ο αγαπημένος της βροχής, κι οι ορεσίβιοι κρίνοι.
Κι η Ζηνοφίλα, άνθος μες στα άνθη ωραίο, του Έρωτα δοσμένη,
ρόδο γλυκό της γοητείας, άνθισε κι εκείνη.
Γιατί να επαίρεσθε, λιβάδια, για την άνθινή σας κόμη;
Στα ηδύπνοα ανάμεσα άνθη η κόρη πρώτη παραμένει.
νάρκισσος, θάλλει δ᾽ οὐρεσίφοιτα κρίνα·
ἤδη δ᾽ ἡ φιλέραστος, ἐν ἄνθεσιν ὥριμον ἄνθος,
Ζηνοφίλα Πειθοῦς ἡδὺ τέθηλε ῥόδον.
λειμῶνες, τί μάταια κόμαις ἔπι φαιδρὰ γελᾶτε;
ἁ γὰρ παῖς κρέσσων ἁδυπνόων στεφάνων.
---
μυρτιά θα πλέξω και μαζί κρίνο αναγαλλιασμένο
και κρόκο ηδυπαθή θα πλέξω κι από τα άλλα θα διαλέξω
υάκινθο πορφυρό με ρόδο ερωτικό να πλέξω.
Και στης μυρόπνοης Ηλιοδώρας τους κροτάφους αφημένο
με άνθη θα ραίνει το στεφάνι την ωραία της κόμη.
νάρκισσον, πλέξω καὶ τὰ γελῶντα κρίνα,
πλέξω καὶ κρόκον ἡδύν· ἐπιπλέξω δ᾽ ὑάκινθον
πορφυρέην, πλέξω καὶ φιλέραστα ῥόδα,
ὡς ἂν ἐπὶ κροτάφοις μυροβοστρύχου Ἡλιοδώρας
εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος.
---
Η Χαριτώ χρόνων εξήντα πλήρεις κύκλους τώρα κλείνει
και τα σγουρά μαύρα μαλλιά της όπως πριν κρατιούνται·
σαν αλαβάστρινα χωνάκια ολόστητα τα δυο της στήθια
ακόμα δεν χρειάζονται στηθόδεσμου βοήθεια·
κι απ᾽ το αρυτίδωτό της δέρμα η αμβροσία κι η σαγήνη
στάζουν ακόμα, στάζουν και χαρίτων μυριάδες.
Όσοι εραστές μπροστά σε φλογισμένους πόθους δεν πτοούνται
ας σπεύσουν, λησμονώντας των ετών της τις δεκάδες
ἀλλ᾽ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ᾽ ἀμβροσίην, ἔτι πειθώ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ᾽, ἐρασταί,
δεῦρ᾽ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
---
λέει πως βελών ολόκληρη φαρέτρα έχει αδειάσει
πάνω του· το ίδιο κι η κομμένη ανάσα και η άστατη λαλιά της
κι οι πονεμένοι κύκλοι γύρω από τα βλέφαρά της.
Εμπρός, Πόθοι, στο όνομα της μητέρας σας της Αφροδίτης,
την άθλια αναφλέξτε, ώσπου «Φλέγομαι» να κραυγάσει.
κέκραγεν ὡς βελέων δεξάμενον φαρέτρην,
καὶ φάσις ἀστατέουσα καὶ ἄστατος ἄσθματος ὁρμή
καὶ κοῖλαι βλεφάρων ἰοτυπεῖς βάσιες.
ἀλλά, Πόθοι, πρὸς μητρὸς ἐυστεφάνου Κυθερείης,
φλέξατε τὴν ἀπιθῆ, μέχρις ἐρεῖ· «Φλέγομαι».
---
το άγγιγμα της κιθάρας κι η ύπουλη μικρή φωτιά της,
ψυχή μου, θα σε κάψει· μη ρωτάς πώς, πότε ή ποια η αιτία·
θα μάθεις τότε, όταν θα γίνεις παρανάλωμά της.
Ξανθίππης καὶ πῦρ ἄρτι καταρχόμενον,
ὦ ψυχή, φλέξει σε· τὸ δ᾽ ἐκ τίνος ἢ πότε καὶ πῶς
οὐκ οἶδα· γνώσῃ, δύσμορε, τυφομένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου