Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η ΕΠΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛ.ΔΥ.Κ.

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών. (Γ. Σεφέρης)

ΑΝΧΗΣ ΠΑΝ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΛΔΥΚ ΚΥΠΡΟΣ 74 
Τις παραµονές του «ΑΤΤΙΛΑ 2», το µεγαλύτερο µέρος της ΕΛΔΥΚ βρέθηκε σε χώρους διασποράς, νότια του στρατοπέδου και πολύ κοντά σε αυτό. Στις 13 Αυγούστου συµπτύχθηκε προς το χωριό Λακατάμια. Στο στρατόπεδο παρέμειναν τρεις (κατ' άλλους δύο) λόχοι, υπό τον αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρουλόπουλο. Η πρώτη τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 14 Αυγούστου, αργά το πρωί, αφού προηγήθηκε προσβολή του στρατοπέδου από την αεροπορία και το πυροβολικό.
Προπορεύονταν τα άρματα και σε πυκνούς σχηματισμούς ακολουθούσε η ΤΟΥΡΔΥΚ, ενισχυμένη με 700 επιπλέον άνδρες. Μέχρι το απόγευμα, οι Τούρκοι είχαν διενεργήσει τρεις επιθέσεις, 
αλλά προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση της ΕΛΔΥΚ, οι μαχητές της οποίας αγνοούσαν ότι στο άλλο άκρο της Λευκωσίας, στη Μια Μηλιά, η άμυνα είχε καταρρεύσει.
Την επομένη, 15 Αυγούστου, επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Παρότι ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος ζήτησε ενισχύσεις, έλαβε μόνο τρία τεθωρακισμένα οχήματα Marmon-Herrington, τα οποία θα ήταν εύκολη λεία για τα Μ-48 των Τούρκων. Παρ' όλα αυτά, οι νέες τουρκικές επιθέσεις αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία. Μπροστά από τις θέσεις άμυνας των ανδρών της ΕΛΔΥΚ, έπεσαν δεκάδες Τούρκοι στρατιώτες, μερικοί δε έφθασαν στα ακραία συρματοπλέγματα του στρατοπέδου, επάνω στα οποία φονεύθηκαν.
Μία από τις πιο γλαφυρές καταθέσεις ήταν αυτή του Διονύση Πλέσσα:
«Στις 15 Αυγούστου, πήγε σχεδόν μεσημέρι και οι Τούρκοι δεν μας ενόχλησαν. Κατά τις 11.00 άρχισε η επίθεσή τους, πιο οργανωμένη από τις άλλες. Ανάμεσα στα άρματα εκινείτο το πεζικό και προπορευόταν ένας αξιωματικός, ο οποίος έδινε τα παραγγέλματα με μία σφυρίχτρα. Σφύριζε, ξεκινούσανε. Ξανασφύριζε, σταματούσανε. Μας έκανε εντύπωση ότι επετίθεντο αφύλαχτοι, γι' αυτό και είχαν φοβερές απώλειες. Έφθασαν πολύ κοντά μας και εμείς είχαμε διαταγή από τον λοχαγό Σταυριανάκο να τους αφήσουμε να πλησιάσουν και μετά να κτυπήσουμε. Είχαμε και κάποια κάλυψη από το Πυροβολικό, υπήρχε 
ένας Κύπριος ανθυπολοχαγός, ο Κίτρου, που έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μας υποστηρίξει. Έπεσε λοιπόν ένα βλήμα του Πυροβολικού ακριβώς μέσα στην μπούκα του προπορευόμενου άρματος, που σταμάτησε. Όσοι ήταν μέσα σκοτώθηκαν.
Τα υπόλοιπα τρία ανέστρεψαν και οπισθοχώρησαν. Οι Τούρκοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για οπισθοχώρηση και τα έχασαν. Τότε ακούσαμε τον λοχαγό Σταυριανό μέσα από το όρυγμά του, που φώναξε:
- Ρε! Είσαστε άντρες;
- Ναι! απαντήσαμε όλοι μαζί.
Και διέταξε έφοδο.
Εμείς ήμασταν 33 άτομα. Βάλαμε ξιφολόγχη, βγήκαμε έξω και τους κυνηγήσαμε σε μία ευθεία.
Κάποιοι από τους Τούρκους πέρασαν το δρόμο και διέφυγαν. Οι περισσότεροι όμως, περίπου 100, κρύφτηκαν πίσω από ένα υδραγωγείο.
Έβγαζαν το κεφάλι τους σιγά σιγά και προσπαθούσαν να διασχίσουν το δρόμο. Όποιοι πέρασαν, γλίτωσαν. Κάποια στιγμή επεχείρησαν να βγουν όλοι μαζί. Στήσαμε τα πολυβόλα και τους θερίσαμε. Ανέβηκε το ηθικό μας. Μας συγκίνησε ότι αυτό έτυχε την ημέρα της Παναγίας».
Στις 16 Αυγούστου η εχθρική πίεση κατέστη πλέον αφόρητη. Τους ηρωικούς άνδρες της ΕΛΔΥΚ προσέβαλαν αεροσκάφη, πυροβόλα, όλμοι. Μέσα στο στρατόπεδο τα πάντα μεταβλήθηκαν σε σωρούς ερειπίων.
Στις 11.00, οι Τούρκοι προσήγγισαν επικίνδυνα τις θέσεις των αμυνομένων, παρά τις μεγάλες τους απώλειες. Τότε, και ενώ τα άρματα των Τούρκων απείχαν λίγα μόλις μέτρα, έπεσε ηρωικά ο Μανιάτης λοχαγός Σωτήρης Σταυριανάκος. 
Σύμφωνα με μαρτυρίες ανδρών του, ο λοχαγός Σταυριανάκος, μόνος, εξήλθε από το όρυγμά του για να αντιμετωπίσει το προπορευόμενο άρμα μάχης. Προφανώς υπολόγισε ότι αναχαιτίζοντας το εχθρικό άρμα, θα ανέκοπτε την τουρκική επίθεση. Υπήρχε και το προηγούμενο, μία ημέρα πριν, όταν καταστράφηκε προπορευόμενο τουρκικό άρμα από βολή πυροβόλου και οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν. Πριν όμως προλάβει να υλοποιήσει το σχέδιό του, ο ηρωικός λοχαγός φονεύθηκε από τα πυρά του άρματος.
Στις 11.30 διερράγη το αριστερό τμήμα της αμυντικής διάταξης. Οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ προσβάλλονταν τώρα από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, κινδυνεύοντας με περικύκλωση και εγκλωβισμό. Η κατάσταση ήταν απελπιστική και οι Τούρκοι εισέρχονταν πλέον εντός του στρατοπέδου, όταν ο αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος διέταξε υποχώρηση.
Να πώς περιέγραψε τις δραματικές σκηνές ο λοχίας Πλέσσας:
«Για να γίνει η οπισθοχώρηση σωστά, έπρεπε να φύγουν οι πρώτοι από τη μέση, να κρατάμε οι υπόλοιποι από τα πλάγια και σιγά σιγά, ένας ένας, να φεύγουμε, μέχρι να φύγουν και οι τελευταίοι. Διέταξα οπισθοχώρηση, αλλά δεν έφευγε κανείς. Είχαμε δεθεί μεταξύ μας. Και ήξεραν οι μεσαίοι που έπρεπε να φύγουν πρώτοι, ότι οι τελευταίοι θα σκοτωθούν. Φώναξα, έβρισα. Δεν έφευγαν. Κάποια στιγμή κάποιος ξεκίνησε. Οι περισσότεροι από εμάς φονεύθηκαν κατά την υποχώρηση... Φεύγοντας είδα τον λοχαγό Σταυριανάκο σκοτωμένο. Όρθιο μέσα στο όρυγμα είδα τον Δημήτρη Λούρμπα (σ.σ.: ο δεκανέας Δημήτρης Λούρμπας είναι αγνοούμενος).
- Δημήτρη, δεν υπάρχει άλλος, είμαι ο τελευταίος, φεύγουμε.
Δεν φεύγω, μου απάντησε.
Είχε μαζέψει 3-4 όπλα που παρατήθηκαν από νεκρούς ή τραυματίες και τα τοποθέτησε γύρω από το όρυγμα. Στεκόταν όρθιος και πυροβολούσε, πότε με το ένα και πότε με το άλλο... Δύο άλλα ορύγματα ήταν γεμάτα τραυματίες. Προχώρησα με πυρ και κίνηση, ενώ οι Τούρκοι γάζωναν τα πάντα. Είχαν εισέλθει εντός του στρατοπέδου και οι μάχες γίνονταν πια σώμα με σώμα».


Δεκάδες άνδρες της ΕΛΔΥΚ φονεύθηκαν, καθώς υποχωρούσαν προς το ύψωμα «Γρηγορίου» νοτιοανατολικά του στρατοπέδου. Άλλοι παρέμειναν στα ορύγματά τους 
αρνούμενοι να τα εγκαταλείψουν. Την απαγκίστρωση των τελευταίων ανδρών κάλυψε ο ανθυπασπιστής Κώστας Κέντρας και λίγοι στρατιώτες, οι οποίοι έταξαν τα διαθέσιμα πολυβόλα και έβαλλαν κατά των Τούρκων. Αγνοούνται ώς σήμερα. Κατά την υποχώρηση, φονεύθηκε και ο λοχαγός Βασίλης Σταμπουλής.
Από τις 13.30 και για τουλάχιστον δύο ώρες διήρκεσαν οι μάχες μέσα στο στρατόπεδο, ακόμα και σώμα με σώμα. Αρκετοί παρέμειναν εκεί και έδωσαν την τελευταία μάχη, είτε γιατί τραυματίστηκαν είτε γιατί 
δεν θέλησαν να υποχωρήσουν.
Ενώ στην Κύπρο χάνονταν Ελλαδίτες στρατιώτες, εκπληρώνοντας στον υπέρτατο βαθμό τις συνταγματικές τους υποχρεώσεις, εγκαταλειμμένοι πλην μαχόμενοι πλάι στους Κύπριους αδελφούς τους, στην Αθήνα κυριάρχησε η ίδια απάθεια και αναποφασιστικότητα, όπως και επί «ΑΤΤΙΛΑ 1». 

http://infognomonpolitics.blogspot.gr , 
peristeronitis , UCEPs4vPd0z1a5CJiEAEw6wg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου