Σε κάποιο αρχικό στάδιο, ένα τμήμα από 40 κορινθιακά πλοία, όπως ήταν παρατεταγμένα στο στενό, ξεκίνησαν να κωπηλατούν βόρεια. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η κίνηση των Κορινθίων, έγινε για να πάρουν τα συγκεκριμένα πλοία καλύτερη θέση λόγω και των πρωινών ανέμων που επικρατούσαν στο στενό, αλλά και να αποφευχθεί οποιαδήποτε κυκλωτική προσπάθεια του αντιπάλου. Τα περσικά πλοία όπως έλεγχαν την είσοδο του στενού, εύκολα θα μπορούσαν να αποδιοργανωθούν ή και να βρουν, κατά λάθος, στεριά και να καθηλωθούν. Επίσης, ήταν παραπάνω από φανερό ότι ο ελληνικός στόλος καθώς ήταν ευθυγραμμισμένος απέναντι στον εχθρό, ήταν έτοιμος για την τελική σύγκρουση.
Καθώς πλησίαζαν οι δύο αντίπαλοι στόλοι προς την τελική σύγκρουση, ακούγονταν από τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων ο εξής παιάνας:
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Ήταν η στιγμή που οι Έλληνες εξαπέλυσαν γενική επίθεση. Ο ελληνικός στόλος εκτείνονταν μετά το ‘’άνοιγμα’’ αυτό από την νησίδα του Αγίου Γεωργίου ως την Κυνοσούρα. Σε αυτό το σημείο, ένα συγκεκριμένο πλοίο επιτάχυνε κατά του κοντινότερου περσικού πλοίου και το εμβόλισε. Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία από την Παλλήνη, οι Αιγινήτες όμως υποστήριξαν ότι ήταν δικό τους πλοίο. Ο ελληνικός στόλος πάντως εξαπέλυσε οργανωμένη μαζική επίθεση κατά της άτακτα παρουσιαζόμενης περσικής γραμμής.
Έτσι οι Πέρσες, αιφνιδιάστηκαν όταν με την ανατολή του ήλιου ολόκληρος ο ελληνικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους. Στο δεξιό άκρο ήταν παραταγμένα τα δεκάξι πλοία των Σπαρτιατών υπό τον Ευρυβιάδη, απέναντι από το στόλο των Ιώνων, και ακολουθούσαν τα πλοία των Αιγινητών και των άλλων ελληνικών πόλεων· στο αριστερό άκρο, αντιμέτωπες προς τους Φοίνικες, βρίσκονταν οι 180 αθηναϊκές τριήρεις με τον Θεμιστοκλή. Πρώτα επιτέθηκαν τα αθηναϊκά πλοία και σε λίγο η ναυμαχία γενικεύτηκε: στην αρχή ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, αλλά τα αθηναϊκά πλοία, χάρη στην υπεροχή των πληρωμάτων τους και στην επιδέξια τακτική του αρχηγού τους, κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τα φοινικικά πλοία και να κυκλώσουν από τα πλάγια τον υπόλοιπο εχθρικό στόλο. Από τότε κρίθηκε η τύχη της ναυμαχίας: σύγχυση και αταξία επικράτησε στην περσική παράταξη και τελικά οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή προς το Φάληρο, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Όταν πλησίαζε το τέλος της ναυμαχίας, ο Αριστείδης, επικεφαλής Αθηναίων οπλιτών, αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια και εξόντωσε μέχρις ενός τους Αθάνατους. Τη ναυμαχία παρακολούθησε ο Ξέρξης από μια πλαγιά του Αιγάλεω, ίσως το σημερινό Πέραμα, που κατ' ευφημισμό ονομάζεται "λόφος Ξέρξου".
Καθώς στο πεδίο της σύγκρουσης, η πρώτη γραμμή των περσικών πλοίων υποχώρησε λόγω της ορμής που δέχτηκαν από την ελληνική επίθεση, χωρίς κάποια σταθερή διάταξη έπεσε και η δεύτερη περσική γραμμή στη ναυμαχία και η τρίτη. Όλα αυτά έγιναν εντελώς ανοργάνωτα πάνω στον πανικό της μάχης. Στην αριστερή πλευρά των ελλήνων, ο Πέρσης ναύαρχος Αριαμπίγνης (αδελφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε και τα πληρώματα υπό την διοίκησή του παρέμειναν χωρίς κάποιον ηγέτη. Οι Φοίνικες σταδιακά λόγω της πίεσης υποχώρησαν και πολλά πλοία τους ακινητοποιήθηκαν στην στεριά. Στο κέντρο της παράταξης, τα ελληνικά πλοία προωθήθηκαν και κατάφεραν να κόψουν στα δύο την περσική παράταξη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, που υπό την διοίκηση της ήταν τα πληρώματα της Καρίας, επειδή καταδιωκόταν από τον Αμεινία από την Παλλήνη, στην προσπάθειά της να διαφύγει, εμβόλισε και βύθισε ένα περσικό πλοίο. Παρόλα αυτά ο Ξέρξης νόμιζε ότι βύθισε ελληνικό πλοίο και βλέποντας ταυτόχρονα την αναποτελεσματικότητα του υπόλοιπου περσικού στόλου δήλωσε: «Οι άντρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες μου άντρες».
Η ναυμαχία τελείωσε με σοβαρότατες απώλειες για τους Πέρσες: παραδίνεται ότι έχασαν τουλάχιστον 200 πλοία, και μεγάλο μέρος των πληρωμάτων τους, επειδή δεν γνώριζε κολύμπι. Αντίθετα οι Έλληνες έχασαν μόνο 40 πλοία στις συγκρούσεις. Ο Ξέρξης προφανώς από τον θρόνο του, ήταν αυτόπτης μάρτυρας της πανωλεθρίας του στόλου του.
Αμέσως μετά την μάχη, ο Ξέρξης σκέφτηκε να κατασκευάσει ξύλινη γέφυρα στα στενά της Σαλαμίνας, ώστε να περάσει ο στρατός του απέναντι στην Σαλαμίνα και να επιτεθεί στους Αθηναίους. Όμως ο ελληνικός στόλος, φρουρούσε το στενό αμέσως μετά την νίκη του και αυτό αποδείχτηκε αδύνατο.
Φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κλείσουν το Στενό του Ελλησπόντου και θα απομονώσουν τον στρατό του στην Ευρώπη, ο Ξέρξης μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του επέστρεψε στην Περσία. Άφησε τον Μαρδόνιο με επίλεκτα σώματα πεζικού και ιππικού. Όλες όμως οι περσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αττική. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον επόμενο χειμώνα στην Βοιωτία και οι Αθηναίοι βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη τους πια πόλη.
Το επόμενο έτος (-479) ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα, (ο ελληνικός συμμαχικός στρατός εξακολουθούσε να φρουρεί τον Ισθμό). Όμως οι συνασπισμένοι Έλληνες, υπό σπαρτιατική διοίκηση συμφώνησαν να προωθηθούν και να αντιμετωπίσουν τον Μαρδόνιο. Ο Μαρδόνιος και πάλι υποχώρησε προς την Βοιωτία για να εξαναγκάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν σε ανοικτό πεδίο, κοντά στην πόλη των Πλαταιών. Τελικά, με την Μάχη των Πλαταιών, οι Έλληνες πέτυχαν την τελειωτική καταστροφή των περσικών εκστρατευτικών δυνάμεων που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Την ίδια σχεδόν μέρα διεξάγονταν και η Μάχη της Μυκάλης αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του περσικού στόλου.
Πέρα όμως από τις απώλειες σε ανθρώπους και πλοία, η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι μεγάλη, γιατί αποθάρρυνε τους Πέρσες και τους έκανε να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον αγώνα για την κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, αν και διάθεταν ακόμα δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των Ελλήνων. Υπήρξε το σημείο καμπής των Περσικών πολέμων και σήμανε την αρχή του τέλους των επιθετικών συγκρούσεων των Περσών, οι οποίες απέτυχαν οριστικά με την ήττα στην Μάχη των Πλαταιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου