Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΜΕΝΩΝ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΔΑΧΘΗΚΑΜΕ
Ο νομικός και πολιτικός Αλέξανδρος Διομήδης (1875-1941) στο έργο του «βυζαντινές μελέτες» γράφει: «στο Βυζάντιο πολιτεία και εκκλησία, με απόλυτη σύμπνοια, ασκούσαν μαζί άγρυπνη αστυνόμευση της σκέψης. Χωρίς δισταγμό διωκόταν κάθε παρέκκλιση από το θρησκευτικό δόγμα. Αποκλειόταν επομένως κάθε φιλοσοφική προσπάθεια, κάθε εξήγηση του μυστηρίου της ζωής και των διαφόρων φαινομένων εξερχομένη των επιτρεπτών ορίων, όπως και κάθε αναζήτηση της αλήθειας άλλης από εκείνη την οποίαν έδωσε η Αποκάλυψη, όπως καθόρησαν αυτή οι Θεόπνευστες Οικουμενικές Σύνοδοι! Έτσι η φιλοσοφία και η φιλολογία έγιναν ταπεινές υπηρέτριες της θεολογίας και των αρχαίων φιλοσόφων και συγγραφέων τις ιδέες ξάπλωναν, θέλοντας και μη, στο κρεβάτι του θεοκρατικού Προκρούστη, για να τις κόψουν πάνω στα μέτρα που επιβάλει ο καλογερικός φανατισμός».
Με βάση αυτήν την σκέψη θεσπίστηκαν τα επιτίμια, οι κατάρες, τα αναθέματα και οι αφορισμοί από το ιερατείο.
Χόρτασε η Ελλάδα από χριστιανική αγάπη. Η επανάσταση του 1821 ήταν επανάσταση και κατά του δυνάστη κλήρου που βασάνιζε τους Έλληνες πιο πολύ από τους τούρκους, γιατί έχανε την εξουσία της θεομανίας. Οι ακαδημαϊκοί και οι ειδικοί ιστορικοί σιωπούν, διότι η Εκκλησία απαγορεύει να μάθουν οι Έλληνες την ιστορία τους. Δεν θέλει να μάθουν πόσο μισητοί ήταν οι ιερωμένοι στους ραγιάδες, που τους αφάνιζαν και τους τυραννούσαν, προκειμένου να εισπράξουν το χαράτσι που μοιράζονταν με τους τούρκους. Και τότε νομίζω ότι δεν θα έχουν και τόσο καλή τύχη.
«Οι καλόγεροι με τα όργια τους δημιουργούσαν μεγάλα σκάνδαλα. Με τις αγυρτείες τους ξεγελούσαν τις γυναίκες και έπαιρναν από αυτές ότι είχαν και δεν είχαν, και από τους αγρότες έπαιρναν τα χωράφια και το βιός τους ακόμα» (Αλέξανδρος Διομήδης «Βυζαντινές Μελέτες»). 
Ο Οικονόμου Ιωάννης στο βιβλίο του «Λαρισαίου Επιστολές», που περιέχει επιστολές διαφόρων λογίων και κληρικών για το χρονικό διάστημα 1835 έως 1857, αναφέρει: «Ο Τούρκος Βελή πασάς [Αλή πασάς] των Ιωαννίνων πληροφορήθηκε την διαγωγή του ιεράρχη, τους εξαναγκασμούς και τις πιέσεις του Πολύκαρπου, συγκινήθηκε και για να γλυτώσει τους Έλληνες από την τυραννία (!!!) έστειλε επιστολή στον πατριάρχη Κύριλλο το 1813 και του ζητούσε να απομακρύνει τον απάνθρωπο δεσπότη που βασάνιζε τους ραγιάδες του θεσσαλικού κάμπου». Η επιστολή έλεγε: «Και επειδή, καθώς  προείπαμεν, από τις καιρικές περιστάσεις δεν έχουν δύναμη να πληρώσουν, παρακαλούν όλοι οι ραγιάδες, καθώς βεβαιώνεστε και από την αναφορά που σας έστειλαν, ζητούν να διορισθεί στη Λάρισα ένας αρχιεπίσκοπος, που να γνωρίζει το χάλι στο οποίο έφθασε αυτή η επαρχία και να είναι φρόνιμος και με καλά προτερήματα. Επομένως κατά την υποχρέωσή σας πρέπει να τον μεταθέσετε, διότι δεν είναι μόνο δύσκολο αλλά και αδύνατον για να ζήσουν μαζί του». Ο θλιβερός Πατριάρχης Κύριλλος, σκληρότερος κι από τον Αλβανό Βελή πασά, παρέμεινε ασυγκίνητος από τα δεινά και την φτώχεια των Ελλήνων ραγιάδων. Ο Πατριάρχης αδίσταχτα πήρε το μέρος του Πολύκαρπου και απάντησε ότι, « η θέση επιβαρύνθηκε εδώ και πολλά χρόνια με τις εκ των περιστάσεων συχνές μεταλλαγές τεσσάρων μητροπολιτών, όπου καθώς το γνωρίζει και το γράφει η υψηλότης σου, ότι οι αλλαγές προξενούν βάρη και θλίψεις στους φτωχούς ραγιάδες οι οποίοι δεν πρέπει να διαμαρτύρονται… Ας αριθμήσουμε και την πολλήν ακρίβεια και την τιμήν όλων των πραγμάτων… και για να ζει ένας μητροπολίτης με τους ανθρώπους του και με τα αναγκαία έξοδα και με αξιοπρέπεια, πρέπει να ζει και έχει χρέος να διαφυλάξει την υπόληψη του… και η μεγαλόνοια της υψηλότητας σου μπορεί να το συμπεράνει».
Από τα γραφόμενα του Πατριάρχη φαίνεται πόσο αδιαφορούσαν οι μεγιστάνες ρασοφόροι για τον κατατρεγμένο και τον φτωχό ραγιά. Για να ζει ο δεσπότης πλουσιοπάροχα έπρεπε να πεθάνουν όλοι οι Έλληνες του θεσσαλικού κάμπου.
Ο βυζαντινολόγος Γυμνασιάρχης και καθηγητής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Βασίλειος Μυστακίδης (1859-1933), στο έργο του «Εκκλησιαστική Αλήθεια», κάνει εκτενείς αναφορές για την κοινή συνεργασία των Ελλήνων ιεραρχών με των Αλή Πασά στα χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου, όπως δείχνει και το γράμμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων προς τον Αλή πασά, που γράφτηκε με τις υποδείξεις και τις προτροπές των μητροπολιτών Καστοριάς, Γρεβενών και Σισανίου, περιοχών δηλαδή της επικράτειας του πριν την επανάσταση του 1821. Ο Β. Μυστακίδης επισημαίνει πως με το γράμμα του ο Πατριάρχης «υμνολογεί και επαινεί τον δήμιο της Ηπείρου, τον ευλογεί και παρακαλεί τον Θεό να φυλάγει την ζωή του ως κόρην οφθαλμού… Η συμπαράσταση τους προς τον τύραννο και η σύμπραξη μαζί του δεν περιορίζονταν μόνο σε ευχές και ύμνους. Εκδηλώνονταν  δυναμικότερα με συμβουλές και υποδείξεις προς τον δυνάστη, με αφορισμούς, αναθέματα και φοβέρες προς το ποίμνιο, και με κάθε είδους συμπράξεις και συμμαχίες προς τους τοπικούς πασάδες και τους κοτζαμπάσηδες».
Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1771-1838) γράφει: «Οι δεσποτάδες ήταν μισητοί στο λαό, λόγω των σκληρών μέτρων που εφάρμοζαν για να εισπράξουν τα βαριά τακτικά ή έκτακτα χαράτσια, που κάθε τόσο επέβαλαν στο ποίμνιό τους. Τα χαράτσια αυτά τα αποκαλούσαν δοσίματα, ήταν υποχρεωτικά και για την είσπραξή τους οι κληρικοί επικαλούνταν και την επέμβαση των τούρκων και την βαρβαρότητα των γενιτσάρων. Γι’ αυτό και ο λαός έβλεπε τους ιεράρχες σαν ανθρώπους των τούρκων και όργανα της τυραννίας. Συμπαθούσαν όμως οι φτωχοί ραγιάδες τους απλούς παπάδες. Τους θεωρούσαν φυσικούς φίλους τους, γιατί ήταν κι αυτοί οικογενειάρχες, αγρότες και φτωχοί. Βέβαια δεν τους διδάσκουν τίποτε οι παπάδες. Τους παρηγορούν όμως με την παρουσία τους, συμμερίζονται τα βάσανα τους και ιδροκοπούν μαζί τους στις καθημερινές δοκιμασίες. Οι δεσποτάδες, για να γίνουν πιο αγαπητοί στον σουλτάνο και στους κατά τόπους τούρκους σατράπες, συντάσσονται απόλυτα με το μέρος τους, τους εξυμνούν, τους κολακεύουν, και φθάνουν στο σημείο να τους θεωρούν και να τους αποκαλούν «θεόθεν πεμφθέντες βασιλείς προς ευεργεσίαν και λύτρωση της ανθρωπότητας» και ιδιαίτερα των ραγιάδων. Συγκροτούν μεταξύ τους οι ιεράρχες δίκτυο συνεργασίας για την από κοινού προβολή και κολακεία του σουλτάνου και των κατά τόπους πασάδων και ισχυρών Οθωμανών, αποβλέποντας και οι ίδιοι στην απόκτηση εύνοιας και στην κάρπωση ιδίων ωφελημάτων από τις κολακείες τους».
Ο Πατριάρχης Διονύσιος (1671-1673) και ο Άνθιμος ΣΤ’ (1854), όπως μας βεβαιώνει ο Γάλλος περιηγητής J. Galland (1747) και ο Π. Καρολίδης στην Ιστορία του, «δέονταν στον Θεό και παρακαλούσαν τον Ύψιστο για τον σουλτάνο, για την νίκη των τούρκικων όπλων και τον αφανισμό των σκλάβων Ελλήνων, που αγωνίζονταν τότε για την λευτεριά τους στον καιρό της Ηπειροθεσσαλικής επανάστασης».
Η ελληνική εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» της 16.5.1836 γράφει για το ιερατείο: «Ας θυμηθούμε τι ήταν επί τουρκικής τυραννίας οι ιεράρχες μας. Αν εξαιρέσουμε πολύ λίγους, όλοι οι άλλοι ήταν δεσπότες, τύραννοι των χριστιανών. Ψηφίζονταν αρχιερείς, όχι κατ’ εκλογήν αρετής και παιδείας, αλλά με κολακείες και δουλοκότητα, και με παχιές προσφορές χρημάτων. Αρπάζοντας έτσι την ποιμαντική ράβδο φορολογούσαν άσπλαχνα το δυστυχισμένο ποίμνιο τους. Πουλούσαν καπηλικά την ιεροδιακονία και ιεροσύνη, τους εγκαινιασμούς και αγιασμούς τις λειτουργίες και όλες τις υπέρ των χριστιανών γινόμενες τελετές. Έκαναν με βαρεία χρηματική ποινή τους σκληρούς εκείνους απάνθρωπους αφορισμούς, περιφρονούσαν την παιδεία και κατάτρεχαν τους μορφωμένους».
Ο Μανουήλ Κομνηνός Α’ ο Παφλαγόνας (1143-1180) («Ελληνική Πατρολογία» 65, Ταφέλ) μιλώντας για τους αγίους της Κωνσταντινούπολης τους χαρακτήρισε: «Φαραωνική πανούκλα, που μολύνει την Ελλάδα. Καταστροφικοί μοναχοί, υποκριτές, κοσμικοί αφέντες, έτρωγαν σαν γουρούνια και ήταν εχθροί των γραμμάτων».
Πολλοί χρονογράφοι στις περιγραφές τους για τους καλογέρους δίνουν την πραγματική τους εικόνα. Και όμως έχουν την αναίδεια να εμφανίζονται σαν σωτήρες της Ελλάδας.
Από το βιβλίο «Το Ολοκαύτωμα Του Ελληνισμού» του Στρατηγού και συγγραφέως κ. Γερ. Καλογεράκη, εκδ. Δίον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου