Ο
Ιούδας των ιερών γραφών είχε τόσο φιλότιμο που μόλις συναισθάνθηκε το μέγεθος
της προδοσίας του, είχε την παλικαριά και τη λεβεντιά να αυτοκτονήσει.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος και όλοι οι μαυροφορεμένοι, όχι μόνο δεν μετάνιωσαν, αλλά απολάμβαναν για τετρακόσια χρόνια τα αργύρια της πράξης τους. Ο σουλτάνος, σε παλλαϊκή συγκέντρωση, υποδέχθηκε τον Γεννάδιο Σχολάριο και
του απέδωσε τιμές αρχηγού κράτους.
|
Μωάμεθ Β´ και Γεννάδιος Β´.
Ψηφιδωτό, 18ου αιώνος.
Κωνσταντινούπολη, Πατριαρχικός οίκος.
|
Μπροστά στο πλήθος του παρέδωσε το κείμενο
των προνομίων της Εκκλησίας λέγοντάς του: «Ποίμανε το ποίμνιό σου και έχε όλα τα προνόμια που είχαν και οι
προκάτοχοί σου». Στη
συνέχεια τον οδήγησε ο σουλτάνος στα ανάκτορα, όπου ο ίδιος ιδιοχείρως του
παρέδωσε βαρύτιμη ποιμαντική ράβδο και τον παρακάλεσε να τη δεχθεί, ενώ του
έδωσε και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Κατόπιν εναπόθεσε το δεξί του χέρι στον
ώμο του Πατριάρχη, χειρονομία μεγάλης οικειότητας, τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα
των ανακτόρων, όπου τον περίμενε λευκό καταστόλιστο άλογο, το οποίο ίππευσε,
και με έφιππη συνοδεία αξιωματούχων τον έστειλε στο ναό των Αγίων Αποστόλων,
όπου τον περίμενε το φανατισμένο ποίμνιο των ανθενωτικών, και του έδωσε το
πατριαρχείο για κατοικία.
Και ενώ
ο λαός της πόλης θρηνούσε ακόμη πάνω από τους ανοιχτούς τάφους των δικών τους
ανθρώπων, αυτός ο ιερωμένος, σκεφτόταν αν οι αγιογράφοι του μέλλοντος
θα ζωγράφιζαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του.
Δέκα
μήνες μετά από αυτές τις φανφάρες, ο σουλτάνος, που ήταν σοβαρός άνθρωπος, τον
ανάγκασε σε παραίτηση, γιατί μια από τις πολλές ερωμένες του, «γυναίκα μωρό και
πόρνη», δημιουργούσε σκηνές έξω από το πατριαρχείο και τον ξευτέλιζε στο
ποίμνιό του, αναφέρει
ο Γ. Κορδάτος, ενώ ο Δωρόθεος Μονεμβασίας επισημαίνει: «Ο Πατριάρχης Γεννάδιος ήταν έκφυλος και
πόρνος».
Αυτός ο
άνθρωπος, που είχε όλα τα κουσούρια, που τίποτα δεν του έλειπε, αγίασε. Εκτός από
πολύ διεφθαρμένος, «ο Γεννάδιος ήταν φιλότουρκος και έκανε προπαγάνδα υπέρ των
Τούρκων» (Σάθας
«Χρυσαλίς» βιογραφία Γεννάδιου).
Ο
τουρκόφιλος Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος μιλούσε στο σκλαβωμένο λαό για τον
«φιλεύσπλαχνο σουλτάνο», ο οποίος είχε εντολή από το Θεό να επαναφέρει τους
αμαρτωλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο. Σύμφωνα με το δόγμα του Πατριάρχη
Γεννάδιου, στο δίλημμα αν έπρεπε να σωθεί, η Αυτοκρατορία ή η Ορθοδοξία, η
απάντηση ήταν σαφής: «η Ορθοδοξία»- ο δε σουλτάνος ήταν το όργανο του Θεού για
την πραγματοποίηση του «ευγενικού» αυτού στόχου. Σύμφωνα με το Γεννάδιο, «ο
φιλάνθρωπος σουλτάνος ήταν όργανο όχι μόνο της θείας οργής, αλλά και της Θείας
πρόνοιας, αφού εμφανιζόταν σαν υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Κατά συνέπεια, η
νομιμοφροσύνη προς αυτόν, τόσο της Εκκλησίας όσο και ολοκλήρου του Γένους, ήταν
αναγκαία και επιβεβλημένη» (Π.
Κονόρτας «Ο Θεός, ο σουλτάνος και ο Πατριάρχης» περ. «Ιστορικά» 25 Μαΐου 2000).
Κανένας
ιστορικός, ακαδημαϊκός ή πανεπιστημιακός δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί με τα
πραγματικά γεγονότα της άλωσης, γιατί θίγεται το ιερατείο.
«Στην
τουρκοκρατία ο κλήρος απολάμβανε τα προνόμια του. Αν οι Τούρκοι σκότωσαν μερικούς
ιερωμένους, αυτό ήταν αποτέλεσμα της κακής συμπεριφοράς των ιερωμένων και όχι
για εθνική υπέρ της Ελλάδας δράση. Ο Πατριάρχης απολάμβανε την ισχύ των
προνομίων του και δεν κατάλαβε τη διαφορά αλλαγής του αφέντη. Ο ισλαμισμός
είναι τέκνο του εβραϊσμού και δίδυμος αδελφός του χριστιανισμού επομένως δεν
υπήρχαν ουσιαστικά προβλήματα. Οι
τυχοδιώκτες και άξεστοι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι ντύνονταν όπως οι Τούρκοι
πασάδες για να ευχαριστήσουν τον σουλτάνο» (Γ. Κορδάτος).
Πολυχρονεμένο
αποκαλούσε ο Πατριάρχης τον αυτοκράτορα, πολυχρονεμένο και το σουλτάνο.
Καντήλι
στην Αγία Τράπεζα για τον αυτοκράτορα, καντήλα και για το σουλτάνο.
«Ελέω
θεού βασιλεύς» ο αυτοκράτορας, «Θεόθεν εξουσία» ο σουλτάνος.
Μαύρο
καλυμμαύχι ο κλήρος, κόκκινο φέσι ο Τούρκος.
Αλυσοδεμένη
η Ελλάδα στη Ρώμη, με χοντρές αλυσίδες στον Τούρκο.
Ποίμνιο
αποκαλούσε ο αυτοκράτορας τους Έλληνες, ραγιάδες ο σουλτάνος.
Δεν
άλλαξε τίποτα.
«Τώρα η
νέα σκλαβιά ήταν πιο δυσβάσταχτη. Αλλοτριωμένοι οι Έλληνες από το θρησκευτικό
φανατισμό του κλήρου, αποχαυνώθηκαν τελείως από τις νηστείες, τους εσπερινούς,
τις αγρυπνίες, τους όρθρους και τα σταυροκοπήματα. Οι γονυκλισίες με σκυμμένο
το κεφάλι δεν άφηναν τους Έλληνες να σκεφθούν, αφού σπαταλούσαν το χρόνο τους
μεταξύ δουλειάς, σπιτιού και Εκκλησίας. Είχαν Θεσπίσει 115 γιορτές και αργίες
το χρόνο» (Σ.
Μιχαλόπουλος).
Ενώ το
δωδεκάθεο πολεμήθηκε από τον κλήρο και το αποκαλούσαν πλάνη, δεν συνέβη το ίδιο
με το μωαμεθανισμό, που τον δέχθηκαν χωρίς προβλήματα ή διαμαρτυρίες. Ο
χριστιανισμός συμβίωνε μαζί του αρμονικότατα, αφού και οι δύο ήταν τέκνα του
εβραϊσμού. Οι ιερωμένοι έγιναν πιο προκλητικοί, άθλιοι σκευωροί και σατραπίσκοι,
αφού πολλές φορές ο σουλτάνος αναγκάστηκε να τους ανακαλέσει στην τάξη και τους
σύστηνε να τηρούν τους κανόνες της Εκκλησίας. Οι αθλιότητες του ιερατείου
κράτησαν το ραγιά 400 χρόνια σκλάβο των Τούρκων.
Υπήρξαν
και φωτεινές χριστιανικές φυσιογνωμίες, άγιοι καθ’ όλα, όπως ο επίσκοπος
Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (1185), που σε
επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς στηλιτεύει την απάνθρωπη συμπεριφορά του
κλήρου και καλεί τους Θεσσαλονικείς «να κομματιάσουν σαν φαρμακερό φίδι τους χασάπηδες της αγάπης». Επειδή διαφωνούσε με τον πατριάρχη,
καθαιρέθηκε και εξορίστηκε.
Η
Εκκλησία και η αυτοκρατορία ήταν ένα αδιάσπαστο πολιτικο-θρησκευτικό χλιδάτο
σύνολο, που απολάμβανε χωρίς μέτρο τις ηδονές της ζωής. Η Εκκλησία και ο
εκάστοτε σουλτάνος συγκυβερνούσαν και αφάνιζαν το δυστυχισμένο Έλληνα ραγιά.
Και για
να μην έχουμε ψευδαισθήσεις, για τον πολιτισμό της ανατολικής ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) θα παραθέσω γνώμες ξένων ανδρών:
«Τίποτα
καλό δεν προήλθε από το Βυζάντιο» (Ράσελ).
«Στη
χιλιετή ιστορία του Βυζαντίου, η σελίδα της ιατρικής είναι λευκή» (Ε. Ζανσέλμ, καθηγητής της Ιατρικής).
«Η γενική
όψη του Βυζαντίου είναι εικόνα ηλιθιότητας. Άθλια και ανισόρροπη, με τα πάθη
της έπνιγε την ανάπτυξη κάθε ευγενικής σκέψης ἡ πράξης» (Έγκελς Γερμανός φιλόσοφος).
«Η βυζαντινή
αυτοκρατορία έγινε αντικείμενο γελοιοποίησης, γιατί ασχολείται με μικροπρεπείς
φιλονικίες, τη στιγμή που ο εχθρός βρισκόταν στην πύλη της πόλεως» (Ναπολέων).
«Η
ιστορία του Βυζαντίου είναι πιο γελοία από τη ρωμαϊκή. Είναι ανάξια συλλογή,
που περιλαμβάνει μόνο θαύματα και δημηγορίες. Είναι μια ντροπή για την
ανθρώπινη σκέψη» (Βολτέρος).
«Η
ιστορία της αυτοκρατορίας είναι μια μονότονη ιστορία δολοπλοκιών των ιερωμένων,
των ευνούχων και των γυναικών, των δηλητηριάσεων, των συνομωσιών, της απολύτου
αγνωμοσύνης και των συνεχών αδελφοκτονιών. Άνθρωποι που δεν υπήρξαν ποτέ
ενάρετοι, ήταν πρόθυμοι σκλάβοι τόσο των πράξεών τους όσο και των σκέψεών τους.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι, χωρίς καμία εξαίρεση, η πιο ευτελής μορφή
πολιτισμού» («Ιστορία
των Ευρωπαϊκών Ηθών» W.E.H. Lecky).
Σήμερα προσπαθούν
διάφοροι δήθεν ιστορικοί και ερευνητές να δικαιολογήσουν την προδοσία και τη
συνεργασία του Σχολάριου με τους Τούρκους- την παρουσιάζουν σαν προσπάθεια «βραχυπρόθεσμης συνεργασίας με
στόχο τον κατευνασμό του θηρίου». Το «βραχυπρόθεσμο» του εγχειρήματος κράτησε
περίπου τέσσερις αιώνες. Με αυτή δε τη λογική του «θηρίου», και οι δωσίλογοι
συνεργάτες των ναζί κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όλοι οι προδότες της
οικουμένης δηλώνουν ότι αποβλέπουν στον «κατευνασμό του θηρίου». Όμως κατά
κανόνα καταδικάζονται και εκτελούνται ως προδότες!
Ο
ορθόδοξος ανώτερος κλήρος όχι μόνο δεν υπέστη διώξεις από τους Οθωμανούς
σουλτάνους, αλλά αντίθετα είχε επιδοθεί σε αγώνα εξαγοράς του καθεστώτος για
την εξασφάλιση υψηλών εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα,
τα μοναστήρια ήταν περίπου 600 και είχαν στην ιδιοκτησία τους τεράστια πλούτη,
με αποτέλεσμα να προκληθούν εντάσεις με τις κυβερνήσεις που δήμευσαν τις
περιουσίες τους και κατήργησαν ορισμένα από αυτά.
ΠΗΓΗ: Tο βιβλίο, «Το Ολοκαύτωμα Του Ελληνισμού», του
Γεράσιμου Καλογεράκη, σελ. 211 – 216, εκδόσεις Δίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου