Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ

Ο Σωκράτης δεν υπήρξε μόνο κορυφαίος ηθικός φιλόσοφος. Υπήρξε παραλλήλως και ανεπανάληπτος είρων. Καθώς μας τον παρουσιάζει ο Αλκιβιάδης, σ’ όλο του τον βίο συμπεριφερόταν προς τους ανθρώπους ειρωνικά και περιπαικτικά . Η ειρωνεία ήταν για το Σωκράτη όχι μόνον τ’ αλάτι πού ‘δινε χάρη και γοητεία στο λόγο του, αλλά κυριολεκτικά ένας ξεχωριστός τρόπος της δικής του ζωής.
Σε τί συνίστατο αυτή η σταθερή ειρωνική και περιπαικτική διάθεσή του;
Θα ‘λεγα, στο φιλικό χαμόγελο και τον εμφαντικό έπαινο, που επιστράτευε για να ενθαρρύνει το συνομιλητή του, πως τάχα ευγνωμόνως αποδέχεται όσες εκείνος μόλις είχε εκστομίσει ανοησίες. Για να επακολουθήσει -κατά κανόνα- το ακαριαίο χτύπημα, με την τεκμηριωμένη ανατροπή.
Υπήρχαν όμως και φορές, που η ειρωνεία του έπαιρνε τη μορφή ζαβολιάς.
Στα νεανικά χρόνια του, όταν πρωτοσυνάντησε τον Πρωταγόρα, περιζήτητο σοφιστή, που με τη διδασκαλία του  φημιζόταν πως είχε συγκεντρώσει πλούτο μεγαλύτερο εκείνου του γλύπτη Φειδία, ο Σωκράτης εξομολογείται πως, όταν, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχε με τον Πρωταγόρα, εκείνος έκανε μια εύστοχη παρατήρηση που ενθουσίασε τους ακροατές του, τόσο που τον χειροκρότησαν, ο Σωκράτης ένιωσε ταπεινωμένος  κι αντεπιτέθηκε με σοφίσματα. Και δεν ησύχασε παρα μόνον όταν οι ακροατές τους είχαν πιά συνειδητοποιήσει τη δική του νίκη, ενώ ο Πρωταγόρας έδειξε να ντρέπεται και, κάτω από τις πιέσεις των παρόντων, με δυσκολία πήρε την απόφαση να συνεχίσει τη συζήτηση, με την παράκληση να τον ερωτά ο Σωκράτης κι εκείνος ν’ απαντά. Οπότε ο Σωκράτης άρχισε να προσποιείται, με τη γνωστή ειρωνική διάθεσή του, διαβεβαιώνοντας ότι εκείνος συζητεί με τον Πρωταγόρα μόνο και μόνο για να ‘χει ευκαιρία να διερευνήσει ζητήματα, για τα οποία ο ίδιος κάποτε βρίσκεται τάχα σε απορία.
Όμως τις περισσότερες φορές κατέφευγε σε ζαβολιές, με το να μετέχει στη φλυαρία των σοφιστών, με δικές του σοφιστικές ανακολουθίες. Αναμένοντας από το συνομιλητή του να δείξει, αν όχι πιά πως είναι κάτοχος της γνώσης, τουλάχιστον πως έχει την ευφυΐα να εντοπίσει τις παγίδες που εκείνος του έστηνε και ν’ αποκαλύψει τη λογική ανακολουθία τους.
Προς αυτήν τη δεύτερη κατεύθυνση της ειρωνείας του, κάποτε, είπε στο Γοργία μ’ εξομολογητική επιθετικότητα: αν θα ‘σουν απ’ τη δική μου πάστα ανθρώπου, με πολλή χαρά θ’ ανέμενα να με ρωτάς εσύ. Ειδεμή παράτα με. Και ποιάς πάστας άνθρωπος είμ’ εγώ; Χαίρω να με ελέγχουν, αν τολμώ να ξεστομίζω αναλήθειες. Όμοια όπως και γλεντώ να ελέγχω εκείνους που μου σερβίρουν ανοησίες. Και μάλιστα χαίρω να μ’ ελέγχουν παρά να ελέγχω τους άλλους. Γιατί είναι πρόδηλο πως έχει μεγαλύτερη αξία το να σ’ απαλλάσσουν από τις πλάνες σου, αντί του ν’ απαλλάσσεις εσύ άλλους.
Μ’ άλλα λόγια, ο Σωκράτης πίστευε ότι η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να νικηθεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε ελέγχου. Και όργανο γι’ αυτόν το θρίαμβό της δεν είναι μόνον η μαιευτική του μέθοδος, αλλά και η ειρωνεία, με τις δυό προαναφερόμενες κατευθύνσεις της.
Είναι φανερό πως, με την ειρωνεία του, ο Σωκράτης έκρυβε τις πραγματικές σκέψεις και διαθέσεις του κάτω από μια μάσκα. Ο Αλκιβιάδης τονίζει τούτο μ’ έμφαση: βάλτε το καλά μέσ’ στην καρδιά σας, πως κανένας σας δεν τον ξέρει πραγματικά. Και τούτο, γιατί στην εξωτερική εμφάνιση παρουσιάζεται σαν ευτράπελος Σιληνός. Ενώ μέσα του πλημμυρίζει η σωφροσύνη.
Ο Βλαστός εύστοχα προωθεί αυτήν την παρατήρηση του Αλκιβιάδη ένα αποφασιστικό βήμα πιο πέρα: μέσα του ο Σωκράτης δεν είχε μόνον ακαταμάχητη σωφροσύνη. Πολύ περισσότερο τον πλημμύριζε μέσα του η ευδαιμονία της επίγνωσης πως ήταν κύριος αυτής της σωφροσύνης. Αυτή άλλωστε η ικανότητά του να είναι κάποιος κυρίαρχος του εαυτού του, ήταν για ‘κείνον η άριστη μορφή εξουσίας. Να υποτάσσει τις αυθόρμητες ροπές του και κάθε επιθυμία του στη δύναμη της σωφροσύνης.
Έχει παρατηρηθεί ότι τον ειρωνικό Σωκράτη συναντούμε μόνο στα πλατωνικά κείμενα. Όχι και σ’ εκείνα του Ξενοφώντα. Η παρατήρηση όμως δεν είναι ιδιαιτέρως πειστική. Ο διάλογος που φέρεται να διεξάγει ο Σωκράτης με τη Θεοδότη, στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, επιβεβαιώνει την ειρωνική του διάθεση  και στα -κατά κανόνα στεγνά- κείμενα του Ξενοφώντα.
Θα χρειάζονταν εκατοντάδες σελίδων για να καταχωριστούν  τα χωρία των κειμένων, όπου θριαμβεύει η σωκρατική ειρωνεία.
Νομίζω όμως ότι η περιπαικτική του διάθεση κορυφώνεται κατά τρόπο δραματικό, όσο και ανεπανάληπτα γοητευτικό, καθώς αποχαιρετίζει τους δικαστές του: Αλλά τώρα είναι βέβαια ώρα να πηγαίνουμε. Εγώ μεν στο θάνατο. Σεις δε στη ζωή. Όμως ποιοί από μας παίρνουν τον καλύτερο δρόμο, είναι άγνωστο σ’ όλους, εκτός απ’ το θεό.
Κώστας Μπέης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου