Στην Αρχαία Ελλάδα, ο Έλληνας ιερέας, εκτός από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις κληρονομικής μεταβίβασης σε μέλη ενός κάποιου συγκεκριμένου γένους (λ.χ. Ευμολπίδαι στην Ελευσίνα, Εμβαρίδαι στον Πειραιά κ.λ.π.) ή ενός βασιλικού οίκου (όπως λ.χ. συνέβαινε στην πόλη της Σπάρτης) αποκτά το αξίωμά του κατά κανόνα δι' εκλογής από την συνέλευση του Δήμου, πρακτική που βρίσκουμε να ισχύει από τα ομηρικά κιόλας χρόνια, ή δια κληρώσεως (όπου ο κλήρος λειτουργεί ως Θεός ή απλός δείκτης της θείας θελήσεως).
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΔΕΝ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙ ΓΗΣ, όπως οι γνωστές παλαιές και σημερινές θεoκρατίες ισχυρίζονταν και ισχυρίζονται για τους θρησκευτικούς λειτουργούς τους, αλλά αντιθέτως είναι απλός κι εκλεγμένος εκπρόσωπος των θρησκευτών, εξουσιοδοτημένος είτε να φροντίζει τον Ναό στον οποίο τοποθετείται (ως «αρχιερεύς»), είτε να τελεί τις θυσίες (ως «ιερεύς»), είτε να απαγγέλει τις ευχές και προσευχές (ως «αρητήρ»).
Το ιερατικό αξίωμα δεν είναι συνδεδεμένο με κάποια συγκεκριμένη ηλικία, τάξη, ή φύλο.
ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΜΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ, ΟΛΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΟΥΝ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ, ο δε εκάστοτε αποχωρών, σε αντίθεση με τα ιερατεία των διαφόρων θεοκρατιών, οφείλει στα πλαίσια της ισονομίας τών πολιτών να προβεί σε απολογισμό πεπραγμένων και λογοδοσία, κυρίως σε ότι αφορά τα οικονομικά του Ιερού (βλ. Αισχίνη, Λόγος Κατά Κτησιφώντος, 17-18).
ΑΝ ΚΑΙ ΒΑΘΥΤΑΤΑ ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΔΕΝ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΑΛΛΩΣΤΕ, Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΜΑΛΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ.
Απλές προϋποθέσεις για την ιερατική ιδιότητα αποτελούν η σωματική αρτιμέλεια (και όχι η σωματική τελειότητα, αφού ο Αγησίλαος εξελέγη βασιλιάς της Σπάρτης και ιερέας των Θεών Διός, Απόλλωνος, Αθηνάς και Ηρακλέους, όντας χωλός πλην όμως αρτιμελής), η γνήσια καταγωγή και, κυρίως, η γενική εκτίμηση προς το άτομό του, με πρωταρχικό κριτήριο το να μη βαρύνεται με κανένα από τα ασυμβίβαστα προς την ιερατική ιδιότητα σοβαρά «μιάσματα» (δηλαδή ασέβεια, ανθρωποκτονία, επιορκία, προδοσία, κ.λ.π.)
ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΠΡΑΞΙΑΣ, Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ Η ΙΕΡΕΙΑ ΣΥΝΗΘΩΣ ΦΟΡΑΕΙ ΦΟΡΕΜΑ ΛΕΥΚΟ, ΣΕ ΕΝΔΕΙΞΗ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ (με εξαίρεση τους ιερείς του Διός που φορούν και πορφύρα, και διάδημα από κορδέλα στα χρώματα του Θεού τους), ή στεφάνι από φύλλα δένδρου ή φυτού που θεωρείται ιερό τής κάθε επι μέρους συγκεκριμένης λατρείας.
Πρέπει να σημειωθεί πάντως εδώ, το αξιόλογο γεγονός ότι στους Έλληνες, από τους ομηρικούς κιόλας χρόνους, πλήρες δικαίωμα ιεροπραξίας (θυσίας, σπονδής, προσευχής) είχε ο οποιοσδήποτε απλός θρησκευτής, ενώ κατά τις εκστρατείες χρέη ιερέως έκαναν οι επικεφαλής του στρατού και στην οικιακή λεγόμενη λατρεία ιερουργούσαν ισόβαθμα και εκ περιτροπής (αναλόγως της φύσεως της επικαλούμενης θεότητας) οι δύο σύζυγοι.
Με τον ιερέα ή την ιέρεια να μη θεωρείται λοιπόν εκπρόσωπος του Θεού επί γής, αλλά απλός «ιερεύων» πολίτης, η ποιότητα της σχέσης προς τον κάθε φορά τιμώμενο Θεό ή Θεά αποτελεί υπόθεση όλου του σώματος των θρησκευτών που παρίστανται σε μία τελετή.
Έχουμε εδώ λοιπόν μία ακόμη επιβεβαίωση του έντονου, αλλά ιδιότυπου Ελληνικού κοινοτισμού που θέλει το άτομο αναπόσπαστο μέρος ενός οργανικού συνόλου αλλά ταυτοχρόνως και υπεύθυνη, για τα του εαυτού της, προσωπικότητα.
Απαιτείται συνεπώς και για τους θρησκευτές που παρίστανται σε θυσίες, η βασική αγνότητα του ιερέως, υπό την έννοια του να είναι κανείς καθαρός από σοβαρά μιάσματα. Εκείνοι που βαρύνονται από σοβαρά μιάσματα δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε θυσίες αν δεν έχουν πρωτύτερα καθαρθεί.
«Κεκαθαρμένοι» οφείλουν να είναι και όσοι μόλις επέστρεψαν από πόλεμο, όσοι μόλις θεραπεύθηκαν από ασθένεια, όσοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετά από μακροχρόνια παραμονή στο εξωτερικό, κ.ο.κ. Για αυτό και πριν την τέλεση της θυσίας, ο κήρυξ ιερέας φωνάζει το «εκάς, εκάς, όστις αλιτρός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου