Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Ένας από τους μύθους της νεοελληνικής ιδεολογίας είναι η περιβόητη «συνέχεια» αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και βυζαντινού χριστιανισμού. Όμως τέτοια συνέχεια δεν υπήρξε, αλλά αντιθέτως μεταξύ των δύο κόσμων υπήρξε ρήγμα, τομή, χάσμα.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον βυζαντινό χριστιανισμό είναι η αντιπαλότητα και η εχθρότητα κατά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του. Το εκπληκτικό όμως εν προκειμένω είναι το γεγονός πως το Βυζάντιο δεν υπέταξε τους Έλληνες και τους Εθνικούς μετά από πόλεμο, ούτε άλλωστε αυτοί εξεγέρθηκαν εναντίον του. Όμως η βυζαντινή αυτοκρατορική και εκκλησιαστική εξουσία τούς έχρισε αυθαιρέτως και δογματικώς αντιπάλους και εχθρούς επειδή ήταν αντιπρόσωποι ενός διαφορετικού πολιτισμού και κόσμου, οι οποίοι ήταν εντελώς ξένοι προς την αντίληψή τους. Η χριστιανική ιδεολογία της μοναδικής αλήθειας και της μοναδικής θρησκείας δεν είχε τις έννοιες της ανεκτικότητας, του ανθρωπισμού και της ελευθερίας, δεν μπόρεσε να ανεχθεί την πνευματική διαφορά και πολιτισμική δύναμη του ελληνικού πολιτισμού. Το γεγονός αυτό και μόνο αρκεί για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά του βυζαντινού εξουσιαστικού χριστιανισμού ως βάρβαρη.
Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί χριστιανοί είναι ειλικρινείς, και το δηλώνουν σαφώς και ευθαρσώς: η αρχαιοελληνική παιδεία δεν αποτελεί συνέχεια της δικής τους, αλλά είναι κάτι το ξένο γι’ αυτούς, κάτι το εξωτερικό (ἔξωθεν ἢ θύραθεν). Είναι όμως αναγκασμένοι να την αντιμετωπίζουν αφ’ενός, διότι είναι η μοναδική παιδεία που υπάρχει και από αυτήν μαθαίνουν γράμματα και, αφ’ετέρου, τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο, ως θεραπαινίδα της θεολογίας, αφυδατωμένη από τα ουσιαστικά μηνύματα της ισότητας, της ελευθερίας, της αμφισβήτησης, της πολιτικής δικαιοσύνης, της φιλοσοφικής διερώτησης, της πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατίας.
Όμως όχι μόνο οι χριστιανοί είναι εχθρικοί κατά των Ελλήνων και της ελληνικής κουλτούρας, αλλά και οι Έλληνες, οι Εθνικοί, καταφέρονταν κατά των χριστιανών και της θρησκείας τους. Η αντίθεση αυτή των Ελλήνων και των Εθνικών εν γένει στη χριστιανική κουλτούρα είναι μία πτυχή που σπανίως αναφέρεται. Ήδη ο εκλεκτικός φιλόσοφος Κέλσος το 178 μ.Χ. με το έργο του «Αληθής λόγος» θεωρεί το χριστιανικό δόγμα προϊόν βάρβαρης και απολίτιστης σκέψεως. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος, που ζούσε την άνοδο της χριστιανικής θρησκείας τον 3ο αιώνα μ.Χ., στο δεκαπεντάτομο έργο του «Κατά Χριστιανών», έγραφε πως μόνο άρρωστες ψυχές είχαν την ανάγκη του χριστιανισμού.
Επίσης, ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) άσκησε κριτική στον χριστιανισμό και προσπάθησε να επαναφέρει την αρχαιοελληνική θρησκεία. Ο Εθνικός Λιβάνιος (314-393 μ.Χ.), διδάσκαλος στην Αντιόχεια του Ιουλιανού, του Αμμιανού Μαρκελίνου και των χριστιανών θεολόγων Βασιλείου και Ιωάννη, ήταν αντίθετος με τη δογματική σκέψη του χριστιανισμού. Περίπου δύο αιώνες μετά, ο Δαμάσκιος, στη «Φιλόσοφο Ιστορία» του αντιμετωπίζει τον χριστιανισμό ως ένα από τα συμπτώματα της γενικής παρακμής σε μια εποχή μεγάλης βίας. Ο Δαμάσκιος ήταν ο τελευταίος σχολάρχης της πλατωνικής Ακαδημίας, όταν το 529 μ.Χ. την έκλεισε ο χριστιανός Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, και κατέφυγε με άλλους φιλοσόφους στην αυλή του Πέρση ηγεμόνα.
Δεν υπήρξε λοιπόν καμία συνέχεια, παρά χάσμα και άβυσσος μεταξύ των δύο περιόδων. Τον μύθο της «συνέχειας» κατασκεύασαν εκ των υστέρων οι νεοέλληνες χριστιανοί εθνικιστές για να συγκαλύψουν την ιστορική αλήθεια και για να εξωραΐσουν την Εκκλησία από τον αρνητικό και υπονομευτικό ρόλο της κατά την Επανάσταση του 1821.
Του Γιώργου Ν. Οικονόμου Δρ Φιλοσοφίας. 
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Μύθοι και πραγματικότητα για το Βυζάντιο», εκδ. Εξάρχεια, 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου