- «Στείλε τότε τα παιδιά, να σωθούν εκείνα τουλάχιστον. Εγώ θα μείνω κοντά σου».
- «Πώς να δώσω πρώτος εγώ παράδειγμα πανικού; Να γίνω αιτία να χάσουν το θάρρος τους οι συμπολίτες; Το θέλεις;»
Η Ξανθίππη τα πάντα ήθελε, αρκεί να γλύτωναν τα παιδιά της, μα δεν επέμεινε. Αναστέναξε μόνο και ψιθύρισε:
- «Θα μου τα σκοτώσουν...»
- «Όχι, έκανε με πεποίθηση ο φιλόσοφος, κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Το Δαιμόνιο μου το μήνυσε κι αυτό είναι θεϊκό, ξέρει καλύτερα από σένα τα μελλούμενα».
- «Όταν όλοι μας, είπε, παραλογιστήκαμε και σκοτώσαμε τους καλούς μας ναυάρχους, μόνον ο Σωκράτης είχε το θάρρος ν’ αντισταθεί στην τρέλα μας. Η πανωλεθρία των Αιγός Ποταμών δε θα γινόταν, αν ζούσαν οι νικητές ναύαρχοι στις Αργινούσες. Ο Σωκράτης είναι όν υπερφυσικό. Προτείνω...»
Δεν πρόφτασε ο Γλαυκονίδης να διατυπώσει την πρότασή του. Από μια γωνιά της Πνύκας πετάχτηκε ορθός ο Σωκράτης κι είπε πως αρνείται οποιαδήποτε τιμή, πως δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τους άλλους, και δεν του άξιζε καμία διάκριση. Και η συζήτηση σταμάτησε.
- «Τι έχεις;» τη ρώτησε.
- «Τίποτα σπουδαίο, του αποκρίθηκε, μα σήμερα άρχισα να κόβω κλώνους της συκιάς μας, για να κρατήσω τη φωτιά της ΕΣΤΙΑΣ, γιατί θα μας βρει γρουσουζιά άμα σβήσει. Έκοψα τον κλώνο που καθόταν και λαλούσε πουλί, από το θυμό μου, καταλαβαίνεις; Αυτό να τσιμπάει σπόρους στην αυλή μας κι εγώ να μην έχω τίποτα να δώσω στα παιδιά...».
Έγειρε στον ώμο του η Ξανθίππη, για να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα ωχρά μάγουλά της. Αυτή η λεβεντογυναίκα έμοιαζε ξεθεωμένη. Ο Σωκράτης τη συμπόνεσε. Κάτι θέλησε να πει. Πέρασε από το μυαλό του να παινέσει την παλιά τους λιτότητα:
- «Βλέπεις, γυναίκα, της είπε, πόσο δίκιο είχα να μάθουν τα παιδιά μας να ζουν απλά τον καλό καιρό; Τώρα υποφέρουν λιγότερο από τα πλουσιόπαιδα».
Έλαβε όμως αμέσως την απάντηση:
- «Όταν αδυνατίσουν τα πλουσιόπαιδα, που προς το παρόν τρών ακόμη, τα δικά μας θάχουν πεθάνει, Σωκράτη». Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, τόν βοήθησε να βγάλει το θώρακα και τις κνημίδες του.
- «Οι Θεοί, παιδί μου, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, πάντα τιμωρούν την ύβρη. Εμείς προσβάλαμε τ’ ανθρώπινα αισθήματα, σκοτώνοντας άδικα τους ΜΗΛΙΟΥΣ. Έπρεπε η Αθήνα να πληρώσει...».
- «Εγώ, φίλοι μου, πιστεύω πως, αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα ομολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόμουν ακόμα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή μιας χώρας κι έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθεί από μόνος του».
Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους με τις περιουσίες που δήμευαν. Πάλι πήγε κι ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάσει, είπε:
- «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τέτοιον πλανευτή».
- «Έφαγες κλωτσιά και δεν είπες λέξη;»
- «Τι να πω; αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Αν σε κλωτσούσε γαϊδούρι, θα του ανταπόδιδες την κλωτσιά;»
- «Μάθε πως τώρα πηγαίνω στη ΒΑΣΙΛΕΙΟ Στοά να σε καταγγείλω στον Άρχοντα – Βασιλιά πως ασεβείς προς τους Θεούς, εισάγεις νέα δαιμόνια και διαφθείρεις τους νέους. Ζητάω ποινή θανάτου. Σε καλώ μετά τέσσερις μέρες, τέτοια ώρα, να βρεθούμε στον Άρχοντα, για να ορίσει δίκη».
Ο Σωκράτης τον κοίταξε με απορία.
- «Τι λες, Μέλητε; Συ τόσο νέος κατάλαβες κιόλας όσα καταγγέλλεις; Και λες πως το κακό το κάνω με τη θέλησή μου;»
- «Βεβαιότατα. Μα όλα αυτά θα τα πούμε στον Άρχοντα. Μην αμελήσεις να είσαι κεί την ορισμένη ώρα». Είπε κι έφυγε με τους μάρτυρές του. Ο Θεαίτητος σάστισε ν’ ακούσει μια τόσο βαρειά κατηγορία, για τον άνθρωπο που εκτιμούσε στην Αθήνα περισσότερο κι από τους καλύτερους.
- «Είναι τρέλα να επιτρέπεται στη Δημοκρατία να εκλέγει τους άρχοντές της με κλήρο. Ενώ ποτέ δε θα εμπιστευτείτε την Τύχη να ορίσει τον καπετάνιο ενός πλοίου, ή το γιατρό που θα σας γιατρέψει, εν τούτοις, αφήνεται τον κλήρο να σας βρει τους άρχοντες, που μόνο τα δικά τους λάθη μπορεί να φέρουν καταστροφή».
Η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο, και οι τελευταίες του ώρες στην φυλακή πριν να πιεί το κώνειο περιγράφονται στον διάλογο του ΠΛΑΤΩΝΑ «Φαίδων».
Ο σπόρος που φύτεψε ο φιλόσοφος μέσα στον κήπο της ΑΘΗΝΑΣ δεν χάθηκε. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία του ΠΛΑΤΩΝΑ και του ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗ και αργότερα διαδόθηκε ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου