Ο στρατός έφυγε βράδυ από τη Σπάρτη και είχε ηγέτες τον στρατηγό Παυσανία και ως συστράτηγο τον Ευρυάνακτα του Δωριέα. Στον Ισθμό ενώθηκαν και άλλες δυνάμεις Πελοποννησίων, Ευβοιωτών, Αιγηνιτών και δυνάμεων από τη Δυτική Ελλάδα μαζί με τους Σπαρτιάτες. Όταν βρεθήκανε οι Έλληνες στη Μεγαρίδα, ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι κινούνται εναντίον του και αποσύρθηκε από την Αττική στην ανοικτή βοιωτική πεδιάδα, ώστε να δράσει το ιππικό του ευκολότερα. Στρατοπέδευσε βόρεια του ποταμού Ασωπού και έχτισε ένα ξύλινο οχυρό, ώστε άμα η μάχη δεν τους ευνοήσει να ανασυνταχθούν εκεί οι Πέρσες.
Στην Ελευσίνα, ενώθηκαν με το συμμαχικό στρατό, 3.000 Μεγαρείς, 8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς. Πέρασαν μέσα από τις ορεινές διαβάσεις των Ελευθέρων (σημερινό Γυφτόκαστρο) και το στενό των Δρυός Κεφαλών και έφθασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας.
Ο Παυσανίας παρέταξε τον στρατό στους πρόποδες του όρους Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, ώστε να προστατεύεται από το ιππικό τους αλλά και για να έχει στα δεξιά του το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, ώστε να ανεφοδιάζεται και να λαμβάνει ενισχύσεις. Οι Σπαρτιάτες με τους Τεγεάτες έλαβαν την δεξιά πλευρά της παράταξης, στο κέντρο οι υπόλοιποι Έλληνες, στα αριστερά οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς.
Ο Παυσανίας περίμενε την πρώτη κίνηση να την κάνει ο Μαρδόνιος και αντίστοιχα ο Πέρσης στρατηγός περίμενε τον Σπαρτιάτη να κινηθεί πρώτος. Ο μεν Παυσανίας ήθελε να αποφύγει το περσικό ιππικό και ο δε Μαρδόνιος ήθελε να το χρησιμοποιήσει ως κύριο όπλο κρούσης. Ο Μαρδόνιος για να επιτύχει να βγάλει τους Έλληνες στην πεδιάδα, έστειλε μερικές ίλες του ιππικού του εναντίον των Μεγαρέων, που είχαν στρατοπεδεύσει σε πιο πεδινό έδαφος, για να τους παρενοχλήσει. Αρχηγός τέθηκε ο Μασίστιος. Οι Μεγαρείς προσπάθησαν να συμπτύξουν το μέγεθος της παράταξης τους αλλά ο χώρος δεν τους το επέτρεπε, ταυτόχρονα πιο πολλές ίλες ιππικού και τοξοτών τους επιτίθονταν. Βλέποντας αυτή τη κατάσταση ο Παυσανίας έστειλε 300 Αθηναίους λογάδες υπό τον Ολυμπιόδωρο του Λάμπωνα να βοηθήσουν τους δοκιμαζόμενους Μεγαρείς.
Οι Αθηναίοι περικύκλωσαν μια από τις πρώτες ίλες που συγκρούστηκαν με τους Έλληνες. Εκεί ήταν ο ίδιος ο Μασίστιος στη πρώτη γραμμή. Το άλογο του σκοτώθηκε και ο ίδιος πεζός συνέχισε να μάχεται. Ένας Αθηναίος διαπέρασε, με το δόρυ του, το μάτι του Πέρση ιλάρχη και τον σκότωσε. Ακολούθησε μια μάχη, ίδια με αυτές που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου, πάνω από το σώμα του Μασίστιου. Οι Πέρσες και οι Έλληνες μάχονταν για το ποιός θα το κρατήσει. Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και οι Έλληνες κράτησαν το πτώμα και το περιέφεραν στο στρατόπεδο ως τρόπαιο της πρώτης τους νίκης.
Μετά από αυτή την αψιμαχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να στρατοπεδεύσουν πιο βορειοδυτικά, σε ένα τόπο πλούσιο σε πηγές με καθαρό νερό και με λίγους λόφους για κάλυψη από το ιππικό αλλά σαφώς πιο πεδινό. Επίσης με αυτό το τρόπο εγκατέλειπε το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, το οποίο κατέλαβαν οι Πέρσες μετά τη μετακίνηση των Ελληνικών στρατευμάτων. Στα νοτιανατολικά της νέας θέσης, προς το παραπόταμο Μολόεντα, σε έναν λόφο παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, αυτοί ήταν η δεξιά πλευρά του στρατεύματος. Στο λόφο στα βορειοδυτικά, με το όνομα Πύργος, παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς, αυτό ήταν το αριστερό κέρας της παράταξης. Ενδιάμεσα των δύο λόφων παρατάχθηκαν όλοι οι άλλοι Έλληνες, σε πιο ομαλό έδαφος. Το δεξί κέρας περιελάμβανε 10.000 Σπαρτιάτες και 1.500 Τεγεάτες. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 Κορίνθιοι, 300 Ποτειδαιάτες, 600 Αρκάδιοι Ορχομενοί, 3.000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1.000 Τροιζήνιοι, 200 Λαπρεάτες, 300 Ερμιονείς, 1.000 Φλειάσιοι, 400 Χαλκιδείς, 500 Αιγηνίτες, 200 Παλείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκαδίτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι και 600 Ερετριείς και Στυρείς. Τέλος στο αριστερό κέρας έλαβαν θέση 8.000 Αθηναίοι, 600 Πλαταιείς και 3.000 Μεγαρείς. Συνολικά έλαβαν μέρος 38.700 οπλίτες. Στην παράταξη υπήρχαν και 35.000 είλωτες ψιλοί, που στέκονταν δίπλα τους μισούς (5.000) από τους Σπαρτιάτες οπλίτες, 7 δίπλα από τον καθέναν από αυτούς, οι θέσεις των οποίων στους πολέμους ήταν πάντα αυτή. Οι ψιλοί των υπόλοιπων Σπαρτιατών και των λοιπών Ελλήνων οπλιτών ήταν 34.500 άνδρες.
Απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς παρέταξε τους 50.000 μηδίσαντες Έλληνες.
Από όλους τους μηδίσαντες Έλληνες, όταν ξεκίνησε η μάχη, οι μόνοι που πολέμησαν με μένος εναντίον των συμπατριωτών τους, ήταν οι Θηβαίοι. Μόνο αυτοί είχαν συμφέρον από μια νίκη των Περσών, όλοι οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν στη περσική εισβολή καθώς δεν μπορούσαν να αμυνθούν μόνοι τους.
Ο στρατηγός Αρτάβαζος διοικούσε την εφεδρεία των Περσών στα μετόπισθεν. Οι εισβολείς σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήταν 600.000 αλλά οι ιστορικοί τους υπολογίζουν στις 250.000.
Για δέκα μέρες οι αντίπαλοι έμειναν ακίνητοι χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Την ενδέκατη μέρα ο Θηβαίος Τιμαγενίδας έπεισε τον Μαρδόνιο να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο οι Θηβαίοι και ο Αρτάβαζος πρότειναν να υποχωρήσουν στη Θήβα για ανεφοδιασμό και να δώσουν μάχη σε άλλη τοποθεσία. Αντίθετα ο Μαρδόνιος επέμενε να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ο Αρτάβαζος υπονόμευε συνέχεια τον Μαρδόνιο και μια υποχώρηση εκείνη τη στιγμή θα μείωνε την αξία του τελευταίου και θα αύξανε την αξία του πρώτου στα μάτια του Ξέρξη. Έτσι λοιπόν αποφάσισε το επόμενο πρωί να γίνει μια γενική επίθεση στο σύνολο του ελληνικού μετώπου.
Το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος ο Α΄, πήγε στο ελληνικό στρατόπεδο και προειδοποίησε τους Έλληνες για το σχέδιο του Μαρδόνιου. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν ως ευεργέτη τους, για αυτήν του τη πράξη, ενώ οι Σπαρτιάτες τον ονόμασαν "φιλέλλην".
Μετά την πληροφόρηση από τον Αλέξανδρο ο Παυσανίας αποφάσισε να θέσει τους Αθηναίους απέναντι στους Πέρσες επειδή είχαν πολεμήσει εναντίον τους στο Μαραθώνα, άρα τους γνώριζαν καλύτερα. Ενώ οι Σπαρτιάτες θα λάμβαναν θέση απέναντι από τους Θηβαίους που τους γνώριζαν καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Όμως ο Μαρδόνιος το κατάλαβε και προσπάθησε να αντιστρέψει και αυτός τα άκρα του. Έτσι ο Παυσανίας δεν προχώρησε στην δικιά του αναστροφή. Αντίθετα αποχώρησε από τη θέση που ήταν με το στρατό του και κατέλαβε μια θέση νοτιότερα, ανάμεσα στις πόλεις Υσία και Πλαταιές.
Η μετακίνηση αυτή ξεκίνησε από το βράδυ και θα ολοκληρωνόταν το επόμενο πρωί ώστε να την δει ο Μαρδόνιος και να νομίζει ότι οι Έλληνες υποχωρούν και να εμπλακεί μαζί τους σε μάχη, την οποία οι ίδιοι βεβαίως την περιμένανε.
Τέτοιοι ελιγμοί στις Ελληνικές φάλαγγες ήταν συνηθισμένοι αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τις εκτελούσαν αριστοτεχνικά. Έτσι αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να αποσυρθεί το κέντρο των Ελλήνων από τη θέση Νησί στις Πλαταιές και να στρατοπεδεύσει εκεί. Στη δεύτερη φάση οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες θα αποσύρονταν το πρωινό ώστε να τους δει ο Μαρδόνιος και να επιτεθεί. Ταυτόχρονα θα προσποιούνταν ότι κάποια τμήματα αργούσαν να υποχωρήσουν για να τον δελεάσουν πιο εύκολα. Οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Μεγαρείς θα κάλυπταν την φάση υποχώρησης των Σπαρτιατών.
Η πρώτη φάση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία καθώς το κέντρο των Ελλήνων, μπερδεμένο από το σκοτάδι, παρατάχθηκε στο ναό της Ήρας, μπροστά στις Πλαταιές, σε απόσταση διπλάσια από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο. Ο Παυσανίας δεν το γνώριζε αυτό και ξεκίνησε την επόμενη φάση του σχεδίου του. Το σώμα που αποφασίστηκε να μείνει πιο πίσω, δήθεν ότι άργησε να υποχωρήσει, ήταν ο λόχος του Αμομφεράτου.
Το πρωί οι Σπαρτιάτες έμαθαν το τι συνέβη το βράδυ και έμαθαν επίσης και που βρίσκονταν οι Έλληνες του κέντρου. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καλύψουν το μεγάλο κενό μεταξύ των παρατάξεων αλλά ήδη ο Μαρδόνιος είχε δει και είχε αξιολογήσει την κατάσταση. Διάταξε γενική επίθεση και καταδίωξη του αντίπαλου στρατού. Την επίθεση οδηγούσε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και μάλιστα πέρασε πρώτος τον Ασωπό με το περσικό ιππικό, τους Ινδούς και τους Σάκες. Όλοι αυτοί έπεσαν με ορμή πάνω στην παράταξη των Τεγεατών και των Σπαρτιατών. Το περσικό κέντρο προσπαθούσε άτακτα να φτάσει στο ιερό της Ήρας για να βρεθεί με το Ελληνικό κέντρο. Οι Αθηναίοι μάχονταν εναντίον των Θηβαίων βόρεια της θέσης Νήσος, ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στο ιερό του Ανδροκράτους. Το σώμα του Αμομφεράτου ενώθηκε γρήγορα με τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και ανέστρεψαν πλευρά για να υποδεχτούν με ακόντια τους Πέρσες. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη καθώς οι εχθροί ήταν περισσότεροι και έτσι ο Παυσανίας ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, μην γνωρίζοντας ότι οι σύμμαχοι του ήταν αντιμέτωποι με τους Θηβαίους.
Ο Αριστείδης μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει τους Θηβαίους να μην μάχονται τα αδέρφια τους. Όλη αυτή την ώρα η Σπαρτιατική φάλαγγα είχε καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες και αμυνόταν, μόλις μεγάλες δυνάμεις Περσών τους κύκλωσαν και καθιστούσαν αδύνατη την δυνατότητα ελιγμών, ο Παυσανίας διέταξε τότε γενική επίθεση και όλο το μέτωπο πετάχτηκε μπροστά με κραυγές και επιτέθηκε στους Πέρσες. Οι Πέρσες των πρώτων σειρών έχασαν την ορμή τους και προσπαθούσαν να υποχωρήσουν αλλά οι πιο πίσω σειρές τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν ελιγμούς. Μέσα στη σύγχυση ένας Σπαρτιάτης, ο Αρίμνηστος, εντόπισε τον Μαρδόνιο πάνω στο άλογο του και τον σκότωσε.
Ο θάνατος του αρχηγού τους σε συνδυασμό με την ορμή των Σπαρτιατών σάστισε τους Πέρσες και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος με την εφεδρεία των Περσών αποχωρούσε από τη μάχη, ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης, αλλά ο Πέρσης στρατηγός δεν το έκανε αλλά προτίμησε να αποσυρθεί, σαν να προδίδει τον νεκρό Μαρδόνιο!Οι Πέρσες υποχώρησαν στο ξύλινο οχυρό τους, ενώ οι Σπαρτιάτες τους ακολουθούσανε και προσπαθούσανε να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα οι Θηβαίοι, χάνοντας 300 μαχητές τους, υποχώρησαν για τη Θήβα και οι Αθηναίοι τους καταδίωξαν μέχρι έξω από τα τείχη της πόλης τους και τους κατανίκησαν.
Ακολούθως οι Πλαταιείς, οι Μεγαρείς και οι Αθηναίοι ενώθηκαν με τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες έξω από το οχυρό των Περσών και κατάφεραν να εισχωρήσουν, μέσα από ένα ρήγμα, κατασφάζοντας τους πάντες μέσα σε αυτό.
Ο Ηρόδοτος εξιστορεί πως η δύναμη των Περσών ήταν 300.000, και είχαν απώλειες 257.000. Ενώ οι Έλληνες ήταν συνολικά 110.000 και έχασαν 1.300 άνδρες.
http://apollonios.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου