,
αυτιά και μύτες σαν τους βάρβαρους που
λοιδορούσαν οι πρόγονοι, για τους οποίους
προγόνους οι τραγέλαφοι (ω τί
οξύμωρον!) υπερηφανεύονται
όταν κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι
η ανώτερες τάξεις των αμερικανοευρωπαίων
στους οποίους θέλουν να μοιάσουν έχουν
ως πρότυπα θαυμασμού τους αστιγμάτιστους
προγόνους τους.
Και
επειδή δεν μπορείς να μοιάζεις και να
συμπεριφέρεσαι ως υβριδικός τραγέλαφος,
επικαλούμενος τον λαμπρότερο πολιτισμό
για το κύρος σου όποτε σε βολεύει, χωρίς
να κοπιάσεις για να επαναφέρεις την
γνησιότητά σου, κάποια στιγμή πρέπει
να αποκτήσεις αυτογνωσία της καφρίλας
σου.
Και
πάνω απ' όλα, πρέπει κάποια στιγμή να
πάψεις να παραπονιέσαι για την εκμετάλλευση
στην οποίαν υπόκεισαι ως υβρίδιον,
επειδή μόνο για εκμετάλλευση παράγονται
τα υβρίδια, είτε πρόκειται για μουλάρια,
διασταυρώσεις λαχανικών, είτε αστυχωριατών
που θέλουν να μοιάσουν. Όλα τους έχουν
ένα κοινό: δεν μπορούν να αναπαραχτούν
από μόνα τους, εφόσον, όπως προείπαμε,
η τιμωρία του υβριδίου είναι η στειρότητά
του...
-Παναγιώτης
Τερπάνδρου Ζαχαρίου-
8
Ιουλίου,2018 (απόσπασμα)