Ο Οδυσσέας, ο οποίος έχει φτάσει στα νησιά των Φαιάκων, συνεχίζει, στο παλάτι του Αλκίνοου, την εξιστόρηση των περιπλανήσεών του στα δέκα χρόνια που έχουν περάσει από την άλωση της Τροίας.
Η προηγούμενη ραψωδία έκλεισε με την περιπέτειά του στο νησί της Κίρκης. Εκεί, την ώρα που ο Οδυσσέας άκουγε την ίδια την Κίρκη να του λέει ότι αυτός και οι σύντροφοί του μπορούν να εγκαταλείψουν το νησί της, την ίδια ώρα μάθαινε -πάλι από την Κίρκη- ότι ο δρόμος της επιστροφής στην Ιθάκη περνάει υποχρεωτικά από τον κόσμο των νεκρών, όπου ο ήρωας θα συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και θα του ζητήσει να τον συμβουλέψει.
Η κάθοδος στον Άδη συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας, στην εξιστόρηση του οποίου αφιερώνεται μια ολόκληρη ραψωδία, που οι Αλεξανδρινοί της έδωσαν εύστοχα τον τίτλο Νέκυια.
Ο ήρωας, αφήνοντας να τον οδηγήσει ο άνεμος, όπως του είχε υποδείξει η Κίρκη, και ακολουθώντας με τελετουργική αυστηρότητα και τις άλλες υποδείξεις της (σπονδές, τάματα, θυσίες), πέρασε το όριο της ζωής και του θανάτου και βρέθηκε στον χώρο των νεκρών. Εκεί συναντάει αρχικά τις ψυχές του Ελπήνορα, του Τειρεσία και της μητέρας του της Αντίκλειας, έπειτα 14 γυναικείες ηρωικές μορφές, έπειτα τρεις ήρωες του Τρωικού πολέμου (τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα) και, τέλος, έξι ήρωες του απώτερου παρελθόντος με έσχατο τον Ηρακλή.
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
Ὀδύσσεια λ 465-491
Οι δυό μας, (O
Οδυσσέας
και η ψυχή του Αγαμέμνονα.) συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας, 465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου, (O
Αντίλοχος ήταν γιος του Νέστορα·
σκοτώθηκε στην Τροία από τον Μέμνονα.)
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα. 470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη (Αιακίδης
ονομάζεται ο Αχιλλέας επειδή ήταν
εγγονός του Αιακού.) η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά (ἔπεα πτερόεντα):
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα 475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη. 480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς, 485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο (Χωρίς
κλήρο γης.) πια που να μην έχει και μεγάλο βιος, 490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
Απόδοση: Δ. Ν. Μαρωνίτης
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
http://www.greek-language.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου