Η Αίθρα ήταν η μητέρα του Θησέα. Κόρη του Πιτθέα,
βασιλιά της Τροιζήνας. Ο Αιγέας, γυρίζοντας από τους Δελφούς, πέρασε από
εκεί, και ο Πιτθέας «τον διηπάτησε» (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, Βίος ΘΗΣΕΩΣ, 3.4) ώστε να συνευρεθεί με την κόρη του την
Αίθρα και να αποκτήσει από αυτόν έναν γιο, τον Θησέα. Ο Θησέας όταν ήταν παιδί,
θαύμαζε τον
ΗΡΑΚΛΗ. Η Αίθρα αυτή
βρίσκεται, γερόντισσα πλέον, να είναι θεραπαινίδα της Ελένης, στην Τροία. Η Αίθρα (μητέρα του Θησέα) και η Αλκμήνη (μητέρα του Ηρακλή) ήταν ξαδέλφες.
Ο Πιτθέας (πατερας της Αίθρας και η Λυσιδίκη η
μητέρα της Αλκμήνης ήταν αδέλφια, παιδιά της Ιπποδάμειας και του Πέλοπα. Ο Θησέας δηλαδή και ο Ηρακλής ήταν δεύτερα ξαδέλφια.
mikrosapoplous.gr
Στη
νήσο Σφαιρία (Πόρο), όπου η Αίθρα είχε πάει με εντολή της Αθηνάς, να προσφέρει χοές στον τάφο του Σφαίρου (ηνίοχου του Πέλοπα), ήρθε σε επαφή με τον Ποσειδώνα. Στον μύθο αυτόν στηρίζεται η θεϊκή καταγωγή
του Θησέα. Η Αίθρα έκτισε στη Σφαιρία ναό προς τιμή της θεάς Αθηνάς,
καθιστώντας τη νήσο ιερή και δημιουργώντας νόμο (έθιμο) οι παρθένες να αφιερώνουν
εκεί τη ζώνη τους πριν παντρευτούν.
Αργότερα ο γιος της Αίθρας, ο Θησέας με τον φίλο του, τον Θεσσαλό ήρωα
Πειρίθοο, άρπαξαν την ωραία Ελένη, αδελφή των Διοσκούρων, Κάστορα και Πολυδεύκη, από τη Σπάρτη, πριν την παντρευτεί ο Μενέλαος.
Εγκατέστησε την Ελένη για λόγους ασφάλειας στις Αφίδνες, στο σπίτι του φίλου
του Αφίδνου κι έβαλε κοντά της τη μητέρα του, την Αίθρα. Αλλά, όταν οι Θησέας και Πειρίθοος κατέβηκαν
στον Άδη να αρπάξουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι βρήκαν ευκαιρία να
πάρουν πίσω στη Σπάρτη την αδελφή τους και μαζί της την Αίθρα.
Όταν ο Πάρις απήγαγε στην Τροία την Ελένη, πήρε μαζί και την Αίθρα.
Όταν οι Αχαιοί κατέλαβαν την πόλη, την αναγνώρισαν και την απελευθέρωσαν οι
εγγονοί της, γιοί του Θησέα, Ακάμας και Δημοφών. Ο πρόωρος θάνατος των εγγονών της οδήγησε την Αίθρα στην αυτοκτονία.
Ο αστεροειδής 132
Αίθρα (132 Aethra), που ανακαλύφθηκε το 1873, πήρε το όνομά του από τη
μητέρα του Θησέα.
Από τη Βικιπαίδεια.
1 σχόλιο:
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Βίος Θησέως :
[3.1] Θησέως τὸ μὲν πατρῷον γένος εἰς Ἐρεχθέα καὶ τοὺς πρώτους αὐτόχθονας ἀνήκει, τῷ δὲ μητρῴῳ Πελοπίδης ἦν. Πέλοψ γὰρ οὐ χρημάτων πλήθει μᾶλλον ἢ παίδων μέγιστον ἴσχυσε τῶν ἐν Πελοποννήσῳ βασιλέων, πολλὰς μὲν ἐκδόμενος θυγατέρας τοῖς ἀρίστοις, πολλοὺς δὲ ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἐγκατασπείρας ἄρχοντας· ὧν εἷς γενόμενοςΠιτθεύς, ὁ Θησέως πάππος, πόλιν μὲν οὐ μεγάλην τὴν Τροιζηνίων ᾤκισε, δόξαν δὲ μάλιστα πάντων ὡς ἀνὴρ λόγιος ἐν τοῖς τότε καὶ σοφώτατος ἔσχεν.
[3.2] ἦν δὲ τῆς σοφίας ἐκείνης τοιαύτη τις, ὡς ἔοικεν, ἰδέα καὶ δύναμις, οἵᾳ χρησάμενος Ἡσίοδος εὐδοκίμει μάλιστα περὶ τὰς ἐν τοῖς Ἔργοις γνωμολογίας. καὶ μίαν γε τούτων ἐκείνην λέγουσι Πιτθέως εἶναι,
μισθὸς δ᾽ ἀνδρὶ φίλῳ εἰρημένος ἄρκιος ἔστω.
τοῦτο μὲν οὖν καὶ Ἀριστοτέλης ὁ φιλόσοφος εἴρηκεν, ὁ δ᾽ Εὐριπίδης, τὸν Ἱππόλυτον ἁγνοῦ Πιτθέως παίδευμα προσειπών, ἐμφαίνει τὴν περὶ τὸν Πιτθέα δόξαν.
[3.3] Αἰγεῖ δὲ παίδων δεομένῳ τὴν Πυθίαν ἀνελεῖν λέγουσι τὸν θρυλούμενον χρησμόν, διακελευομένην μηδεμιᾷ γυναικὶ συγγενέσθαι πρὶν ἐλθεῖν εἰς Ἀθήνας, οὐ πάνυ δὲ τοῦτο φράζειν εὐδήλως δοκοῦσαν· ὅθεν εἰς Τροιζῆτα παρελθὼν ἀνεκοινοῦτο Πιτθεῖ τὴν τοῦ θεοῦ φωνὴν οὕτως ἔχουσαν·
ἀσκοῦ τὸν προὔχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαῶν,
μὴ λύσῃς πρὶν δῆμον Ἀθηνέων εἰσαφικέσθαι·
ἃ δῆλον ὅτι νοήσας ὁ Πιτθεύς,
[3.4] ἔπεισεν αὐτὸν ἢ διηπάτησε τῇ Αἴθρᾳ συγγενέσθαι. συνελθὼν δὲ καὶ γνοὺς ἐκεῖνος ὅτι τῇ Πιτθέως θυγατρὶ συγγέγονε, καὶ κύειν αὐτὴν ὑπονοήσας, ἀπέλιπε ξίφος καὶ πέδιλα κρύψας ὑπὸ πέτραν μεγάλην, ἐντὸς ἔχουσαν κοιλότητα συμμέτρως ἐμπεριλαμβάνουσαν τὰ κείμενα.
[3.5] φράσας δὲ πρὸς μόνην ἐκείνην, καὶ διακελευσάμενος, ἂν υἱὸς ἐξ αὐτοῦ γένηται, καὶ λαβὼν ἀνδρὸς ἡλικίαν δυνατὸς ᾖ τὴν πέτραν ἀναστῆσαι καὶ ὑφελεῖν τὰ καταλειφθέντα, πέμπειν πρὸς αὐτὸν ἔχοντα ταῦτα μηδενὸς εἰδότος, ἀλλ᾽ ὡς ἔνεστι μάλιστα λανθάνοντα πάντας (ἰσχυρῶς γὰρ ἐδεδοίκει τοὺς Παλλαντίδας, ἐπιβουλεύοντας αὐτῷ καὶ διὰ τὴν ἀπαιδίαν καταφρονοῦντας· ἦσαν δὲ πεντήκοντα παῖδες ἐκ Πάλλαντος γεγονότες), ἀπῄει.
[4.1] τεκούσης δὲ τῆς Αἴθρας υἱόν, οἱ μὲν εὐθὺς ὀνομασθῆναι Θησέα λέγουσι διὰ τὴν τῶν γνωρισμάτων θέσιν, οἱ δὲ ὕστερον Ἀθήνησι παῖδα θεμένου τοῦ Αἰγέως αὐτόν. τρεφόμενον δὲ ὑπὸ τοῦ Πιτθέως ἐπιστάτην ἔχειν καὶ παιδαγωγὸν ὄνομα Κοννίδαν, ᾧ μέχρι νῦν Ἀθηναῖοι μιᾷ πρότερον ἡμέρᾳ τῶν Θησείων κριὸν ἐναγίζουσι, μεμνημένοι καὶ τιμῶντες πολὺ δικαιότερον ἢ Σιλανίωνα τιμῶσι καὶ Παρράσιον, εἰκόνων Θησέως γραφεῖς καὶ πλάστας γενομένους.....
[7.1] ἐτύγχανον δὲ καὶ γένους κοινωνοῦντες ἐξ ἀνεψιῶν ὄντες. Αἴθρα μὲν γὰρ ἦν Πιτθέως θυγάτηρ, Ἀλκμήνη δὲ Λυσιδίκης, Λυσιδίκη δὲ καὶ Πιτθεὺς ἀδελφοὶ γεγονότες ἐξ Ἱπποδαμείας καὶ Πέλοπος.
Δημοσίευση σχολίου