Ελληνικός
Στρατός 1913 – Στρυμόνας ποταμός
|
Οι διαφορές της Βουλγαρίας με την Ελλάδα ήταν ακόμη πιο περίπλοκες. Χωρίς καμία συμφωνία για τη διανομή εδαφών και με πρόθεση για κυριαρχία στη Μακεδονία και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, οι δύο κατ' ανάγκη σύμμαχοι ήταν έτοιμοι για μια νέα αντιπαράθεση. Είχε προηγηθεί η σύγκρουση αντάρτικων μονάδων μερικά χρόνια νωρίτερα εντός της Οθωμανικής τότε επικράτειας με κυρίαρχη τη λυσσαλέα μάχη στον βάλτο των Γιαννιτσών. Η Βουλγαρία επιθυμούσε την επιστροφή στη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου του 1878 και η Ελλάδα στην απελευθέρωση όσο περισσότερων εδαφών που κυριαρχούσαν ελληνικοί πληθυσμοί. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι συνασπίστηκαν ακόμη μία φορά για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τη Βουλγαρική απειλή που μετά τη κατάρρευση των Τούρκων ήρθε και πάλι στο προσκήνιο. Οι στρατοί και των τριών χωρών ήταν έτοιμοι, εμπειροπόλεμοι και με ακμαίο ηθικό. Ο νέος επερχόμενος πόλεμος δε θα έμοιαζε σε καμία περίπτωση με τον προηγούμενο που οι Τούρκοι οπισθοχωρούσαν εύκολα. Η κάθε σπιθαμή εδάφους θα κερδιζόταν με πεισματικό αγώνα και πολύ αίμα!
Η ΜΑΧΗ
Χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, ούτε καν προειδοποίηση, οι Βουλγαρικές ένοπλες δυνάμεις επιτέθηκαν τη νύχτα της 16ης προς 17ης Ιουνίου 1913 ταυτόχρονα στις προφυλακές του Ελληνικού και Σερβικού στρατού. Η ταυτόχρονη αυτή επίθεση εναντίον δύο αντιπάλων φανέρωνε την υπεροψία των Βουλγάρων επιτελών καθώς και το ριψοκίνδυνο του όλου εγχειρήματος τους. Για τη προσβολή του ελληνικού στρατού η Βουλγαρία διέθεσε τη 2η Στρατιά υπό τον στρατηγό Ιβανώφ που ήταν αναπτυγμένη στις θέσεις Δοϊράνη-Κιλκίς-Λαχανάς- Ελευθερούπολη. Η δύναμη των Βουλγάρων ήταν γύρω στις εκατό χιλιάδες άντρες χωρισμένοι σε 59 τάγματα πεζικού και 14 ίλες ιππικού, υποστηριζόμενοι από 175 πυροβόλα. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είχε προλάβει τις εξελίξεις και τις προηγούμενες μέρες είχε προωθήσει και παρατάξει τον στρατό σε κατάλληλες θέσεις τόσο για να αποκρούσει την αναμενόμενη (λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης στρατού στα σύνορα) βουλγαρική επίθεση, όσο και για να περάσει στην αντεπίθεση ώστε να ελευθερώσει την ανατολική Μακεδονία και να την εντάξει στον εθνικό κορμό. Εκατόν δέκα εφτά χιλιάδες άντρες, χωρισμένοι σε 73 τάγματα πεζικού και 7 ίλες ιππικού, υποστηριζόμενοι από 176 πεδινά και ορεινά πυροβόλα είχαν αναπτυχθεί ακολουθώντας μια υποδειγματική, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, κινητοποίηση. Ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν σε τέτοιο επίπεδο ετοιμότητας και κινητοποίησης που αντεπιτέθηκε αμέσως αναγκάζοντας τους αντιπάλους σε στατική άμυνα. Η επίθεση των Ελλήνων ήταν σφοδρή και σε όλο το μέτωπο ταυτόχρονα καθώς οι επιτελείς του στρατού έδειξαν υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού που εξασφάλισαν άριστη εποπτεία του πεδίου μάχης καθώς και διοικητικής μέριμνας.
Οι 2η, 3η, 4η, 5η μεραρχίες ξεκίνησαν από τη γραμμή Λητή - Αγιονέρι με κατεύθυνση το Κιλκίς. Η 6η από Άσσηρο και η 1η από Προφήτη κατευθύνθηκαν προς Λαχανά. Στη δεξιά πλευρά η 7η από Αρέθουσα προέλασε προς Νιγρίτα και από τη δεξιά η 10η από γέφυρα Γουμένιτσας (Αξιός ποταμός) προς λίμνη Αρτζάν. Στις 8 το πρωί της 19ης Ιουνίου οι τέσσερις μεραρχίες που προωθούνται προς τη κατάληψη του Κιλκίς έρχονται σε επαφή με τις αμυντικές δυνάμεις των Βούλγαρων που βρίσκονται στη πρώτη αμυντική γραμμή Πέρινθος- Μαυρονέρι - Νέο Γυναικοχώρι. Η μάχη γενικεύεται και παρά τις απώλειες από τα πυκνά πυρά των αντιπάλων, οι ελληνικές μονάδες απωθούν τους αντιπάλους και τους αναγκάζουν να οπισθοχωρήσουν. Το μεσημέρι πραγματοποιείται η επίθεση στη προωθημένη αμυντική τοποθεσία του Λαχανά με τα ίδια αποτελέσματα. Παρά τις μεγάλες απώλειες, οι Έλληνες ανάγκασαν τους Βούλγαρους να οπισθοχωρήσουν στη κύρια αμυντική τους θέση. Οι μεραρχίες στα άκρα της παράταξης (7η και 10η) επικράτησαν και ανέτρεψαν οριστικά την αντίσταση των εχθρών στη στενωπό Σκεπαστού και στο Αρτζάν.
Την επόμενη μέρα οι μάχες συνεχίστηκαν με την ίδια σφοδρότητα. Οι Βούλγαροι αντιστεκόταν πεισματικά στις λυσσαλέες επιθέσεις του ελληνικού στρατού. Τα εδαφικά κέρδη ήταν πενιχρά. Τα πυκνά πυρά των Βουλγάρων καθώς και η έλλειψη επαρκούς κάλυψης πυροβολικού του ελληνικού στρατού, ανάγκασε το πεζικό να καθηλωθεί στις θέσεις του. Η μόνη αλλαγή στο μέτωπο ήταν η κατάληψη της Νιγρίτας από την 7η μεραρχία. Μία κίνηση υπερκερασμού όλης της αμυντικής παράταξης του Βουλγαρικού σχεδιασμού που από μόνη της όμως δεν θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα. Το κύριο σώμα στρατού θα έπρεπε να προωθηθεί πάση θυσία ώστε η κίνηση της 7ης να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Στις 3:30 το πρωί της 21ης Ιουνίου 1913 ξεκίνησε η γενικευμένη επίθεση κατά της πόλης του Κιλκίς. Οι μεραρχίες 3η, 4η, 5η μάχονται στα περίχωρα της πόλης κάτω από τις συνεχείς βολές του αντίπαλου πυροβολικού. Η 2η μπαίνει στην ίδια την πόλη και τα συντάγματα 1ο και 7ο καταλαμβάνουν την πρώτη αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στις 4:10 το πρωί. Η επίθεση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και με τρομακτικές απώλειες και από τις δύο πλευρές και με εφόρμηση εφ' όπλου λόγχης, καταλαμβάνεται και η δεύτερη αμυντική γραμμή μέχρι τις 5:00 το πρωί. Το 3ο σύνταγμα εμπλέκεται στη μάχη πλέον και αποκρούει τις σφοδρές αντεπιθέσεις των αντιπάλων και με συντονισμένες επιθέσεις η πόλη καταλαμβάνεται στις11:00 το πρωί. Μέσα σε λίγη ώρα η Ελληνική Σημαία κυματίζει περήφανα στον λόφο του Αγ. Γεωργίου και ο Βουλγαρικός στρατός υποχωρεί αλλά με σχετική τάξη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΗΡΩΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου