ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΝΕΟΙ: Η Ηρώ και ο Λέανδρος αποτελούν το πασίγνωστο δίδυμο του ομώνυμου δράματος της Ελληνικής Μυθολογίας. Η Ηρώ ήταν μια ιέρεια στο ναό της Αφροδίτης στην πόλη Σηστό, που βρισκόταν στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Κατοικούσε μάλιστα σε έναν ψηλό πύργο, πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, δίπλα στην ακτή.
Κάθε χρόνο την άνοιξη τελείτο στο ναό όπου η Ηρώ ήταν ιέρεια η γιορτή της Αφροδίτης και του Άδωνη. Μια γιορτή που συγκέντρωνε πάντα πλήθος πιστών. Για πρώτη του φορά έρχεται ως προσκυνητής και ένας ωραίος νεαρός. Είναι ο Λέανδρος. Αυτός ήταν από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ασιατική δηλαδή. Στη διάρκεια της γιορτής διασταυρώνονται τα βλέμματα των δύο νέων. Αμέσως η φωτιά του έρωτα πυρπολεί τις καρδιές τους. Κι ο έρωτας αυτός είναι τόσο σφοδρός και ακατανίκητος, ώστε υπερπηδούν κάθε ανθρώπινο και ιερό φραγμό. Η Ηρώ την ιεροσύνη της, ο Λέανδρος την ιερότητα της παρθένου.
Στο δωμάτιο της τον κάλεσε το βράδυ η ερωτευμένη Ηρώ. Κι έμειναν μαζί όλη τη νύχτα! Έτσι άρχισε ένας παράνομος δεσμός. Με τον απόκοτο αυθορμητισμό της νιότης τους αγνόησαν την Ύβρη που διέπραταν. Πίστευαν πως η Νέμεση ποτέ δεν θα επενέβαινε να διαλύσει μια σχέση αγάπης. Ο Λέανδρος κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της. Η Ηρώ με βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν εκείνος έφθανε κουρασμένος από το πολύωρο κολύμπι, μιας και η απόσταση ήταν περί τα πέντε χιλιόμετρα, η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή. Πριν όμως ξημερώσει, ο Λέανδρος επέστρεφε στη Άβυδο προκειμένου να ξαναγυρίσει το επόμενο δειλινό.
ΕΝΑ ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ: Κάποτε όμως ήλθε και η άσχημη περίοδος του Χειμώνα και οι δύο εραστές αναγκάστηκαν να υποστούν τον προσωρινό αλλά σκληρό χωρισμό, δίνοντας όμως την αμοιβαία υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές της επόμενης Άνοιξης. Παρά ταύτα το επόμενο σούρουπο συνέβη το μοιραίο. Είτε επειδή η Ηρώ λησμόνησε τις υποσχέσεις της και ήθελε πάλι τον Λέανδρο κοντά της, είτε γιατί η γριά τροφός παρασύρθηκε από τη συνήθεια, ο λύχνος βρέθηκε πάλι αναμμένος. Ο Λέανδρος όταν είδε το φως από την Άβυδο, το εξέλαβε ως ερωτική πρόσκληση. Αμέσως έπεσε στη παγωμένη και ανεμοδαρμένη θάλασσα για να συναντηθεί με την ποθητή του Ηρώ. Ο Λέανδρος βρέθηκε έτσι αντιμέτωπος πια με τη Νέμεση που έρχεται με την οργή του Ποσειδώνα, που ανέλαβε να αποκαταστήσει την ύβρη που έγινε στην όμορφη αδελφή του, την Αφροδίτη.
Έτσι, ενώ εκείνος πάλευε με τα κύματα, ο άνεμος έσβησε το λύχνο, οπότε έχασε τον προσανατολισμό του και παρασυρόμενος από τα κύματα πνίγηκε.
Στο μεταξύ η Ηρώ όλη τη νύχτα περίμενε! Ανήσυχη σαν ξημέρωσε, έτρεξε στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω κι αντίκρυσε ένα πτώμα να ταλαντεύεται στην ακτή από το ήρεμο πια κύμα. Ένιωσε αμέσως τι συνέβη. Ολοφυρόμενη για το χαμό του αγαπημένου της, κρίνει πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Εκτός εαυτού η Ηρώ, έσπευσε και ρίχτηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας τον νεκρό αγαπημένο της. Όμως, χωρίς να κολυμπά, αυτή και το σώμα του αγαπημένου της βυθίστηκαν. “Προκάρηνος απ’ ηλιβάτου πέσε πύργου και τέθνηκεν επ΄ ολλυμένω παρακοίτη αλλήλων’’, θρηνεί ο Μουσαίος.
Οι κάτοικοι της Σηστού αναζητώντας την ιέρεια, βρήκαν δύο πτώματα στα βράχια. Το ένα κοντά στο άλλο. Ήταν η Ηρώ και ο Λέανδρος. Έθαψαν και τους δυο στον ίδιο τάφο… Κι εδώ ταιριάζει πάλι ο λόγος της λαϊκής μας μούσας: “στο ΄να φυτρώνει κάλαμος και στ’ άλλο κυπαρίσι, για δέστε τα βαριόμοιρα, για δέστε τα καημένα, σαν δεν φιλιούνται ζωντανά, φιλιούνται αποθαμένα!”.
ΜΥΘΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ: Η τραγική ιστορία του Λέανδρου και της Ηρώς εντάσσεται στις Αλεξανδρινές παραδόσεις που περιέχουν θέματα που δεν συναντούμε στο μυθολογικό κύκλο παλιότερων εποχών. Τα θέματα των παραδόσεων της Ελληνιστικής Εποχής είναι συχνά νεοπλασίες πάνω σε γνωστά μυθικά θέματα ή διασκευές τους τα οποία φορτίζονται συναισθηματικά από λαϊκά στοιχεία [παραμύθια]. Έτσι χαρακτηρίζονται εύστοχα ως λογοτεχνικές κατασκευές, όπου οι δημιουργοί τους εκμεταλλεύτηκαν ποιητικά ένα μυθικό στοιχείο και το ανέπτυξαν μυθιστορηματικά, συνθέτοντας μια ερωτική ιστορία. Τέτοιες αλεξανδρινές παραδόσεις χρησίμευσαν ως αφετηρία ενός λογοτεχνικού είδους, της μυθιστορίας, που η ανάπτυξή της έφτασε ως τους νεότερους χρόνους, με κύρια κορύφωση την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ: Οι αρχαίοι ουδέποτε αμφέβαλαν για την ιστορικότητα του γεγονότος. Μάλιστα, επειδή η Ηρώ ήταν ιέρεια, η ιστορία αυτών των εραστών πλουτίστηκε με θεϊκές προεκτάσεις, παρεμβολές θεών και τα σχετικά. Ο γιατρός Αντίπατρος, που έζησε τον τελευταίο προ Χριστού αιώνα, βεβαιώνει ότι είδε τον τάφο τους. Το συμβάν αυτό εξύμνησαν κορυφαίοι ποιητές όπως ο Μουσαίος, τον 5ος μ.Χ. αι., στο επιγραφόμενο αριστούργημά του «Τα καθ΄ Ηρώ και Λέανδρον», αλλά και οι Λατίνοι Βιργίλιος, Οβίδιος, Μαρτιάλης κ.ά. Γενικότερα, ο μύθος της Ηρώς και του Λέανδρου συγκίνησε βαθύτατα τους Έλληνες όλων των εποχών ως σήμερα αλλά και ενέπνευσε μεταγενέστερους ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες. Από το ποίημα του Μουσαίου εμπνέονται αργότερα και γράφουν ο Σίλλερ μια μπαλάντα, ο Γκριλμπατσέρ μια λυρική τραγωδία, ο Βέμπερ μελόδραμα. Ο λόρδος Βύρων, μάλιστα, βυθισμένος μες στις συχνές του αποκοτιές, διέπλευσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, μιμούμενος τον Λέανδρο! Ακόμη, έχουν βρεθεί παραστάσεις σε ρωμαϊκά νομίσματα και τοιχογραφίες στην Πομπηία. Στο Μουσείο της Δρέσδης υπάρχει ο ζωγραφικός πίνακας του Μολά “Ηρώ κοντά στο πτώμα του Λέανδρου”, στο Μουσείο της Βιέννης ο πίνακας του Μπακερέλ “Η Ηρώ θρηνούσα τον Λέανδρο”, κ.α.
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ: Ο συγκεκριμένος μύθος φαίνεται ότι οφείλεται στη ρομαντική διάθεση του ελληνιστικού κόσμου που αρεσκόταν να πλάθει διηγήσεις για ιδανικά ζευγάρια που ριχνόταν σε τρομερές περιπέτειες ώσπου να ευοδωθεί η αγάπη τους. Ο μύθος “Ηρώ και Λέανδρος” πρέπει να ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την γνώμη πολλών μελετητών ο Διονύσιος Σολωμός εμπνεύστηκε το έργο του “Κρητικός’’ από αυτήν την ιστορία. Ο Σίλλερ που ασχολήθηκε με το Μύθο και έγραψε την ομώνυμη μπαλάντα, σχολίασε πολύ εύστοχα τη έννοια του “υψηλού’’: “Ως υψηλό θεωρείται η νίκη της ηθικής θέλησης ενάντια στις φυσικές εναντιότητες. Προϋποθέτει δηλαδή, μια κατάσταση διαταραχής, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στον ηθικό και τον φυσικό άνθρωπο, στην πνευματική και την υλική του φύση, ή αλλιώς, στο «λογικό» και την «αισθαντικότητα». […] Γιατί, μόνο μέσα στη δοκιμασία μπορεί να φανερωθεί, σ’ όλο της το μεγαλείο η ελευθερία της ψυχής”.
Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου