Σωκράτης: Πρέπει, λοιπόν, πρώτα, να συλλάβουμε την
αλήθεια σχετικά με την ψυχή, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, εξετάζοντας πώς πάσχει
και πώς ενεργεί. Και η απόδειξη αρχίζει ως ακολούθως:
Κάθε
ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που κινείται πάντα είναι αθάνατο, ενώ εκείνο
που κινεί ένα άλλο και κινείται από άλλο, εφόσον έχει τέλος ως προς την κίνηση
του, έχει τέλος και ως προς τη ζωή του.
Μόνον
εκείνο που κινείται από μόνο του, αφού δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν
παύει ποτέ να κινείται, και είναι μάλιστα το ίδιο η αρχή και η προέλευση της κίνησης
για όσα από τα άλλα κινούνται.
Η αρχή
όμως είναι αγέννητη. Γιατί κατ' ανάγκη καθετί που γεννιέται, γεννιέται από μια
αρχή, ενώ τούτη δε γεννιέται από τίποτα.
Αν η
αρχή γεννιόταν από κάτι, δε θα υπήρχε γέννηση από μια αρχή. Επειδή, λοιπόν, η αρχή
είναι κάτι αγέννητο, κατ' ανάγκη είναι και κάτι άφθαρτο. Γιατί αν απολεσθεί η
αρχή, τότε βέβαια δε θα γεννηθεί ούτε η ίδια ποτέ από κάτι, ούτε άλλο πράγμα
από αυτήν, εφόσον πρέπει όλα να γίνονται από μια αρχή. Έτσι, λοιπόν, η αρχή της
κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Και αυτό δεν είναι δυνατό ούτε να
εξαλείφεται, ούτε να γεννιέται.
Αλλιώς όλος
ο ουρανός και το σύμπαν του γίγνεσθαι θα κατέρρεαν μαζί, θα παρέμεναν ακίνητα
και δε θα είχαν ποτέ ξανά μιαν αρχή που να τα κάνει να γεννηθούν και να
κινηθούν πάλι.
Εφόσον
λοιπόν έχει φανεί ότι εκείνο που κινείται από μόνο του είναι αθάνατο, δε θα
διστάζει κανείς να λέει πως αυτό το γνώρισμα αποτελεί την ουσία και το λόγο της
ψυχής.
Γιατί
κάθε σώμα που αντλεί την κίνηση από έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την παίρνει
το ίδιο από μέσα του είναι έμψυχο, αφού αυτή είναι η φύση της ψυχής.
Αν όμως
έτσι έχει το πράγμα, εφόσον εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι άλλο παρά
ψυχή, τότε κατ' ανάγκη η ψυχή θα είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.
Σε ότι αφορά,
λοιπόν, την αθανασία της ψυχής, αυτά είναι αρκετά.
Σχετικά
όμως με τη μορφή της, πρέπει να πούμε τα
εξής: ποιας υφής πράγμα είναι, τούτο οπωσδήποτε είναι ζήτημα που απαιτεί θεϊκή
και εκτενή ανάπτυξη, όμως με τι μοιάζει,
αυτό είναι θέμα που μπορεί να καλυφθεί από συντομότερη και στο πλαίσιο των
ανθρωπίνων δυνατοτήτων ανάπτυξη.
Ας μιλήσουμε,
λοιπόν, με τέτοιο τρόπο. Ας πούμε ότι η ψυχή μοιάζει με τη σύνθετη δύναμη ενός
ζεύγους φτερωτών αλόγων και του ηνιόχου
τους. Όμως, ενώ όλα τα άλογα και οι ηνίοχοι των θεών είναι καλής φύσης και
προέλευσης, των άλλων γενών, είναι μικτής.
Καταρχήν,
ο ηνίοχος, σ' εμάς, οδηγεί διευθύνοντας ένα ζευγάρι αλόγων, κι έπειτα, από τα
άλογα, το ένα είναι όμορφο, ευγενικό και από ανάλογη ράτσα, ενώ το άλλο έχει τα
αντίθετα χαρακτηριστικά και είναι από αντίθετη ράτσα.
Έτσι,
αναπόφευκτα, η ηνιόχηση σ' εμάς είναι δύσκολη και κουραστική. Πρέπει όμως τώρα
να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε με ποια λογική το ένα ζωντανό ον χαρακτηρίστηκε
θνητό και το άλλο αθάνατο. Γενικά η ψυχή αναλαμβάνει καθετί το άψυχο.
Περιδιαβαίνει
έτσι τον ουρανό, παίρνοντας άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη μορφή.
Και,
καθώς είναι τέλεια και φτερωτή, κινείται στον αιθέρα και διευθύνει όλο τον
κόσμο.
Η ψυχή,
όμως, που έχασε τα φτερά της, περιφέρεται εδώ και κει μέχρι να βρει να κρατηθεί
από κάτι στέρεο.
Και εκεί
πλέον εγκαθίσταται και αποκτά γήινο σώμα, που, εξαιτίας της δύναμης της ψυχής,
φαίνεται ότι κινεί τον εαυτό του.
Αυτό
λοιπόν το σύνολο, σύνδεμα σώματος και ψυχής, ονομάστηκε ζωντανό ον και πήρε την
επωνυμία «θνητό».
Όσο για το να αποκαλέσουμε ένα ον αθάνατο, δεν
έχουμε κανένα λόγο πραγματικά ελεγμένο από τη σκέψη μας, απλώς πλάθουμε με τη
φαντασία μας τον θεό - χωρίς να τον έχουμε ούτε δει ούτε πλήρως συλλάβει - ως ένα αθάνατο ον, που έχει ψυχή,
έχει και σώμα, τα οποία είναι πάντα σύμφυτα.
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
– ΦΑΙΔΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου