Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Η ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Αμμόχωστος, 1953
Ανακαλύπτεις αίφνης έναν τόπο κι αυτός μοιραία γίνεται πατρίδα σου κι ας γεννήθηκες αλλού. Οι τόποι και οι άνθρωποι έχουν αυτή την απρόσμενη ιδιότητα, να κυριαρχούν στο μέσα κόσμο, να τον κατακυριεύουν. Κι εσύ θέλοντας και μην αφήνεσαι να υποταχτείς στη θέληση που δέχεσαι να σου επιβληθεί, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Γιώργο Σεφέρη, δύο φορές στη ζωή του, τη μια με τη Μαρώ και την άλλη με την Κύπρο.
«Στον κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και αγάπη», έγραψε ως αφιέρωση στο «Κύπρον ου μ' εθέσπισεν (οικείον Απόλλων)», που σημαίνει «στην Κύπρο όπου μ' έταξε να κατοικώ ο Απόλλων».
Οι στίχοι από την «Ελένη» του Ευριπίδη έγιναν για τον Σεφέρη μότο για μια σχέση που άρχισε πριν ακόμα γνωρίσει το σώμα του νησιού.
«Ηδη από το 1931, όταν υπηρετούσε ως πρόξενος στο Λονδίνο, έγραφε στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου να του στείλει πληροφορίες για την επανάσταση στο νησί. Η άμεση επαφή του ξεκίνησε όμως το φθινόπωρο του 1953 όταν πήγε από τη Βηρυτό, όπου υπηρετούσε ως πρέσβης, στην Κύπρο για διακοπές που κράτησαν ένα περίπου μήνα», λέει ο Γιώργος Γεωργής, πρώην πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα και αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου.
«Αυτή η πρώτη επαφή είχε καταλυτική σημασία γι' αυτόν, γιατί από τότε ουσιαστικά θα αφοσιωθεί στο νησί. Αλλωστε ο ίδιος έγραφε ότι μόνο σε δυο πράγματα είχε αφοσιωθεί στη ζωή του, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Κύπρο», συνεχίζει ο Γεωργής.
Τα κυπριακά ποιήματα περιλαμβάνονται στη συλλογή «Κύπρον ου μ' εθέσπισεν», που κυκλοφόρησε μετά τις τρεις επισκέψεις του στην Κύπρο, το 1955 από τον «Ικαρο». Οι στίχοι διά στόματος Τεύκρου δένουν με τη διάθεση του Σεφέρη, που μέχρι το 1953 θεωρούσε τον εαυτό του πρόσφυγα ταξιδιώτη. Ως έναν που φορούσε την περσόνα του Οδυσσέα. Οταν όμως έφτασε στην Κύπρο ένιωσε ως νέος Τεύκρος, βρήκε στο νησί νέα πατρίδα, μετά τη Σμύρνη.
Και γι' αυτή την πατρίδα μίλησε και έτσι: «Τ' αηδόνια δεν σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες./Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,/συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους/στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές/αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν./Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη/βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·/και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας...».
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ - Απόσπασμα
Ολόκληρο το άρθρο:  http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=355551

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου